Ψηφιακό Σχολείο

Συνδέσεις

Γραμματικό φαινόμενο




Παραγωγή Γραπτού Λόγου




Ασκήσεις

Άσκηση 5. σελ. 17

( Α )

Θυμάμαι τον κεφάτο παππού και τη φιλόξενη γιαγιά, που συχνά τα απογεύματα με κέρναγαν πορτοκαλάδες και υποβρύχια στα καφενεία του χωριού.
Το πέτρινο σπίτι τους ήταν σε ένα παραθαλάσσιο χωριό. Δεν ήταν πολύ μεγάλο, αλλά γι’ αυτούς τους δύο ήταν αρκετό. Σε κάθε χώρο του σπιτιού υπήρχαν ξύλινα παλαιά αλλά ωραία έπιπλα, που η γιαγιά τα διατηρούσε πάντα καθαρά.
Το σπίτι είχε γύρω του μία κληματαριά και στο βάθος της αυλής υπήρχε μία μεγάλη κούνια και ένα στρόγγυλο τραπέζι που συνήθως ήταν στρωμένο ένα πολύχρωμο τραπεζομάντιλο. Εμείς μερικές φορές καθόμασταν στο στρόγγυλο τραπέζι και απολαμβάναμε τον ίσκιο της μεγάλης και όμορφης κληματαριάς.
Είχαν ένα μαλλιαρό σκύλο που κάθε φορά που προσπαθούσα να τον κάνω μπάνιο, έτρεχε βιαστικά προς τη θάλασσα για να το αποφύγει. Όπως καταλαβαίνετε το νερό δεν του άρεσε και το αγαπημένο του ασχολία ήταν το παιχνίδι. Ο σκύλος και εγώ παίζαμε κοντά στο σπίτι και κάποιες φορές με τον παππού και τη γιαγιά.
Όλα αυτά μου θυμίζουν το χωριό και τις όμορφες στιγμές που πέρασαν μ’ αυτούς και όταν τα θυμάμαι, νοσταλγώ. Ξέρω όμως πως δεν θα σβήσουν ποτέ από τη μνήμη μου.

( Β )

Θυμάμαι τον αγαπημένο μου παππού και τη γιαγιά μου. Ζούσαν σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό και είχαν ένα παλαιό παραδοσιακό καφενείο στην πλατεία του χωριού, όπου πήγαινα με τα παιδιά της παρέας μου.
Ο παππούς και η γιαγιά μας κέρναγαν δροσερές πορτοκαλάδες και γευστικά υποβρύχια.
Έμεναν σ’ ένα όμορφο, πέτρινο, παλαιό και μικρό σπιτάκι. Στην αυλή υπήρχαν πολλά πεζούλια και μία μεγάλη κληματαριά, που σκέπαζε και έριχνε τον ίσκιο της, στην αυλή. Το σπίτι βρισκόταν σ’ ένα μικρό σοκάκι με παραδοσιακά πέτρινα σπίτια και είχε θέα προς τη θάλασσα.
Ο παππούς και η γιαγιά είχαν ένα μεγάλο, μαύρο, κυνηγητικό και μαλλιαρό σκύλο. Τον ονόμαζαν Αζόρ. Εγώ τ’ αδέρφια μου και οι φίλοι μου παίζαμε ατελείωτες ώρες μαζί του.
Πάντα θα θυμάμαι και θα νοσταλγώ τις όμορφες στιγμές και μέρες που πέρασα στο χωριό μαζί με τον παππού και τη γιαγιά, τα’ αδέρφια τους, τους φίλους μου και τον παιχνιδιάρη Αζόρ.

( Γ )

Θυμάμαι τον παππού και τη γιαγιά πάντα πρόσχαροι και φιλόξενοι, έτοιμοι να μας υποδεχτούν στο σπίτι τους, που βρισκόταν κοντά στην πλατεία του χωριού. Θυμάμαι ακόμα ότι ο παππούς και η γιαγιά κάθε απόγευμα έπιναν τον καφέ τους στη βεράντα του σπιτιού τους. Ο παππούς και η γιαγιά κάθε πρωί πήγαιναν να ταΐσουν τα ζωντανά τους.
Το σπίτι τους είχε μία κληματαριά σκαρφαλωμένη πάνω στους πέτρινους τοίχους του. Στο κέντρο της αυλής υπήρχε ένας μεγάλος βραχόκηπος με ένα ψηλό δέντρο στη μέση. Γύρω από το δέντρο υπήρχαν διάφορα μικρά και μεγάλα λουλούδια. Στην πίσω μεριά του σπιτιού υπήρχε ένας μεγάλος και ωραίος κήπος με λαχανικά.
Κάθε Σάββατο όταν πηγαίναμε στο χωριό εγώ και ο παππούς κάναμε μπάνιο το σκύλο. Εγώ και ο σκύλος παίζαμε φοβερά παιχνίδια μαζί. Όταν ο παππούς πήγαινε στο καφενείο, έβγαζα το σκύλο για βόλτα. Γενικά πάντα περνούσα ωραία με το σκύλο.

( Δ )

Θυμάμαι τον παππού και τη γιαγιά, άνθρωποι καλοσυνάτοι, κεφάτοι, γεμάτοι αγάπη που ξεχειλίζει για τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Συχνά τα απογεύματα τους επισκέπτομαι στο μεγάλο πέτρινο και ευρύχωρο σπίτι τους, που είναι στραμμένο προς τη θάλασσα. Τα καλοκαίρια κάθομαι στο σκαλιστό πεζούλι της αυλής τους, κάτω από τη φιλόξενη κληματαριά. Ο παππούς με τη γιαγιά, μου διηγούνται ιστορίες από τα παιδικά τους χρόνια και με κερνούν πορτοκαλάδες και υποβρύχια.
Επίσης, θυμάμαι το μαλλιαρό, κάτασπρο και κεφάτο σκύλο τους, τον Ρούντη. Μ’ αυτόν παίζω τα απογεύματα διάφορα παιχνίδια, όπως κυνηγητό και πηγαίνουμε βόλτα στην παραλία.

Άσκηση 6. σελ. 18

( Α )

α) Στην εικόνα απεικονίζεται ο εξωτερικός χώρος ενός σπιτιού με πεζούλια. Υπάρχει μία μεγάλη κληματαριά, η οποία με τον ίσκιο της κάνει έναν ηλικιωμένο άντρα, την ηλικιωμένη γυναίκα του και ένα μικρό κοριτσάκι να νιώθουν χαρά που μένουν σε μία μονοκατοικία με αυλή. Ο άντρας κάθεται σε ένα κάθισμα, η γυναίκα σερβίρει τον καφέ και το κοριτσάκι κάθεται σε ένα πεζούλι. Αυτοί απολαμβάνουν τη ζωή στο χωριό.
β) Εγώ θα τους ζήλευα λίγο, γιατί αυτοί ζουν σε ένα όμορφο και ήρεμο περιβάλλον, χωρίς τη φασαρία και το άγχος της πόλης.
γ) Κυρία Αγγελική: Ορίστε ο καφές σου Ευθύμη.
Κύριος Ευθύμης: Ευχαριστώ πολύ, Αγγελική μου.
Κυρία Αγγελική: Εσύ, μικρή μου Ευγενία δεν θα πας για παιχνίδι;
Ευγενία: Θα πάω γιαγιά μου, όμως λίγο αργότερα. Φαίνεται πως κουράστηκαν πολύ από το χθεσινό απόγευμα, οι φίλοι μου.
Κύριος Ευθύμης: Να είστε γερά και δυνατά παιδιά, για να μπορείτε να παίζετε μαζί κάθε μέρα. Μην ξεχνάτε όμως και τα μαθήματά σας.
Ευγενία: Μη στεναχωριέσαι παππούλη μου, θα είμαστε καλοί μαθητές, θα μορφωθούμε και όταν μεγαλώσουμε θα βοηθήσουμε στην ανάπτυξη του τόπου μας. Άργησα πρέπει να πηγαίνω, θα με περιμένουν τα παιδιά.
Κυρία Αγγελική & Κύριος Ευθύμης: Στο καλό και να προσέχεις Ευγενούλα μου.)

( Β )

α) Η φωτογραφία αυτή φαίνεται να προέρχεται από κάποιο χωριό σε ένα νησί. Συναντούμε ένα απλό πέτρινο σπίτι με μία τσιμεντένια αυλή και πετρόχτιστους τοίχους. Βλέπουμε επίσης φρεσκοβαμμένα ξύλινα παράθυρα, ένα μικρό σκαλισμένο τραπεζάκι και μία κληματαριά με πράσινα αμπελόφυλλα, καλύπτοντας με τη σκιά της το μεγαλύτερο μέρος της αυλής. Δύο ηλικιωμένοι άνθρωποι, ο παππούς και η γιαγιά, κάθονται κάτω από τον ίσκιο της κληματαριάς, παρέα με τη μικρή εγγονή τους.
β) Βλέποντας την εικόνα αυτή νιώθεις νοσταλγία. Οι οικογενειακές αυτές στιγμές, ανάμεσα στο ανδρόγυνο και το εγγονάκι, σε κάνουν να νιώθεις ακόμα συγκίνηση.
γ) Γιαγιά: Θα πιεις το καφεδάκι σου, Θωμά και μετά θα πάρεις την εγγονή σου την Ελένη, να πάτε στον αγρό. Να ταΐσετε τις κότες και τα πρόβατα, να αρμέξετε τις αγελάδες.
Θωμάς: Φυσικά ! Πρέπει όμως να περιμένουμε λίγο.
Ελένη: Εδώ στο χωριό περνάω υπέροχα. Τα απογεύματα μαζευόμαστε στην πλατεία και λέμε ιστορίες ή αστεία ο ένας στον άλλον. Ακόμα παίζουμε στις αλάνες ή στο σχολείο του χωριού διάφορα παιχνίδια.
Θωμάς: Αχ, κορίτσι μου ! Όλοι φεύγουν στη μεγαλούπολη. Το χωριό μας ερημώνει.
Γιαγιά: Θα μείνουμε μόνοι κι έρημοι.
Ελένη: Μη στεναχωριέσαι γιαγιά. Κάτι τέτοιες εικόνες, σπάνια μπορεί κάποιος να συναντήσει στα αστικά κέντρα.

Άσκηση 7. σελ. 18

΄΄ Ένας χώρος που πέρασα καλά ΄΄

Το καλοκαίρι που πέρασε, πήγα κρουαζιέρα στο Ιόνιο πέλαγος με τους γονείς μου. Είχαμε μεγάλη τύχη, γιατί ο καιρός ήταν πολύ ζεστός και η θάλασσα σαν λάδι. Το ταξίδι ήταν ευχάριστο και ήταν μία απολαυστική εμπειρία.
Μόλις φτάσαμε στο λιμάνι, προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε το δικό μας κρουαζιερόπλοιο. Τελικά, το βρήκαμε και το καταλάβαμε, επειδή ήταν πού μεγάλο, τεράστιο και απέραντο. Μόλις επιβιβαστήκαμε, τρέξαμε αμέσως στις καμπίνες μας, για να αφήσουμε τις αποσκευές μας και να βγούμε στο εξωτερικό κατάστρωμα, ώστε να δούμε την αναχώρηση. Μετά την απομάκρυνση του πλοίου από το λιμάνι, μπήκα με τους γονείς μου στο εσωτερικό του, για να το δούμε.
Μέσα στο πλοίο υπήρχαν πολλοί διάδρομοι, που χανόσουν. Εγώ όμως το εξερεύνησα όλο. Υπήρχαν πολυτελή σαλόνια, εστιατόρια, πισίνες, πολλά μαγαζιά για να μπορούμε να ψωνίσουμε, σινεμά, μέχρι και γυμναστήριο. Μέσα στο πλοίο γνώρισα πολλούς φίλους, όπου πηγαίναμε όλοι μαζί σινεμά και για να παίξουμε ηλεκτρονικά παιχνίδια. Η καμπίνα όπου διανυκτερεύσαμε, ήταν πολύ μεγάλη και με όλες τις ανέσεις.
Ακόμα πάνω από το κατάστρωμα παρακολουθούσα τα δελφίνια που μας ακολουθούσαν στο απέραντο πέλαγος. Ήταν σαν όνειρο. Αλλά όλα τελείωσαν, γιατί είχαμε φτάσει ήδη στο λιμάνι. Ήμουν τόσο χαρούμενος που δεν σκέφτηκα ότι το ταξίδι τέλειωσε.
Εύχομαι να μπορέσω να ξανά έχω την ευκαιρία αυτή, να μπορέσω να ξαναπάω μία τόσο αξέχαστη κρουαζιέρα.

΄΄ ΄Ενας χώρος που δεν έχω περάσει καλά ΄΄

Το προηγούμενο καλοκαίρι που είχα πάει διακοπές με τους γονείς μου, πήγα για πρώτη φορά στο νοσοκομείο.
Ήταν ένα ζεστό βράδυ του Ιουλίου. Εκείνο το βράδυ, βγήκα μαζί με τους γονείς μου για φαγητό. Μετά το φαγητό πήγαμε για περίπατο. Καθώς προχωρούσα ένιωσα έναν δυνατό πόνο στο στομάχι. Αμέσως οι γονείς μου, με πήραν και με πήγαν στο νοσοκομείο.
Το νοσοκομείο ήταν ένα ψηλό άσπρο κτήριο, με έναν κόκκινο μεγάλο σταυρό απ’ έξω και μία μεγάλη αυλή με πολλά ασθενοφόρα. Το εσωτερικό του νοσοκομείου ήταν πιο χάλια απ’ ότι εξωτερικά. Παντού υπήρχαν δωμάτια, κρεβάτια και πολλοί διάδρομοι. Οι διάδρομοι ήταν γεμάτοι από γιατρούς και νοσοκόμες.
Ένας γιατρός με πήρε και με έβαλε σ’ ένα δωμάτιο. Μου είπε να ξαπλώσω σ’ ένα κρεβάτι και να περιμένω. Μετά από λίγη ώρα ήρθε μία νοσοκόμα που κρατούσε μία ένεση στο χέρι και με κοίταζε. Την κοίταξα κι εγώ φοβισμένος. Στη συνέχεια ήρθε κοντά μου και είπε: « Σήκωσε το μανίκι σου ». εγώ το σήκωσα. Εκείνη πήρε την ένεση και μου την ακούμπησε σε μία φλέβα του χεριού μου. Με τσίμπησε. Πόνεσα τόσο πολύ που άρχισα να κλαίω. Η σύριγγα γέμισε αίμα. Η νοσοκόμα την πήρε κι έφυγε.
Μετά από έξι ώρες, δηλαδή στις τέσσερις τα μεσάνυχτα και χωρίς να έχω κοιμηθεί από την αγωνία μου, ήρθε πάλι η νοσοκόμα και μου είπε ότι δεν έχω τίποτα, απλά με πονάει επειδή έφαγα πολύ. Επίσης μου είπε πως θα μου περάσει αν ξαπλώσω και κοιμηθώ.
Το επόμενο πρωί ήμουν περδίκι, αλλά εύχομαι να μην ξαναδώ νοσοκομείο, ούτε απ’ έξω, ούτε από μέσα.

Άσκηση 8. σελ. 19

Πρέπει να ανοίξω έναν τραπεζικό λογαριασμό. Ξεκινώ συναλλαγές, αποκτώ δικαίωμα κατάθεσης και ανάληψης χρημάτων.
Άνοιξε την πόρτα. Απελευθερώνω το πέρασμα.
Άνοιξε τ’ αυτιά σου, να μη σου ξεφύγει τίποτε ! Δίνω βάση, προσέχω.
Η ανακάλυψη αυτή θα ανοίξει νέους δρόμους στην επιστήμη. Δημιουργώ καινούργιες προοπτικές, χαράζω νέα πορεία.

Άσκηση 9. σελ. 19

Στα καφενεία της Αγιάσου είναι δύσκολο να φύγεις ξένος, χωρίς να σε ρωτήσουν ποιος είσαι και να σε καλέσουν για ένα ούζο. Αυτό όμως είναι συνήθεια και σε όλα τα άλλα χωριά της Λέσβου. Η βόλτα καταλήγει σε μεζέδες, ούζα, κεράσματα και γνωριμία με όλους τους πελάτες των καφενείων, αλλά και με όσους τυχαίνει να περνούν.

Δείτε επιπλέον