Κεντρικές ιδέες Θεματικών Ενοτήτων
Εισαγωγή
Η ΘΕ συνδυάζει τη λαογραφική προσέγγιση της γιορτής του Πάσχα σε όλο τον κόσμο με τις σχετικές βιβλικές αφηγήσεις για τα Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού, αναδεικνύοντας τον Πάσχοντα Χριστό ως ένα πρόσωπο γεμάτο αγάπη ακόμη και για τους σταυρωτές του και για τον κόσμο ολόκληρο.
Γενικοί Στόχοι Ενότητας
Οι μαθητές: α) αποτιμούν τη σημασία της πορείας προς τη γιορτή του Πάσχα β) μοιράζονται εμπειρίες και συναισθήματα γύρω από το Ορθόδοξο Πάσχα γ) αναγνωρίζουν την αγάπη προς όλους ως βασική ιδέα των αφηγήσεων του Πάθους δ) εκτιμούν την Ανάσταση ως την κορυφαία στιγμή της γιορτής ε) περιγράφουν και συγκρίνουν τους τρόπους εορτασμού του Πάσχα σε διάφορες χριστιανικές παραδόσεις στ) παρατηρούν και περιγράφουν εικόνες της Σταύρωσης και της Ανάστασης και αναγνωρίζουν σ’ αυτές τις σχετικές βιβλικές αφηγήσεις ζ) σχεδιάζουν, οργανώνουν και συμμετέχουν σε εκδηλώσεις και δράσεις έμπρακτης αγάπης προς όλους η) διακρίνουν το χριστιανικό από το ιουδαϊκό Πάσχα.
Χρόνος: 4 δίωραΚΕΙΜΕΝΑ
Στον δρόμο για το Πάσχα
Από τις διηγήσεις της Αννούλας:
Έπαιρνα πάντα το μήνυμα της άνοιξης Φλεβάρη. Κάθε πρωί έβγαινα, πριν πάω σχολείο, στο μπαλκονάκι της κουζίνας και φώναζα το γάτο μου, που κοιμόταν στο υπόγειο. Του έβαζα λίγο γάλα στο πιατάκι του και τον κοίταζα που το έπινε. Μετά έφευγα. Εκεί, κάποιο από τα πρωινά, λάβαινα το μήνυμα. Η άνοιξη πλησίαζε∙ ήταν κοντά. Το τιτίβισμα των πουλιών γινόταν διαφορετικό. Κι ο αέρας πιο απαλός. Ήμουν βέβαιη γι’ αυτό. Και το μήνυμα όσο απροσδιόριστο και να ‘ταν, γινόταν σίγουρο, δεν αμφέβαλα. Ήταν η άνοιξη που ερχόταν.
Είχαν αρχίσει και οι Χαιρετισμοί της Παναγίας στην εκκλησία. Τα «χαίρε» προς την Παναγία έσμιγαν με μια περίεργη χαρά μέσα μου. Ήταν η αλλαγή του καιρού, που ξυπνούσε πιο έντονα τη ζωή στην καρδιά μου; Η μέρα που μεγάλωνε διαρκώς; Ποτέ δεν χώνεψα τη νύχτα. Ήταν όλ’ αυτά και μαζί οι Παρασκευές. Ο Ακάθιστος Ύμνος.
Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται Πνεύματος
Α. Κωστάκου-Μαρίνη, Το Πάσχα της Αννούλας
- Η Μεγάλη Σαρακοστή
Είναι η περίοδος των σαράντα ημερών που ξεκινάει από την Καθαρά Δευτέρα και φτάνει ως την Μεγάλη Εβδομάδα. Για τους χριστιανούς είναι μια περίοδος νηστείας και προετοιμασίας για τη μεγάλη γιορτή του Πάσχα. Στο διάστημα αυτό οι πιστοί καλούνται να μετανιώσουν για τα λάθη τους, αλλά και να συγχωρήσουν τους άλλους.
Στη διάρκεια της Σαρακοστής, έχουμε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας το απόγευμα κάθε Παρασκευής.
Οι Χαιρετισμοί της Παναγίας / Ο Ακάθιστος Ύμνος
Γιατί λέγεται «Ακάθιστος» Ύμνος;
Κατά την παράδοση, όταν ακούστηκε για πρώτη φορά, όλοι τον παρακολούθησαν όρθιοι. Στην Κωνσταντινούπολης, οι Άβαροι, πολιορκούσαν τα τείχη της πόλης με σκοπό να την κυριέψουν. Οι στρατιώτες που την υπερασπίζονταν ήταν λιγοστοί, επειδή έλειπαν με τον αυτοκράτορα σε μακρινή εκστρατεία εναντίον των Περσών. Οι πολιορκημένοι βρέθηκαν στις εκκλησιές να παρακαλούν για τη σωτηρία της πόλης. Οι περισσότεροι γέμισαν τον ναό της Αγίας Σοφίας, ψάλλοντας έναν ύμνο που γράφτηκε εκείνες τις μέρες από τον Πατριάρχη Σέργιο. Ο ύμνος απευθυνόταν προς την Παναγία, επειδή πίστευαν πως μόνο αυτή μπορεί να σώσει την Κωνσταντινούπολη.
Ο ύμνος αυτός είναι πολύ μεγάλος, με πολλές μελωδίες και πολλές στροφές.
Τι είναι οι Χαιρετισμοί;
Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι αφιερωμένος στην Παναγία. Πρόκειται για ένα μεγάλο ύμνο (κοντάκιο) με πολλές στροφές (οίκους). Λόγω του ότι είναι αρκετά μεγάλος, τον χωρίζουμε σε τέσσερα μέρη (στάσεις) και τον ψάλλουμε στις τέσσερις πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής, ενώ την πέμπτη Παρασκευή ψάλλεται ολόκληρος. ο Ακάθιστος Ύμνος λέγεται και Χαιρετισμοί, όπως και η Ακολουθία στην οποία ψάλλεται, επειδή με αυτόν οι χριστιανοί απευθύνονται προς την Παναγία πολλές φορές, με τη φράση που της μίλησε ο άγγελος στον Ευαγγελισμό, δηλαδή με τη λέξη «χαίρε».
Η Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου περιλαμβάνει δύο μέρη: Τον Κανόνα, που ψάλλεται από τους ψάλτες και τους Χαιρετισμούς (Κοντάκιο του Ακαθίστου Ύμνου) που απαγγέλλονται από τον ιερέα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και εναλλάξ οι ψάλτες απαντούν «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε» και «Αλληλούια».
Ο Κανόνας ψάλλεται ολόκληρος κάθε Παρασκευή.
Οι Χαιρετισμοί αποτελούνται από 24 οίκους, δηλαδή 24 ομάδες μικρών στίχων. Η πρώτη ομάδα ξεκινά από το γράμμα Α και η τελευταία από το Ω.
Όλος ο Ακάθιστος Ύμνος δεν αποτελεί προσευχή ικεσίας, αλλά δοξολογεί και υμνεί την Παναγία. Μόνο στο πολύ γνωστό κοντάκιο, οι χριστιανοί ζητούν από την Παναγία να τους ελευθερώσει:
Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια,
ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,
ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε·
ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,
ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοί,
Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.
Δηλαδή:
Σ’ εσένα Θεοτόκε, την υπέρμαχο στρατηγό
με ευγνωμοσύνη η πόλη σου αποδίδει τη νίκη.
Και σου στέλνει θερμές ευχαριστίες, επειδή
με τη δική σου επέμβαση λυτρωθήκαμε από τι συμφορές.
Εσύ όμως που η δύναμή σου είναι ακατανίκητη,
ελευθέρωσε κι εμένα από κάθε είδους κινδύνους,
για να σου φωνάζω: Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Η Καθαρά Δευτέρα
Από τις διηγήσεις της Αννούλας:
– Γιατί τη λένε Καθαρή Δευτέρα; Είχα ρωτήσει κάποτε τη μητέρα μου. Οι άλλες Δευτέρες είναι βρώμικες;
Η μητέρα μου είχε χαμογελάσει και είχε απαντήσει:
– Όχι βέβαια, αλλά η Δευτέρα τούτη είναι η πρώτη μέρα της Μεγάλης Σαρακοστής. Σαράντα μέρες, που νηστεύουμε από κρέας, ψάρι, γαλακτερά. Μετά φτάνει η Μεγάλη Εβδομάδα που νηστεύουμε ακόμη κι απ’ το λάδι κι έρχεται πια και η αγία και μεγάλη Κυριακή του Πάσχα! Τον παλιό λοιπόν καιρό, που νήστευαν και τις σαράντα μέρες απ’ το λάδι, οι νοικοκυρές έπλεναν τις κατσαρόλες στην κουζίνα, διότι δεν θα μαγείρευαν πια λαδερό φαΐ ως το Πάσχα. Εξαίρεση έκανε η μικρή Λαμπρή, η μέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που τρώμε ψάρι. Γι’ αυτό ονομάστηκε η μέρα τούτη, πρώτη μέρα της σαρακοστής, Καθαρή Δευτέρα.
Α. Κωστάκου-Μαρίνη, Το Πάσχα της Αννούλας
Έθιμα της Καθαράς Δευτέρας
Η ημέρα της Καθαράς Δευτέρας γιορτάζεται έντονα σε όλη την Ελλάδα με διάφορα έθιμα και αποτελεί επίσημη αργία. Σε όλη την Ελλάδα τρώνε λαγάνα, δηλαδή άζυμο ψωμί, ταραμά, θαλασσινά, λαχανικά και φασολάδα χωρίς λάδι.
Κύριο έθιμο είναι το πέταγμα του χαρταετού, αλλά και το λεγόμενο Γαϊτανάκι.
Έθιμα της Σαρακοστής
Τα παλιά χρόνια οι νοικοκυρές έφτιαχναν την κυρα-Σαρακοστή για να μετράνε τις εβδομάδες μέχρι το Πάσχα. Χρησίμευε δηλαδή σαν ημερολόγιο για τις εβδομάδες από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι και τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Η κυρα-Σαρακοστή είναι μια χάρτινη ζωγραφιά, μιας γυναίκας με επτά πόδια, ένα για κάθε εβδομάδα της Σαρακοστής. Έχει τα χέρια της σταυρωμένα γιατί προσεύχεται και κρατά ένα σταυρό, γιατί πηγαίνει στην εκκλησία. Δεν έχει όμως στόμα για να δείξει ότι νηστεύει. Κάθε εβδομάδα που περνούσε, οι νοικοκυρές της έκοβαν και ένα πόδι. Το τελευταίο το έκοβαν το Μεγάλο Σάββατο.
Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, αυτό το χαρτί το έκρυβαν σε ένα ξερό σύκο ή σε ένα καρύδι. Όποιος το έβρισκε ήταν τυχερός στη ζωή του. Αλλού πάλι έκρυβαν το έβδομο πόδι στο ψωμί της Ανάστασης και ήταν τυχερός όποιος το έβρισκε.
Σε πολλά μέρη οι νοικοκυρές φτιάχνουν την κυρα-Σαρακοστή από ζυμάρι και βάζουν και πολύ αλάτι για να διατηρηθεί. Αλλού πάλι, την έφτιαχναν από πανί που το γέμιζαν με πούπουλα. Όμως την πιο ξεχωριστή κυρα-Σαρακοστή την έφτιαχναν στον Πόντο από μια πατάτα ή ένα κρεμμύδι που το κρεμούσαν απ’ το ταβάνι και πάνω του είχαν καρφωμένα επτά φουντωτά φτερά κότας, και ξεπουπούλιζαν ένα φτερό για κάθε εβδομάδα.
Την Κυρά Σαρακοστή
που ‘ναι έθιμο παλιό
οι γιαγιάδες μας τη φτιάχναν
με αλεύρι και νερό.
Για στολίδι της φορούσαν
στο κεφάλι έναν σταυρό
μα το στόμα της ξεχνούσαν
γιατί νήστευε καιρό.
Και τις μέρες της μετρούσαν
με τα πόδια της τα επτά.
Κόβαν ένα τη βδομάδα
μέχρι να ‘ρθει η Πασχαλιά.
- Το Σάββατο του Λαζάρου
Από την Καινή Διαθήκη (από το Ιω 11)
Ο Λάζαρος ήταν φίλος του Χριστού και ζούσε με τις δυο αδερφές του στη Βηθανία, μια μικρή πόλη κοντά στα Ιεροσόλυμα. Ήταν τριάντα χρονών, σχεδόν συνομήλικος με τον Ιησού. Κάποτε όμως, έφεραν στον Χριστό την είδηση ότι ο φίλος του αρρώστησε.
Όταν έφτασε στη Βηθανία βρήκε τις δυο αδερφές να θρηνούν τον Λάζαρο που είχε πεθάνει πριν τέσσερις μέρες. Ο Ιησούς αναστέναξε και ζήτησε να τον πάνε στον τάφο, κι εκεί δάκρυσε. Οι αδερφές περίμεναν έξω από τον τάφο με λαχτάρα και πίστη λέγοντας:
– Κύριε, αν ήσουν εδώ δε θα πέθαινε ο αδερφός μας.
Τότε ο Ιησούς πλησίασε και φώναξε:
– Λάζαρε, έβγα έξω.
Και ο Λάζαρος, ο αγαπημένος φίλος του Χριστού, αναστήθηκε.
Έθιμα και παραδόσεις για το Σάββατο του Λαζάρου
Ο λαός γιορτάζει το Σάββατο του Λαζάρου διαφορετικά από τόπο σε τόπο. Παλιότερα τα έθιμα ήταν πιο πολλά, μα με τον καιρό αρκετά λησμονήθηκαν. Για παράδειγμα, σε πολύ λίγα μέρη πλέον τραγουδούν τα κάλαντα. Τα κάλαντα του Λαζάρου ήταν αποκλειστικά σχεδόν μια γυναικεία παράδοση. Τα τραγουδούσαν κοπέλες μικρές και μεγάλες που ονομάζονταν «Λαζαρίνες». Την παραμονή της γιορτής οι Λαζαρίνες ξεχύνονταν στους αγρούς για να μαζέψουν λουλούδια, που μ’ αυτά θα στόλιζαν το καλαθάκι τους. Το Σάββατο του Λαζάρου ντυμένες με τις φορεσιές του τόπου τους και με τα καλαθάκια τους στολισμένα γυρνούσαν τα σπίτια τραγουδώντας τον Λάζαρο. Οι νοικοκυρές των σπιτιών τις περίμεναν στο κατώφλι να ακούσουν τα κάλαντα και να τις φιλέψουν με γλυκίσματα ή χρήματα.
Σε πολλές περιοχές, για να γιορτάσουν την ανάσταση του Λαζάρου και να συμβολίσουν τη νίκη του Χριστού απέναντι στον θάνατο, αλλά και για να χαρούν για την ανοιξιάτικη ανάσταση της φύσης, έφτιαχναν ένα ομοίωμα του Λαζάρου. Την παραμονή της γιορτής ή και ανήμερα, τα παιδιά, κρατώντας τον «Λάζαρο», έκαναν τους αγερμούς τους. Γύριζαν δηλαδή στα σπίτια του χωριού και τραγουδούσαν τα «λαζαρικά», για να διηγηθούν την ιστορία του αναστημένου φίλου του Χριστού μα και να πουν παινέματα στους νοικοκυραίους κι έτσι να πάρουν πολλά γλυκά και κεράσματα. Στην Ήπειρο μάλιστα, κτυπούσαν ταυτόχρονα μεγάλα κουδούνια.
Στην Κρήτη, αντί για Λάζαρο τα παιδιά έφτιαχναν έναν ξύλινο σταυρό και τον στόλιζαν με λεμονανθούς και αγριόχορτα με κόκκινα λουλούδια, τις μαχαιρίτσες.
Τα λαζαράκια
Είναι γλυκά νηστίσιμα ψωμάκια, ζυμωμένα με αλεύρι και ταχίνι, πλασμένα σαν ανθρωπάκια με μακρύ ρούχο και σαρίκι στο κεφάλι, με τα χέρια σταυρωμένα και με την κοιλιά παραγεμισμένη σταφίδες, καρύδια και σουσάμι καβουρδισμένο.
Τα κάλαντα για το Σάββατο του Λαζάρου
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.
Πού ήσουν Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος;
Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος.
Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι,
που ‘ναι το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι,
που ‘ναι το στόμα μου σαν περιβόλι.
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρα και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την πόλη,
σούφερε χαρτί και κομπολόι.
Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.
Οι κοτούλες σας αυγά γεννούνε
οι φωλίτσες δεν τα χωρούνε
δώστε και σε μας να τα χαρούμε.
Το κοφινάκι μου θέλει αυγά
κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά.
- Κυριακή των Βαΐων
Αυτή την ημέρα οι χριστιανοί θυμούνται την είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα.
Από την Καινή Διαθήκη:
Ο Ιησούς με τους μαθητές του πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για τη μεγάλη γιορτή των Ισραηλιτών, το Πάσχα. Όταν έφτασαν στο Όρος των Ελαιών, λίγο έξω από την πόλη, ο Ιησούς παράγγειλε σε δύο μαθητές του:
– Πηγαίνετε στο απέναντι χωριό. Εκεί θα βρείτε δεμένο ένα μικρό γαϊδουράκι, που στη ράχη του δεν κάθισε ακόμη κανείς. Να το λύσετε και να μου το φέρετε. Οι μαθητές έφεραν το πουλάρι κι έστρωσαν τη ράχη του με τα ρούχα τους.
Καθισμένος στο γαϊδουράκι, με τους μαθητές γύρω του, πήρε ο Ιησούς τον δρόμο για τα Ιεροσόλυμα. Πλήθος λαού βρισκόταν εκείνες τις μέρες εκεί, για να γιορτάσει το Πάσχα. Είχαν όλοι μάθει για την ανάσταση του Λαζάρου και για τον ερχομό του Ιησού κι έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν και να τον υποδεχτούν σαν βασιλιά. Άλλοι έστρωναν στον δρόμο του ρούχα και κλαδιά από φοίνικες. Άλλοι κουνούσαν κλωνάρια στον αέρα, σαν να ήταν σημαίες. Κι όλοι μαζί, απλοί άνθρωποι και μικρά παιδιά, φώναζαν:
– Ωσαννά! Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, δηλαδή, ευλογημένος εκείνος που έρχεται σταλμένος από τον Θεό.
Έθιμα της Κυριακής των Βαΐων
Όλοι οι χριστιανικοί ναοί στολίζονται με κλαδιά από βάγια ή από άλλα «νικητήρια» φυτά, όπως δάφνη, ιτιά, μυρτιά και ελιά. Μετά τη λειτουργία μοιράζονται στους πιστούς.
Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, στα Ιεροσόλυμα, ο επίσκοπος έμπαινε στην πόλη πάνω σε ένα γαϊδουράκι, αναπαριστάνοντας το γεγονός, ενώ στα βυζαντινά χρόνια γινόταν ο «περίπατος του αυτοκράτορα», από το Παλάτι προς τη Μεγάλη Εκκλησία. Στη διαδρομή αυτή ο αυτοκράτορες μοίραζε στον κόσμο βάγια και σταυρούς και ο Πατριάρχης σταυρούς και κεριά.
Την Κυριακή των Βαΐων τρώμε πάντοτε ψάρι.
Βάγια βάγια τω βαγιώ
τρώμε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
κόκκινο αυγό κι αρνί
Δημοτικό τραγούδι
Μεγάλη Εβδομάδα
Από την Καινή Διαθήκη:
Ο Ιησούς γιορτάζει με τους μαθητές του το Πάσχα / Ο Μυστικός Δείπνος
Ήρθε το Πάσχα. Πολλοί Ιουδαίοι ταξίδεψαν στην Ιερουσαλήμ. Ήθελαν να ευχαριστήσουν τον Θεό που είχε οδηγήσει τον λαό του Ισραήλ έξω από την Αίγυπτο. Η γιορτή του Πάσχα άρχιζε το βράδυ με ένα επίσημο δείπνο. Το γιόρταζαν σε οικογενειακό κύκλο, με φίλους και συγγενείς.
Ο Ιησούς και οι μαθητές του ήρθαν κι αυτοί στα Ιεροσόλυμα για το Πάσχα. Οι μαθητές ρώτησαν τον Ιησού: «Πού θέλεις να γιορτάσουμε το πασχαλινό δείπνο;»
Ο Ιησούς έστειλε δύο από τους μαθητές του και τους λέει: «Πηγαίνετε στην πόλη. Εκεί θα συναντήσετε κάποιον που θα κουβαλάει ένα σταμνί με νερό. Ακολουθήστε τον, και στο σπίτι που θα μπει, ο οικοδεσπότης θα σας δείξει ένα μεγάλο δωμάτιο, έτοιμο στρωμένο. Εκεί να κάνετε τις ετοιμασίες για το γιορτινό τραπέζι».
Οι μαθητές πήγαν στην πόλη. Τα βρήκαν όπως τους τα είχε πει ο Ιησούς κι ετοίμασαν το πασχαλινό τραπέζι.
Μκ 14, 12-16
Ενώ ο Ιησούς και οι μαθητές του ήταν στο τραπέζι και έτρωγαν, είπε ο Ιησούς: «Αλήθεια σας λέω πως κάποιος από σας που τρώει μαζί μου θα με προδώσει». Λυπήθηκαν οι μαθητές κι άρχισαν να ρωτούν ο ένας μετά τον άλλο: «Μήπως είμαι εγώ;» Κι ο Ιησούς τους είπε: «Είναι ένας από τους δώδεκα, αυτός που βουτάει το ψωμί του μαζί μου στην ίδια πιατέλα».
Ενώ έτρωγαν, πήρε ο Ιησούς το ψωμί, το ευλόγησε, το έκοψε κομμάτια και το έδωσε στους μαθητές λέγοντας: «Πάρτε και φάτε, αυτό είναι το σώμα μου».
Ύστερα πήρε το ποτήρι με το κρασί, κι αφού είπε την ευχαριστήρια προσευχή, τους το έδωσε, και ήπιαν απ’ αυτό όλοι. Και τους είπε: «Αυτό είναι το αίμα μου, που επισφραγίζει τη νέα διαθήκη, και που χύνεται για χάρη όλων». Κι αφού έψαλλαν τους καθιερωμένους ψαλμούς, βγήκαν έξω για να πάνε στο όρος των Ελαιών.
Μτ 26, 17-30
Στον κήπο της αγωνίας
Έρχονται σ’ έναν κήπο που το όνομά του είναι Γεθσημανή, και λέει ο Ιησούς στους μαθητές του: «Καθίστε εδώ ώσπου να προσευχηθώ». Κι αφού απομακρύνθηκε λίγο, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχόταν: «Πατέρα, γλίτωσέ με από τον θάνατο! Ας μη γίνει όμως το δικό μου θέλημα, αλλά το δικό σου».
Έρχεται ο Ιησούς πίσω στους μαθητές του και τους βρίσκει να κοιμούνται. Λέει στον Πέτρο: «Κοιμάσαι; Δεν μπόρεσες να μείνεις άγρυπνος ούτε μια ώρα; Μείνετε άγρυπνοι και προσεύχεστε, για να μη βρεθείτε σε δύσκολες στιγμές».
Ο Ιησούς πάλι απομακρύνθηκε για να προσευχηθεί. Όταν γύρισε, βρήκε πάλι τους μαθητές να κοιμούνται και για τρίτη φορά συνέβη το ίδιο, και τους λέει:
«Κοιμάστε ακόμα και ξεκουράζεστε; Φτάνει. Ήρθε η ώρα. Σηκωθείτε, πρέπει να πηγαίνουμε. Να, έφτασε αυτός που θα με προδώσει»
Η προδοσία και η σύλληψη του Ιησού
Κι ενώ ακόμα μιλούσε ο Ιησούς, φτάνει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης και μαζί του ένα πλήθος από ανθρώπους οπλισμένους με ξίφη και ρόπαλα. Ο Ιούδας τους είχε πει: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι. Πιάστε τον».
Πλησίασε τότε αμέσως ο Ιούδας και φίλησε τον Ιησού λέγοντας: «Χαίρε Δάσκαλε!»
Αυτοί τότε συνέλαβαν τον Ιησού και τον έδεσαν. Ο Ιησούς είπε: «Ληστής είμαι, και βγήκατε με ξίφη και ρόπαλα να με συλλάβετε; Κάθε μέρα ήμουν ανάμεσά σας στον ναό και δίδασκα και δεν με συλλάβατε»
Όλοι τότε οι μαθητές του τον εγκατέλειψαν κι έφυγαν.
Μτ 26, 47-56
Η δίκη και η καταδίκη του Ιησού
Ο Ιησούς ανακρινόταν στο σπίτι του αρχιερέα. Όλη τη νύχτα τον ρωτούσαν οι ιερείς, οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς. Πολλοί τον κατηγορούσαν με ψεύτικες μαρτυρίες.
Όταν ξημέρωσε, αποφάσισαν να καταδικάσουν σε θάνατο τον Ιησού. Αφού, λοιπόν, τον έδεσαν, τον πήγαν και τον παρέδωσαν στον Πόντιο Πιλάτο, τον Ρωμαίο διοικητή.
Νωρίς το πρωί έφεραν τον Ιησού δεμένο μπροστά στον Πιλάτο. Ο Πιλάτος, αφού ανέκρινε τον Ιησού, είπε στους Ιουδαίους πως δεν τον βρίσκει ένοχο για τίποτε. Οι Ιουδαίοι του είπαν πως υπερασπίζεται έναν εχθρό του Καίσαρα. Ο Πιλάτος φοβήθηκε. Έκανε μια τελευταία προσπάθεια να σώσει τον Ιησού ρωτώντας τους αν θέλουν να ελευθερώσει, σύμφωνα με ένα παλιό έθιμο, έναν περιβόητο ληστή, τον Βαραββά, ή τον Χριστό. Εκείνοι του φώναζαν να ελευθερώσει τον Βαραββά. «Και τον Ιησού τι να τον κάνω;» «Να τον σταυρώσεις!» φώναζε άγρια το πλήθος. «Να τον σταυρώσεις!»
Όταν ο Πιλάτος είδε ότι δεν πετυχαίνει τίποτα, πήρε νερό και ένιψε τα χέρια του μπροστά στο πλήθος λέγοντας: «Εγώ είμαι αθώος για το αίμα αυτού του δίκαιου. Το κρίμα πάνω σας». Και για να ικανοποιήσει τα πλήθη, ελευθέρωσε τον Βαραββά, ενώ τον Ιησού, αφού διέταξε να τον μαστιγώσουν, τον παρέδωσε να σταυρωθεί.
Ιω 18, 12-24∙ Μτ 27,1-2. 11-31
Τα Πάθη και η Σταύρωση του Ιησού
Τότε οι στρατιώτες του Πιλάτου πήραν τον Ιησού, τον έντυσαν με μια κόκκινη χλαίνη, έπλεξαν στεφάνι από αγκάθια και του το φόρεσαν στο κεφάλι σαν στέμμα και στο δεξί του χέρι τού έβαλαν ένα καλάμι. Τον χτυπούσαν, τον έφτυναν και του έλεγαν περιπαιχτικά: «Ζήτω ο βασιλιάς των Ιουδαίων.
Μκ 15, 16-20∙ Μτ 27, 27-31
Οι στρατιώτες παίρνουν τον Ιησού για να τον σταυρώσουν. Τον πηγαίνουν έξω από την πόλη και τον φέρνουν σ’ έναν τόπο που λέγεται Γολγοθάς. Αυτό σημαίνει «Τόπος Κρανίου».
Η ώρα ήταν εννέα το πρωί όταν τον σταύρωσαν.
Οι στρατιώτες μοιράστηκαν τα ρούχα του, τραβώντας κλήρο για να δουν τι θα πάρει ο καθένας απ’ αυτά. Η αιτία της σταύρωσης ήταν γραμμένη σε μια επιγραφή επάνω στον σταυρό: «Ο βασιλιάς των Ιουδαίων». Μαζί με τον Ιησού σταύρωσαν και δύο ληστές, έναν στα δεξιά κι έναν στ’ αριστερά του.
Όσοι περνούσαν από κει, κουνούσαν ειρωνικά το κεφάλι τους και έβριζαν λέγοντας: «Α, εσύ που θα γκρέμιζες τον ναό και σε τρεις μέρες θα τον ξανάχτιζες! Σώσε τον εαυτό σου και κατέβα απ’ τον σταυρό!»
Τον κορόιδευαν επίσης και οι αρχιερείς και οι γραμματείς λέγοντας μεταξύ τους: «Άλλους τους έσωσε, τον εαυτό του όμως δεν μπορεί να τον σώσει. Είναι λέει ο Μεσσίας, ο βασιλιάς του Ισραήλ. Ας κατέβει τώρα από τον σταυρό, ώστε να δούμε και να πιστέψουμε σ’ αυτόν». Τον περιγελούσαν ακόμα κι αυτοί που ήταν σταυρωμένοι μαζί του.
Όταν έφτασε δώδεκα η ώρα το μεσημέρι, έπεσε σκοτάδι σ’ όλη τη γη ως τις τρεις το απόγευμα. Στις τρεις η ώρα, ο Ιησούς με δυνατή φωνή είπε: «Ηλί, Ηλί λαμά σαβαχθανί;» Που σημαίνει: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;»
Μερικοί απ’ αυτούς που βρίσκονταν εκεί είπαν: «Ακούστε, φωνάζει τον προφήτη Ηλία». Έτρεξε τότε κάποιος και βούτηξε ένα σφουγγάρι στο ξίδι, το στερέωσε πάνω σ’ ένα καλάμι και του έδωσε να πιει λέγοντας: «Αφήστε να δούμε τώρα αν θα ’ρθει ο Ηλίας να τον κατεβάσει από τον σταυρό». Ο Ιησούς έβγαλε μια δυνατή κραυγή και ξεψύχησε.
Μτ 27, 32-50∙ Μκ 15, 29-37
Η ταφή του Ιησού
Είχε σουρουπώσει. Επειδή η επόμενη μέρα ήταν Σάββατο, δηλαδή μέρα αργίας, οι Ιουδαίοι ήθελαν πριν βραδιάσει να έχουν ενταφιαστεί οι σταυρωμένοι. Είπαν, λοιπόν, στον Πιλάτο και, με δική του διαταγή, οι στρατιώτες έσπασαν τα σκέλη των δύο άλλων σταυρωμένων για να επιταχύνουν τον θάνατό τους. Όταν ήρθαν στον Ιησού, τον βρήκαν ήδη νεκρό και δεν του έσπασαν τα σκέλη. Ένας όμως από τους στρατιώτες τού τρύπησε με τη λόγχη την πλευρά και βγήκε από την πληγή αίμα και νερό.
Μετά απ’ αυτά, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία τόλμησε και πήγε στον Πιλάτο και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος του έδωσε την άδεια. Ο Ιωσήφ αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού από τον σταυρό, τον τύλιξε στο σεντόνι και τον τοποθέτησε σ’ ένα μνήμα λαξευμένο σε βράχο. Κατόπιν κύλησε μια μεγάλη πέτρα κι έκλεισε την είσοδο του μνήματος. Η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσήφ παρακολουθούσαν πού τον έβαλαν.
Ιω 19, 31-34∙ Μτ 27, 57-61
Η Ανάσταση του Ιησού
Την επόμενη μέρα μετά το Σάββατο, από τα βαθιά χαράματα ήρθαν οι γυναίκες στον τάφο. Είχαν μαζί τους πολύτιμα αρώματα να αλείψουν το σώμα του Ιησού, όπως συνήθιζαν τότε.
Έλεγαν μάλιστα μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα;» Γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Βρήκαν όμως την πέτρα κυλισμένη και την είσοδο του μνήματος ανοιχτή. Όταν μπήκαν μέσα δε βρήκαν το σώμα του Ιησού, αλλά είδαν ένα νεαρό με λευκά ρούχα να κάθεται εκεί και τρόμαξαν. Αυτός όμως τους είπε: «Μην τρομάζετε. Ψάχνετε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, τον σταυρωμένο. Δεν είναι εδώ. Αναστήθηκε!».
Οι γυναίκες βγήκαν κι έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος.
Μκ 16, 1-8
Εκκλησιαστική τέχνη με θέμα το Πάσχα
Από την υμνογραφία της Εκκλησίας
Τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ – ψάλλεται ο όρθρος της Μεγάλης Παρασκευής- ο ιερέας, φέρνοντας τον σταυρωμένο Χριστό μέσα στον ναό, λέει:
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου
ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται
ο των Αγγέλων Βασιλεύς.
Ψευδήν πορφύραν περιβάλλεται
ο περιβάλλων τον ουρανών εν νεφέλαις.
Ράπισμα κατεδέξατο
ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.
Ήλιοις προσηλώθη ο Νυμφίος της Εκκλησίας.
Λόγχη εκεντήθη ο Υιός της Παρθένου.
Προσκυνούμεν Σου τα Πάθη, Χριστέ.
Δείξον ημίν και την ένδοξόν Σου Ανάστασιν.
Δηλαδή:
Σήμερα κρεμιέται πάνω στον σταυρό
εκείνος που στερέωσε τη γη πάνω στα νερά.
Αγκάθινο στεφάνι φορεί
ο Βασιλιάς των Αγγέλων.
Ψεύτικο βασιλικό μανδύα τυλίγεται
εκείνος που περιζώνει με σύννεφα τους ουρανούς.
Καταδέχεται να τον ραπίσουν
εκείνος που ελευθέρωσε τον Αδάμ στον Ιορδάνη.
Με καρφιά καρφώθηκε ο Αγαπημένος της Εκκλησίας.
Με λόγχη πληγώθηκε ο Γιος της Παρθένου.
Προσκυνούμε το μαρτύριό Σου, Χριστέ,
αξίωσέ μας να χαρούμε την ένδοξή Σου Ανάσταση.
Και την Κυριακή του Πάσχα, οι πιστοί χαρούμενοι ψάλλουν:
Χριστός ανέστη εκ νεκρών
θανάτω θάνατον πατήσας
και τοις εν τοις μνήμασιν ζωή χαρισάμενος.
Δηλαδή:
Ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς
και καταπάτησε με τον σταυρικό του θάνατο τον θάνατο
και μ’ αυτή τη νίκη του χάρισε ζωή σε όλους εκείνους που ήταν πεθαμένοι.
Διαβάζουμε την εικόνα της Ανάστασης
Η εις Άδου Κάθοδος, Τοιχογραφία 14ου αι. στο παρεκκλήσιο της Μονής της Χώρας, Κωνσταντινούπολη
Ο αγιογράφος εικονογραφεί το αναστάσιμο τροπάριο που όλοι οι χριστιανοί ψάλλουν για την Ανάσταση: “Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος”. Ο Χριστός μπαίνει θριαμβευτής και νικητής μέσα στον Άδη, που είναι ένας χώρος μέσα σε απόκρημνους βράχους και σκοτάδι.
Ο Χριστός περιβάλλεται από μια φωτεινή δόξα, το φως του Θεού. Φοράει λευκά και αστραφτερά ρούχα και γεμίζοντας όλο τον χώρο με φως διώχνει το σκοτάδι. Με δύναμη και χαρά μαζί, αρπάζει από το χέρι τον Αδάμ και την Εύα και τους τραβάει δυνατά μέσα από τάφους τους.
Στα δεξιά, βλέπουμε μια ομάδα προσώπων που είναι οι δίκαιοι∙ αυτοί δηλαδή που περίμεναν με πίστη τον ερχομό του. Ανάμεσά τους, διακρίνουμε τον Άβελ. Από την άλλη πλευρά, αναγνωρίζουμε βασιλείς και προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, τον Δαβίδ, τον Σολομώντα, τον Μωυσή, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, κ. ά.
Ο Χριστός με τα πόδια του «πατάει» τις σπασμένες πόρτες του Άδη. Τριγύρω είναι σκορπισμένα τα κλειδιά και τα σύμβολα του θανάτου. Ο αλυσοδεμένος άνθρωπος κάτω απ’ τα πόδια του Χριστού είναι ο ίδιος ο θάνατος που πια έχει χάσει κάθε δύναμη και εξουσία.
Από την ελληνική ποίηση
Καίτη Χιωτέλλη, Μεγάλη Βδομάδα
Βράδια. Μεγαλοβδομαδιάτικα περίλυπα
μες στις πενθοφορούσες εκκλησίες,
με τις μελωδικές και τις αργόσυρτες
και τις λυπητερές ακολουθίες…
Την Κυριακή το βράδυ πρώτο σήμαντρο
για την ακολουθία του Νυμφίου
«Την απαρχήν Παθών» διάβασε ο Γέροντας
μες στις σελίδες του ιερού βιβλίου.
Βράδυ Δευτέρας. Για τις πέντε φρόνιμες
και για πέντε ανόητες παρθένες.
Κι έγειραν ως κι οι εικόνες οι αμίλητες
κι άκουγαν σκεφτικές και λυπημένες.
Τρίτη το βράδυ. Ως πέρα μοσκοβόλησε
«της αλειψάσης γυναικός» το μύρο.
Της Κασσιανής γλυκόφωνο τροπάριο
και «μετανοίας στεναγμοί» τριγύρω.
Τετάρτη βράδυ. Δείπνος Μυστικός
κι η θεϊκή ταπεινοσύνη στον νιπτήρα.
Κι έχουμε συνηθίσει απλά να ψάλλουμε
κι εμείς τα Πάθη στη φτωχή μας λύρα.
Μεγάλη Πέμπτη. Δώδεκα Ευαγγέλια.
Η προδοσία του μαθητή και φίλου,
ο Πέτρος, ο Πιλάτος, το Πραιτώριο,
και «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…».
Παρασκευή το βράδυ ο Επιτάφιος.
Πλήθος κεριά μες στην γλυκιάν εσπέρα.
Κι όλος ο κόσμος, ψάλτες κι εξαπτέρυγα,
να σιγολέν το «ω γλυκύ μου Έαρ…».
Βράδια Μεγαλοβδομαδιάτικα περίλυπα…
Κι όπως θλιμμένα ανιστορούν τα Πάθη,
μ’ ελπίδες χρυσαφένιες ετοιμάζουνε
το βράδυ της Ανάστασης που θα ‘ρθει.
Κώστας Βάρναλης, Η μάνα του Χριστού
Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Α! πώς είχα σα μάνα κ΄εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κ’ εμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ΄από μίση!
Ένα κόκκινο σπίτι σ΄ αυλή με πηγάδι…
και μιά δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι…
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Κι άμ΄ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν’ ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι.
Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγαίνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.
Κι ο κακόχρονος θάνατος θα ’φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θ’ άφηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρη ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει…
Ξεφαντώνουν τ΄αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν εχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη γιέ μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυό σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τα στήθια, που βύζαξες γάλα.
Πως αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να ’μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιό τ΄όνομά σου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη…
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη,
κι όσο ο γήλιος να πέσει και να’ ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποίος ο Χριστός;» τι ’πες «Να με»!
Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!
Νίκος Χατζηδάκης, Πάσχα στο χωριό
γεμάτη ἡ ἐκκλησία·
ἔξω τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ,
μέσα φωτοχυσία.
Χριστὸς Ἀνέστη! μὲ φωνὴ
κράζει ὁ παπᾶς μεγάλη.
—Χριστός Ἀνέστη, χριστιανοί,
ὅλος ὁ κόσμος ψάλλει.
Καὶ μπάμ! καὶ μπούμ! οἱ τουφεκιὲς
καὶ τῆς καμπάνας χτύποι.
Ὠ, τί στιγμὲς αὐτὲς γλυκιές,
πῶς φεύγει κάθε λύπη!
Κι ἀρχίζει τώρα νὰ φωτᾷ
κι ὅλοι γοργὰ πηγαίνουν
ἐκεῖ, ποὺ αὐγὰ κι ἀρνιὰ ψητὰ
στρωμένα τοὺς προσμένουν.
Διονύσιος Σολωμός, Η ημέρα της Λαμπρής
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστείτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
μπροστά στους Αγίους και φιληθείτε!
Φιληθείτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες
ζωγραφισμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.
Πασχαλινά έθιμα της Ελλάδας και του κόσμου
Έθιμα και παραδόσεις για τη Μεγάλη Εβδομάδα στην Ελλάδα
Στη Μακεδονία τη Μεγάλη Πέμπτη οι νοικοκυρές ξεκινούν τις προετοιμασίες απλώνοντας ένα κόκκινο πανί, που συμβολίζει το αίμα του Χριστού, στο μπαλκόνι ή το παράθυρο. Την ίδια ημέρα βάφουν τα κόκκινα αυγά. Το πρώτο κόκκινο αυγό το βάζουν στο εικονοστάσι. Όσο το κόκκινο πανί ήταν κρεμασμένο στο μπαλκόνι ή το παράθυρο, οι γυναίκες δεν έπλεναν ούτε και άπλωναν ρούχα.
Η Μεγάλη Παρασκευή στην Ελλάδα
Ο λαός ζει αυτή τη μέρα με ξεχωριστή συγκίνηση και ευλάβεια. Το πρωί γίνεται η Ακολουθία της Αποκαθήλωσης. Προς το τέλος της ο ιερέας κατεβάζει το σώμα του Χριστού από τον σταυρό, το τυλίγει μ’ ένα κάτασπρο σεντόνι και μπαίνει στο Άγιο Βήμα. Μετά από λίγο, βγαίνει κρατώντας, χρυσοκέντητο ύφασμα με την εικόνα του Χριστού, τον Επιτάφιο. Το τοποθετεί στο κουβούκλιο του Επιταφίου (τον Επιτάφιο όπως έχει επικρατήσει να το λέει ο λαός μας), που το έχουν στολίσει από τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ τα κορίτσια της ενορίας με λουλούδια. Καθώς τον στολίζουν ψάλλουν ύμνους της Αποκαθήλωσης ή το μοιρολόγι της Παναγιάς που είναι διαφορετικό από τόπο σε τόπο.
Το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής αρχίζει η Ακολουθία του Επιταφίου και όταν νυχτώσει γίνεται η περιφορά του. Μπροστά πηγαίνει ο Σταυρός, τα εξαπτέρυγα, ο Επιτάφιος και οι ιερείς με τους ψάλτες. Ο λαός που ακολουθεί ψάλλει τα εγκώμια, κρατώντας αναμμένα κεριά. Στα σταυροδρόμια και στις πλατείες η πομπή σταματά και οι ιερείς κάνουν δεήσεις. Όταν ο Επιτάφιος γυρίσει στον ναό και τελειώσει η Ακολουθία, ο ιερέας δίνει για ευλογία στους πιστούς από ένα λουλούδι του Επιταφίου.
Η ημέρα της Ανάστασης στην Ελλάδα – Λαμπρή
Οι αναστάσιμες μέρες συνηθίζεται να λέγονται με μια λέξη, Λαμπρή. Τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, γύρω στις 11, οι πιστοί συγκεντρώνονται στην εκκλησία για τον Όρθρο της Κυριακής του Πάσχα. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, όλα τα φώτα του ναού σβήνουν και σκοτάδι απλώνεται παντού. Και τότε, ανοίγει ο Ωραία Πύλη και ο ιερέας, με μια λαμπάδα στο χέρι ψάλλει πανηγυρικά: «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν, τον αναστάντα εκ νεκρών».
Όσοι είναι κοντά στο Ιερό Βήμα ανάβουν τη λαμπάδα τους από τη δική του. Έπειτα γυρίζουν και δίνουν το φως σ’ όσους είναι κοντά τους, κι εκείνοι με τη σειρά τους σε όσους βρίσκονται πιο πέρα. Έτσι, σε λίγο, όλος ο ναός φωτίζεται και το φως ξεχύνεται ως έξω από τον ναό.
Στη συνέχεια ο ιερέας και οι ψάλτες βγαίνουν έξω από τον ναό και διαβάζουν το ευαγγέλιο: «Διαγενομένου του Σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσι τον Ιησούν…». Μόλις τελειώσει το Ευαγγέλιο ο ιερέας μεγαλόφωνα ψάλλει:
θανάτω θάνατον πατήσας
και τοις εν τοις μνήμασι
ζωήν χαρισάμενος.
Όλοι φιλιούνται και επιστρέφουν στο σπίτι με αναμμένη τη λαμπάδα με το αναστάσιμο φως.
Το Πάσχα των Ρωμαιοκαθολικών
Τα Θεία Πάθη και το Πάσχα γιορτάζονται με ιδιαίτερη λαμπρότητα από τους Ρωμαιοκαθολικούς σε όλο τον κόσμο.,/br>
Την Κυριακή των Βαΐων γιορτάζεται η ανάμνηση της πανηγυρικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Τη Μεγάλη Πέμπτη τελείται η ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου του Χριστού. Τη Μεγάλη Παρασκευή, ημέρα της Σταύρωσης του Χριστού, σε πολλές χώρες συνηθίζεται να γίνεται αναπαράσταση των Παθών. Η Μεγάλη Παρασκευή είναι ημέρα νηστείας. Αποτελεί μέρος της τριήμερης γιορτής του Πάσχα, η οποία κορυφώνεται το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου.
Την Κυριακή του Πάσχα οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπάνε δυνατά ανακοινώνοντας τα χαρμόσυνα νέα της Ανάστασης. Κατά την πανηγυρική Λειτουργία του Πάσχα που γίνεται στο Βατικανό, ο Πάπας διαβάζει τον Χαιρετισμό «Χριστός Ανέστη» σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Πασχαλινά αυγά και λαγουδάκια
Σε όλο τον κόσμο, είναι διαδεδομένα τα χρωματιστά πασχαλινά αυγά. Σε ορισμένα μέρη, οι γονείς συνηθίζουν να τα κρύβουν ώστε να τα αναζητήσουν τα παιδιά. Το πασχαλινά αυγά είναι σύμβολο της Ανάστασης. Διαδεδομένο είναι και το τσούγκρισμα των αυγών, ενώ πολλοί πιστεύουν ότι ο νικητής θα έχει καλοτυχία. Το πασχαλινό τραπέζι συνηθίζεται να στολίζεται με κουνελάκια (τα σοκολατένια είναι τα αγαπημένα των παιδιών) με πολύχρωμα βαμμένα αυγά και άφθονα γλυκά. Το λαγουδάκι δεν φέρνει βέβαια τα αυγά του Πάσχα. Με το πέρασμα του χρόνου, θεωρήθηκε προάγγελος της άνοιξης και συνδέθηκε με το Πάσχα.
Οι πασχαλινές λαμπάδες και το έθιμο της φωτιάς
Οι πιστοί ανάβουν πασχαλινές λαμπάδες το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Το φως της λαμπάδας συμβολίζει το φως του Χριστού. Το φως από τις πασχαλινές λαμπάδες μεταφέρεται παντού, το οποίο συμβολίζει τον φωτισμό όλων των ανθρώπων.
Σε διάφορες χώρες, διατηρείται το αρχαίο έθιμο της φωτιάς του Πάσχα. Οι φλόγες διώχνουν τον χειμώνα και τις δυσκολίες του. Η λάμψη της φωτιάς φέρνει καλή τύχη. Συγγενείς και φίλοι ανάβουν φωτιές για να γιορτάσουν τη γιορτή του Πάσχα.
Το πασχαλινό νερό
Η συλλογή του «πασχαλινού νερού» από τον ποταμό είναι ένα παλιό έθιμο στην Κεντρική Ευρώπη, το οποίο έχει σχεδόν ξεχαστεί. Το συλλέγουν νεαρές γυναίκες το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Το νερό αποτελεί σύμβολο ζωής, νιότης και γονιμότητας.
Πέσαχ: Το Πάσχα των Εβραίων
Οι Εβραίοι με τη γιορτή του Πέσαχ τιμούν την Έξοδό τους από την Αίγυπτο και θυμούνται τη ζωή των απογόνων του Ιακώβ στη σκλαβιά του Φαραώ και τα όσα υπέφεραν. Καθώς επίσης και τον θαυμαστό τρόπο που ο Θεός τους έσωσε απ’ αυτήν.
Από την Παλαιά Διαθήκη
Η διήγηση της Εξόδου
Ο Μωυσής ήταν αυτός που με εντολή του Θεού ανέλαβε να τους βγάλει από την Αίγυπτο. Ο Μωυσής με τον αδελφό του Ααρών παρουσιάστηκαν στον Φαραώ. Του μετέφεραν την εντολή του Θεού να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να αναχωρήσουν από την Αίγυπτο.
Εκείνος εξαγριώθηκε. Όχι μόνο δεν τους το επέτρεψε αλλά αύξησε τις καταναγκαστικές εργασίες τους. Τότε συνέβη μια σειρά από καταστροφές που έπληξαν άγρια τη χώρα. Είναι οι γνωστές «δέκα πληγές του Φαραώ». Όμως, η καρδιά του Φαραώ παρέμεινε σκληρή σαν πέτρα. Οι καταστροφές συνεχίστηκαν. Και στο τέλος έγιναν δυσβάστακτες. Τότε μόνο ο Φαραώ αποφάσισε, επιτέλους, να αφήσει τους Ισραηλίτες να φύγουν.
Οι Ισραηλίτες πήραν ό,τι μπορούσαν μαζί τους καθώς και τα ζώα τους και ξεκίνησαν. Μπροστά πήγαινε ο Μωυσής με τον Ααρών και πίσω ακολουθούσε ο λαός. Όμως πιο μπροστά κι από τον Μωυσή προχωρούσε ο ίδιος ο Θεός: τη μέρα μέσα σε μια στήλη νεφέλης για να τους δείχνει τον δρόμο και τη νύχτα μέσα σε στήλη φωτιάς για να τους φωτίζει.
Η διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας (Εξ 14, 1-31)
Ύστερα από τρεις ημέρες, και ενώ οι Εβραίοι είχαν φτάσει στην Ερυθρά Θάλασσα, ο Φαραώ άλλαξε γνώμη και έστειλε τον στρατό του να τους γυρίσει πίσω. Οι Εβραίοι δεν είχαν πού να πάνε. Ή θα έπρεπε να παραδοθούν και να γυρίσουν δέσμιοι πίσω στην Αίγυπτο, ή να προχωρήσουν και να παλέψουν να διαβούν την θάλασσα. Τότε ο Θεός, μετά από χτύπημα που έδωσε με τη ράβδο του ο Μωυσής στην άκρη της θάλασσας, «μετέτρεψε την θάλασσα σε στεριά» (Εξ 14, 21), έκανε τα ύδατα να παραμερίσουν, υψώνοντας θεόρατα υδάτινα τείχη και από τις δυο πλευρές, και οι Εβραίοι μπόρεσαν να διαβούν ανάμεσα τους. Οι Αιγύπτιοι φορτωμένοι με τις βαριές πανοπλίες τους, τα άρματα και τα άλογα τους ακολούθησαν και αυτοί κατά πόδας. Σαν διάβηκε όμως από την λωρίδα ξηράς και ο τελευταίος Εβραίος, τα ύδατα επανήλθαν στην κανονική τους θέση πνίγοντας τα Αιγυπτιακά στρατεύματα.
Σέντερ: το γιορταστικό τραπέζι του Πέσαχ
Αυτό τον σημαντικό σταθμό της ιστορίας τους γιορτάζουν οι Εβραίοι κατά το Πέσαχ (Πάσχα). Και το γιορτάζουν με λαμπρότητα στο σπίτι, με την τελετή του Σέντερ.
Το Σέντερ γίνεται στο σπίτι τις δυο πρώτες βραδιές του Πέσαχ. Είναι μια γιορταστική όσο και επίσημη τελετή. Όλη η οικογένεια μαζεύεται γύρω από το τραπέζι, όπου είναι στρωμένα τα λαμπρότερα κρύσταλλα και ασημικά και τα πιο γλυκόπιοτα κρασιά, για να θυμηθούν και να τιμήσουν την Έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο.
Πίνουν τέσσερα ποτήρια κρασί (επειδή στην Τορά υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές εκφράσεις αναφορικά με την «ελευθερία» ή την «λύτρωσή» τους από τον αιγυπτιακό ζυγό (Έξοδος 6:6,7)), τρώνε τις Ματσότ (τρεις πίτες από ζυμάρι που δεν έχει φουσκώσει, επειδή οι Εβραίοι έφυγαν από την Αίγυπτο τόσο βιαστικά, που δεν πρόλαβαν να αφήσουν την ζύμη να φουσκώσει, γι’ αυτό και αναγκάστηκαν να φάνε Ματσά, δηλ. ψωμί, που δεν έχει φουσκώσει ) και λίγα πικρόχορτα ( με τα οποία θυμούνται τα πίκρα βάσανα που υπόμεναν οι πρόγονοι τους στην σκλαβιά). Έτσι ξαναθυμούνται, με συμβολικό τρόπο, το πώς ο Θεός τους γλύτωσε από το δουλεία της Αιγύπτου.