Ψηφιακό Σχολείο

Συνδέσεις

Ατάκες από την Πολίτικη Κουζίνα

Γραμματικό φαινόμενο

Παραγωγή Γραπτού Λόγου

Ασκήσεις

Άσκηση 4. σελ. 87

Άσκηση 5. σελ. 87

ΚΕΙΜΗΛΙΟ Μ. ΑΣΙΑΣ, κ. ΧΡΥΣΗ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ

 

( Α )

Ο παππούς του πατέρα μου κατοικούσε στο Αϊδινί της Μ. Ασίας. Ήτανε ζωέμπορος που τροφοδοτούσε με κρέας τον Αγγλικό στρατό. Ήταν εύπορη οικογένεια και το σπίτι τους ήταν αρχοντικό, όπου σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Η γυναίκα του ήταν κυρία της εποχής που διατηρούσε θεωρείο στην Όπερα της Σμύρνης.
Στην καταστροφή η οικογένεια του προπάππου μου σώθηκε με αγγλικό πλοίο αι αφού πέρασαν από τη Χίο και τη Σάμο, ο ένας από τ’ αδέρφια του πήγε στην Ιταλία, ο άλλος στον Πειραιά και ο προπάππους μου στη Θεσσαλονίκη.

( Β )

Η καταγωγή του παππού μου είναι από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο ίδιος όμως δεν πήγε ποτέ εκεί. Γεννήθηκε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Φλώρινα. Παρ’ όλα αυτά οι γονείς του, το είχαν αφηγηθεί πώς ζούσαν στη Μικρά Ασία και γιατί έφυγαν από εκεί, τα οποία ο ίδιος μου διηγήθηκε.
Ο πατέρας του είχε εργοστάσιο με μπακιρένια είδη και ζούσαν πολύ πλούσια όλη η οικογένεια. Οι γυναίκες φορούσαν χρυσαφικά και είχαν ακόμα υπηρέτες στα σπίτια τους.
Ζούσαν σε ίδια συνοικία με τους Τούρκους, χωρίς προβλήματα. Στις γιορτές των χριστιανών ή Ρωμιών όπως τους αποκαλούσαν οι Τούρκοι, πήγαιναν και οι Τούρκοι και στις γιορτές των Τούρκων ( π.χ. Ραμαζάνι ) πήγαιναν και Χριστιανοί. Ζούσαν όλοι μαζί αρμονικά.
Οι συγγενείς του παππού μου ζούσαν για αιώνες στη Μικρά Ασία και συγκεκριμένα στην Καισάρεια, που βρισκόταν στα βάθη της.
Στα τέλη του 1921, ο ελληνικός στρατός μπαίνοντας από την Ανδριανούπολη της Θράκης, πολεμούσε τους Τούρκους και ελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις και τα ελληνικά χωριά. Έφτασε μέχρι τη Σμύρνη. Αλλά η Καισάρεια παρέμεινε στα χέρια των Τούρκων.
Το 1922 ο ελληνικός στρατός επιχείρησε να πάει μέχρι την Άγκυρα, αλλά ο τουρκικός στρατός είχε οργανωθεί με αρχηγό τον Κεμάλ Ατατούρκ, με τη βοήθεια των Άγγλων, των Γάλλων και των Ιταλών, οι οποίοι τους έδωσαν πολεμοφόδια νίκησαν τους Έλληνες. Έτσι ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει. Τότε οι Τούρκοι πηγαίνοντας προς τη Σμύρνη έκαιγαν όλα τα ελληνικά χωριά και πόλεις που έβρισκαν στο δρόμο τους, σκότωναν τους κατοίκους και έπαιρναν τις περιουσίες τους. Έτσι ανάγκασαν πολλούς χριστιανούς να φύγουν με κάθε τρόπο από την Τουρκία και να πάνε στην Ελλάδα.
Οι χριστιανοί πήγαιναν προς τα παράλια για να φύγουν με τα καράβια και να σωθούν. Όταν όμως πλησίαζαν είτε με βάρκες, είτε κολυμπώντας κοντά στα καράβια Άγγλων ή Γάλλων, αυτοί τους έκοβαν τα χέρια ή τους έριχναν στη θάλασσα και πνίγονταν. Αρκετοί κατάφεραν να φύγουν.
Αργότερα έγινε συμφωνία μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων και έκαναν ανταλλαγή πληθυσμών. Δηλαδή οι Έλληνες που υπήρχαν στην Τουρκία πήγαν στην Ελλάδα και οι Τούρκοι που υπήρχαν στην Ελλάδα, γύρισαν πίσω στην Τουρκία.
Τότε, όλοι οι συγγενείς του παππού μου έφυγαν από την Καισάρεια αφήνοντας όλη την περιουσία και τα υπάρχοντά τους και ήρθαν στην Ελλάδα και οι γονείς του εγκαταστάθηκαν στη Φλώρινα.
Κάποιοι χριστιανοί έπαιρναν μαζί τους και εικόνες, αλλά επειδή φοβόταν να μην τους πιάσουν οι Τούρκοι, οι οποίοι τους απαγόρευαν να παίρνουν πράγματα μαζί τους, ενώ έφευγαν από την Τουρκία, έσπαζαν την εικόνα και την χώριζαν σε κομμάτια. Ο καθένας έπαιρνε και από ένα κομμάτι. Έτσι οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως έπαιρναν μαζί τους την εικόνα. Όταν ερχόταν στην Ελλάδα και ξαναβρίσκονταν ξαναένωναν την εικόνα.
Αν και οι περισσότεροι χριστιανοί γύρισαν στην Ελλάδα το 1922, υπήρξαν και κάποιοι που γύρισαν το 1923.

( Γ )

Το 1922 ήρθαν οι γονείς της γιαγιάς μου, που ζούσαν στην Νικομήδεια της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας της γιαγιάς μου ήταν έμπορος, είχε μαγαζί που πουλούσε υφάσματα και ήταν ευκατάστατος. Το σπίτι που έμενε ήταν διώροφο και πάρα πολύ ωραίο, με μία όμορφη αυλή. Στο ίδιο χωριό ζούσαν και πολλοί Τούρκοι και από ότι έλεγε η γιαγιά μου Έλληνες και Τούρκοι είχαν μια πολύ καλή σχέση μεταξύ τους.
Όταν τους κυνήγησαν οι Τούρκοι άρον άρον τους έβγαλαν από τα σπίτια τους. Ο πατέρας της γιαγιά μου πήρε την οικογένειά του και λίγα χρήματα και ότι μπόρεσε άλλο να πάρει μαζί του. Οι Τούρκοι άρχισαν να μην τους φέρονται πολύ καλά στο δρόμο που πήγαιναν τους χτυπούσαν, τους έβριζαν, τους έσπρωχναν, μόνα να φύγουν από την πατρίδα τους και από τη γη τους και δεν φαντάζονταν ποτέ ότι θα έφευγαν με την ανταλλαγή που έγινε, με αποτέλεσμα τον ξεριζωμό.
Όταν ήρθαν στην Ελλάδα υπέφεραν πάρα πολύ. Έχασε ο πατέρας της γιαγιάς μου πολλά άτομα από την οικογένειά του, γιατί υπήρχαν πολλές αρρώστιες και πολύ πείνα και δεν μπορούσαν να βρουν πολλά πράγματα.
Αφού πέρασε πολλά ο πατέρας της γιαγιάς μου πήγε και εγκαταστάθηκε στην Καβάλα, με όσα παιδιά του έμειναν. Άνοιξε ένα μαγαζί με υφάσματα και νοίκιασε ένα σπίτι για να μείνει και μετά από πολλά χρόνια στα γεράματά του πήγε και έζησε σ’ ένα χωριό της Βέροιας, στην Νέα Νικομήδεια, όπου πέθανε μαζί με τη μία του κόρη.
Αυτά είχα να σας διηγηθώ, όπως μου τα είπε η γιαγιά μου, η οποία όταν μου τα έλεγε έκλαιγε.

Άσκηση 7. σελ. 88

Ο ήλιος χαμήλωνε. Η μέρα μας στο αγρόκτημα πέρασε φοβερά ανήσυχη. Δεν ξεμυτίσαμε απ’ την μεγάλη πόρτα. Οι ζευγάδες τριγυρίζουν μες στην αυλή, κάνουν παρέες παρέες, κουβεντιάζουν σιγανά. Σκοτεινό σύννεφο πέφτει στο πρόσωπα του παππού. Του φέρνουν τα νέα πότε απ’ τα καράβια, πότε απ’ τις περιπολίες που τους στέλνει να κάνουν στα τριγύρω μέρη. Στέκομαι από μακριά και τον κοιτάζω άφωνος, προσπαθώντας να διαβάσω μες στο πρόσωπό του.

Δείτε επιπλέον