Κεντρικές ιδέες Θεματικών Ενοτήτων

Εισαγωγή

Η ΘΕ παρουσιάζει τα μνημεία πολιτισμού όχι ως νεκρά σύμβολα αλλά ως ζωντανές παρουσίες που «μιλούν» όχι μόνο για όσα έγιναν αλλά ίσως και για όσα μπορούν να γίνουν. Επιπλέον οι μαθητές, πέρα από τον αυτονόητο σεβασμό στην ομορφιά της φύσης, καλούνται να εκτιμήσουν και τη δημιουργικότητα από όπου και αν προέρχεται και η οποία δίνει σχήμα, χρώμα και φωνή στην ύλη, την μετασχηματίζει και της δίνει νέο νόημα, πλάθοντας νέα σύμπαντα.

 

Γενικοί Στόχοι Ενότητας

Οι μαθητές:
α) αναγνωρίζουν την ιστορική καταγωγή και την πολιτισμική ταυτότητα σπουδαίων μνημείων
β) διακρίνουν και κατονομάζουν τις διαφορετικές εκφράσεις και τους ρυθμούς της χριστιανικής τέχνης και εξοικειώνονται με τη σχετική ορολογία
γ) επιβεβαιώνουν και αξιολογούν τον συμβολικό και πρακτικό ρόλο των μνημείων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό βίο
δ) αναγνωρίζουν το σήμα της UNESCO και εξηγούν το τι συνεπάγεται η προστασία του μνημείου
ε) υπερασπίζονται με επιχειρήματα τον σεβασμό των μνημείων κάθε πολιτισμού.

  Χρόνος: 2 δίωρα  

ΚΕΙΜΕΝΑ

 

Κωνσταντίνος Καβάφης, Στην εκκλησία

Την εκκλησίαν αγαπώ – τα εξαπτέρυγά της,

τ’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,

τα φώτα, τις εικόνες της, τον άμβωνά της.

 

Εκεί σαν μπω, μες σ’ εκκλησία των Γραικών

με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,

με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,

τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες

και κάθε των κινήσεων τον σοβαρό ρυθμό –

λαμπρότατοι μες των αμφίων τον στολισμό –

ο νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,

στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.

Μνημεία που μαρτυρούν την εποχή τους

Αγία Σοφία

Όταν ο Ιουστινιανός αποφάσισε να ανοικοδομήσει τον ναό της Αγίας Σοφίας, ανέθεσε το μεγάλο αυτό έργο στους καλύτερους αρχιτέκτονες της ελληνικής Ανατολής, τον Ανθέμιο από τις Τράλλεις και τον Ισίδωρο από τη Μίλητο. Οι αρχιτέκτονες κατέληξαν σ’ ένα σχέδιο, που συνδύαζε το μεγαλείο και τη λιτότητα, την ομορφιά και τη σταθερότητα. Δέκα χιλιάδες τεχνίτες κι εργάτες άρχισαν να δουλεύουν ακατάπαυστα. Ο Ιουστινιανός είχε ζητήσει τα πιο σπάνια υλικά απ’ όλη την αυτοκρατορία. Ειδικά για την κατασκευή του τεράστιου τρούλου, χρησιμοποιήθηκαν πολύ ελαφρά τούβλα από τη Ρόδο. Τα θαυμάσια ψηφιδωτά του ναού, ο επιβλητικός άμβωνας, ο θρόνος του Πατριάρχη, όλα θα ήταν στολισμένα με πολύτιμες πέτρες, χρυσό και ασήμι, ενώ η Αγία τράπεζα θα ντυνόταν με χρυσό! Όλα αυτά, θα έδιναν στην Αγία Σοφία την ομορφιά που της άξιζε. Ο Ιουστινιανός ενδιαφερόταν τόσο πολύ για το έργο, ώστε βρισκόταν κάθε μέρα κοντά στους τεχνίτες, ενισχύοντας με πολλά δώρα και χρήματα τη σκληρή εργασία τους. Ο ναός ολοκληρώθηκε τελικά σε λιγότερο από έξι χρόνια. Στην αυλή, μπροστά στην εκκλησία, έκτισαν μια κρήνη για τους προσκυνητές. Πάνω της χάραξαν μια επιγραφή που διαβαζόταν το ίδιο από την αρχή και από το τέλος (καρκινική επιγραφή):

ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ

Δηλαδή:

«Να ξεπλύνεις τις αμαρτίες σου και όχι μόνο το πρόσωπό σου».

Τα εγκαίνια έγιναν με μεγαλοπρέπεια στις 27 Δεκεμβρίου του 537 μ.Χ. Ο Ιουστινιανός, μάλιστα, συγκρίνοντας τον ναό της Αγίας Σοφίας με τον ξακουστό ναό του Σολομώντα , σήκωσε τα χέρια του και είπε: «Μεγάλη η δόξα του Κυρίου και Θεού μας, που με αξίωσε να φτιάξω αυτό το έργο. Ω Σολομώντα! σε νίκησα».
Ο τύπος του ναού της Αγίας Σοφίας είναι βασιλική με τρούλο και χωρίζεται σε τρία κλίτη. Στο μεσαίο κλίτος, τέσσερις πελώριοι πεσσοί στηρίζουν τέσσερα μεγάλα τόξα. Επάνω τους στηρίζεται ο μεγαλοπρεπής τρούλος, ενώ μέσα από τα 40 παράθυρα της βάσης του, το φως σκορπίζεται άπλετο στο εσωτερικό του ναού.
Το πέρασμα του χρόνου, καθώς και οι συχνοί σεισμοί στην περιοχή, προκαλούσαν ζημιές στον ναό, μα οι διάδοχοι του Ιουστινιανού φρόντιζαν συνεχώς να συντηρούν την Αγία Σοφία με τον καλύτερο τρόπο. Το 1204, όμως, όταν οι Φράγκοι κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη, προκάλεσαν στον ναό μεγάλες καταστροφές. Από το 1453, που η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Τούρκων, η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε τζαμί. Το 1934 με απόφαση του τουρκικού υπουργικού συμβουλίου, ο ναός μετατράπηκε σε μουσείο. Στις ημέρες μας έχει εκδηλωθεί διεθνές ενδιαφέρον και έχουν αρχίσει οι εργασίες για τη συντήρηση και αποκατάσταση του ναού, ώστε να αναδειχθούν οι ανεκτίμητοι θησαυροί του.
Η Αγία Σοφία είναι το σύμβολο του Χριστιανισμού και φιλοξενεί τις προσευχές των χιλιάδων προσκυνητών της απ’ όλο τον κόσμο. Παραμένει μέχρι και σήμερα το μεγαλύτερο σε σημασία μνημείο του ορθόδοξου χριστιανικού πολιτισμού, συνδέοντας με άσβηστες μνήμες τη βυζαντινή με τη σύγχρονη ιστορία.
Οι Έλληνες με κάθε τρόπο εξέφραζαν τον θαυμασμό τους για την Αγια-Σοφιά, μέσα στα τραγούδια και στους θρύλους τους, όπως στα παρακάτω:

Σαν τα μάρμαρα της Πόλης,

που ‘ναι στην Αγια-Σοφιά.

Έτσι τα ‘χεις ταιριασμένα,

μάτια, φρύδια και μαλλιά

 

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,

σημαίνει κ’ η αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,

με τετρακόσια σήμαντρα κ’ εξηνταδυό καμπάναις,

κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.

Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,

κι’ απ’ την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνναις.

Να μπούνε ‘ς το χερουβικό και νά βγη ο βασιλέας,

φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι’ άπ’ αρχαγγέλου στόμα.

“Πάψετε το χερουβικό κι’ ας χαμηλώσουν τ’ άγια,

παπάδες πάρτε τα γιερά, και σεις κεριά σβηστήτε,

γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη.

Μόν στείλτε λόγο ‘ς τη Φραγκιά, νάρτουνε τρία καράβια,

το ‘να να πάρη το σταυρό και τάλλο το βαγγέλιο,

το τρίτο, το καλύτερο, την άγια τράπεζα μας,

μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας την μαγαρίσουν”.

Η Δέσποινα ταράχτηκε, κ’ εδάκρυσαν οι εικόνες.

“Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζης,

πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά σας είναι.

Ήξερες ότι …

  • Η επιφάνεια της Αγίας Σοφίας μαζί με τον νάρθηκα είναι 7.570 τ.μ., η τέταρτη σε μέγεθος στον κόσμο.

  • Ο μεγαλοπρεπής τρούλος της έχει 55,6 μέτρα ύψος και διάμετρο 32 μ.

  • Ξοδεύτηκαν 6.200 κιλά χρυσού για όλο το οικοδόμημα.

  • Ο ναός του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη χρειάστηκε 150 χρόνια για να ολοκληρωθεί, ενώ η Αγία Σοφία 5 χρόνια και 11 μήνες.

  • Ο ασβέστης ζυμωνόταν με λάδι αντί για νερό, ώστε το κτίσμα να γίνει πιο ανθεκτικό και η βροχή και η υγρασία να μην περνούν στο εσωτερικό του.

  • Απέναντι από την Αγία Σοφία υπάρχει το «μπλε τζαμί» του σουλτάνου Αχμέτ του Α΄, που φιλοδοξία του ήταν να ξεπεράσει σε μεγαλείο την Αγία Σοφία. Ο ίδιος, ωστόσο, παραδέχτηκε ότι δεν τα κατάφερε.

Βυζαντινή ζωγραφική: Η ζωγραφική αφήγηση της πίστης

Η βυζαντινή ζωγραφική δεν είναι μόνο μια ζωγραφική, είναι και κάτι άλλο. Τα έργα της δεν τα ονομάζουμε πίνακες ή ζωγραφιές, αλλά εικόνες, εικονίσματα.
Οι χριστιανοί από τα πρώτα χρόνια αγαπούσαν να ζωγραφίζουν τη μορφή του Χριστού, των αγίων και παραστάσεις από τη ζωή τους σε χώρους λατρείας. Με τον τρόπο αυτό οι πιστοί διδάσκονταν την ιστορία της εκκλησίας και προσέγγιζαν τα εικονιζόμενα πρόσωπα. Οι εικόνες θεωρούνταν ως βιβλία για όσους δεν γνώριζαν γράμματα. Έτσι γεννήθηκε η τέχνη της αγιογραφίας.
Τον 7ο αιώνα, στο Βυζάντιο, μερικοί αυτοκράτορες στάθηκαν εχθρικοί απέναντι στις εικόνες και θέλησαν να τις εξαφανίσουν, επειδή δεν καταλάβαιναν τα σημασία τους. Τότε καταστράφηκαν πολλές ωραίες ιερές παραστάσεις και εικόνες. Για την εχθρική τους στάση απέναντι στις εικόνες, οι αυτοκράτορες αυτοί ονομάστηκαν εικονομάχοι. Το θέμα της εικονομαχίας προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στους χριστιανούς. Ιερείς και λαός, υπερασπίστηκαν τις εικόνες. Πολλοί απ’ αυτούς δίνοντας και τη ζωή τους!
Γρήγορα, ωστόσο, οι ιερές παραστάσεις και οι εικόνες ξαναβρήκαν τη θέση τους στους χώρους της λατρείας. Και με τη διδασκαλία της Εκκλησίας ξεκαθαρίστηκε πως όταν οι χριστιανοί ασπάζονται μια εικόνα αποδίδουν τιμή και σεβασμό στα πρόσωπα που παριστάνει, και όχι στα χρώματα και στο υλικό πάνω στο οποίο είναι ζωγραφισμένη.

Όταν δίνεις ένα φιλί στο εικονοστάσι

φιλάς τη ζωή

κι αυτό φτάνει.

Ν. Καρούζος

Την εποχή των Παλαιολόγων (13ος και 14ος αιώνας) η αγιογραφία έφτασε στην πιο μεγάλη της ακμή. Λίγο αργότερα ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό ρεύμα ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, απλώθηκε στη Μακεδονία και ονομάστηκε Μακεδονική Σχολή. Το χαρακτηριστικό αυτής της σχολής είναι ότι τη συναντάμε κυρίως σε τοιχογραφίες. Τα χρώματά της είναι φωτεινά χρώματα και οι αγιογράφοι προσπαθούν να αποδώσουν τις μορφές με κίνηση και φυσικότητα.
Την ίδια εποχή εμφανίζεται κι ένα άλλο καλλιτεχνικό ρεύμα, που ονομάστηκε Κρητική Σχολή γιατί ξεκίνησε και αναπτύχθηκε στην Κρήτη. Η Κρητική Σχολή κατασκευάζει κυρίως φορητές εικόνες και όχι τοιχογραφίες. Έργα της συναντάμε σε όλη την Ελλάδα. Χαρακτηριστικό των έργων αυτής της Σχολής είναι η ηρεμία των προσώπων και η λιτότητα της γραμμής.

Ζωγραφική στις εκκλησιές

Για τους Βυζαντινούς, τα ψηφιδωτά, οι εικόνες και οι τοιχογραφίες του ναού ήταν σαν ένα τεράστιο ανοιχτό βιβλίο για όποιον έμπαινε μέσα στην εκκλησία. Οι κανόνες για την εικονογράφηση των ναών ορίστηκαν στην Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο. Οι σύγχρονοι αγιογράφοι ακολουθούν τους ίδιους κανόνες.
Ο αγιογράφος χωρίζει νοερά την εκκλησία σε ζώνες.

  • Ο τρούλος είναι αφιερωμένος στην ουράνια εκκλησία. Εκεί αγιογραφείται πάντα ο Παντοκράτορας: Είναι η μορφή που πήρε ο Χριστός όταν έγινε άνθρωπος. Ο Χριστός, κρατώντας το Ευαγγέλιο δίνει την ευλογία του σε όλο τον κόσμο.

Στον τρούλο ζωγραφίζεται επίσης ο χορός των αγγέλων, που υμνούν και δοξάζουν τον Παντοκράτορα, καθώς και οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης που μίλησαν από τα πολύ παλιά χρόνια για τον ερχομό του. Οι προφήτες που αγιογραφούνται είναι περίπου τριάντα. Όταν όμως δεν υπάρχει χώρος για όλους, αγιογραφούνται οι κυριότεροι: ο Ηλίας, ο Ησαΐας, ο Ιερεμίας και ο Ιεζεκιήλ.

  • Στα τέσσερα τρίγωνα που στηρίζουν τον τρούλο αγιογραφούνται οι τέσσερις Ευαγγελιστές. Ορισμένες φορές, αντί για τους Ευαγγελιστές ζωγραφίζονται τα σύμβολά τους (Ματθαίος: άγγελος, Μάρκος: λιοντάρι, Λουκάς: βόδι, Ιωάννης: αετός)

  • Στη ζώνη που αρχίζει στο ύψος των Ευαγγελιστών ζωγραφίζονται σκηνές που εξιστορούν όλα τα μεγάλα γεγονότα της ζωής του Χριστού και της Θεοτόκου, όπως η Γέννηση, η Βάπτιση, η Σταύρωση, η Ανάσταση, τα θαύματα, οι παραβολές.

 

  • Στην τελευταία ζώνη, σ’ αυτή δηλαδή που είναι πλησιέστερα στους πιστούς, αγιογραφούνται οι άγιοι και οι μάρτυρες, εκείνοι δηλαδή που με τη ζωή τους έφτασαν στον Θεό.

 

Κανόνες υπάρχουν και για την αγιογράφηση του ιερού, που βρίσκεται ανατολικά, πίσω από το εικονοστάσι (τέμπλο). Ο χώρος αυτός αφιερώνεται στην Παναγία, τη μητέρα του Χριστού και της εκκλησίας.

  • Στην αψίδα του ιερού εικονίζεται η Παναγία με τον Χριστό στην αγκαλιά της. Έχει τα μάτια της στραμμένα προς τον Παντοκράτορα, βοηθάει τους πιστούς και μεταφέρει τις παρακλήσεις τους προς αυτόν. Εκεί ζωγραφίζεται και ο Ευαγγελισμός, ενώ η Κοίμηση της Θεοτόκου ζωγραφίζεται πάντοτε στον δυτικό τοίχο της εκκλησίας.

  • Στη μεσαία ζώνη της αψίδας του ιερού εικονίζεται η Κοινωνία των Αποστόλων.

  • Τέλος, χαμηλά αγιογραφούνται οι Τρεις Ιεράρχες, οι Πατέρες της Εκκλησίας και άλλοι άγιοι.

Το εικονοστάσι χωρίζει το ιερό από τον χώρο των πιστών. Ψηλά στο εικονοστάσι υπάρχει μια σειρά από μικρές εικόνες που παρουσιάζουν το Δωδεκάορτο.
Δεξιά της Ωραίας Πύλης υπάρχει πάντα η εικόνα του Χριστού και του Ιωάννη του Προδρόμου. Αριστερά εικονίζεται η Παναγία και ο άγιος ή η αγία στην οποία είναι αφιερωμένη η εκκλησία. Συχνά η εκκλησία είναι αφιερωμένη σε κάποιο γεγονός. Τότε δίπλα στην Παναγία εικονίζεται το θέμα αυτό (π.χ. Ανάληψη, Μεταμόρφωση κ.ά.) Ο Μυστικός Δείπνος αγιογραφείται πάνω από την πύλη του ιερού.

Τοιχογραφίες

Η ζωγραφική στον τοίχο, η τοιχογραφία, είναι πολύ παλιά τέχνη. Σήμερα τη λέμε και φρέσκο, ζωγραφική δηλαδή πάνω σε υγρή επιφάνεια. Ο καλλιτέχνης έπρεπε να προετοιμάσει μόνος του όχι μόνο τα χρώματά του, αλλά και την επιφάνεια πάνω στην οποία θα ζωγράφιζε, τον τοίχο. Σκούπιζε τον τοίχο και τον έτριβε ώστε να γίνει λείος∙ κι έπειτα τον έβρεχε. Την άλλη μέρα περνούσε τον τοίχο ένα χοντρό χέρι ασβέστη ανακατεμένο με άμμο της θάλασσας. Μετά τον περνούσε με ένα μείγμα ασβέστη και τριμμένο άχυρο, Σαν έβρεχε την επιφάνεια, τη σοβάτιζε και την επόμενη μέρα ζωγράφιζε. Μετά ζωγράφιζε γρήγορα προτού στεγνώσει ο σοβάς. Έτσι τα χρώματα ποτίζουν βαθιά τον υγρό τοίχο και αντέχουν στον χρόνο. Τα χρώματα που χρησιμοποιούσε ο βυζαντινός καλλιτέχνης ήταν όλα φυσικά χρώματα της γης (γαιοχρώματα) που διαλύονταν σε νερό.

Φορητές εικόνες 

Οι φορητές εικόνες βρίσκονταν παντού: στις εκκλησίες, στους τάφους, στα σπίτια. Στα πρωτοχριστιανικά χρόνια οι εικόνες ήταν οι προσωπογραφίες των μαρτύρων και αγίων, οι οποίες τοποθετούνταν πάνω στον τάφο τους, ώστε οι πιστοί να τους βλέπουν. Αργότερα αυτές οι εικόνες έγιναν αντικείμενο λατρείας.
Οι εικόνες είναι ζωγραφισμένες πάνω σε ξύλο, το οποίο όμως ο αγιογράφος έχει επεξεργαστεί με πολλή υπομονή και μεράκι.
Αν παρατηρήσουμε τις εικόνες ενός αγίου που έχουν κατασκευαστεί σε διαφορετικές εποχές, θα διαπιστώσουμε ότι, παρά την πάροδο του χρόνου, ο άγιος είναι ζωγραφισμένος σχεδόν πάντα με τον ίδιο τρόπο. Έτσι, βλέπουμε αγίους να είναι ζωγραφισμένοι πάντοτε νέοι, όπως π.χ. ο Άγιος Γεώργιος, ενώ άλλοι ζωγραφίζονται πάντα γέροι, όπως οι Τρεις Ιεράρχες. Συχνά κάποιο σύμβολο ζωγραφίζεται δίπλα στον Άγιο. Δίπλα στην Αγία Ελένη υπάρχει πάντα ο Σταυρός, γιατί εκείνη τον βρήκε. Στις εικόνες του Αγίου Νικολάου, προστάτη των θαλασσινών, υπάρχει πάντα κάποιο ναυτικό θέμα. Αυτή η «επανάληψη» στην αναπαράσταση των αγίων βοηθούσε ακόμη και τον πιο αγράμματο πιστό να καταλαβαίνει ποιος άγιος εικονιζόταν στην εικόνα που προσκυνούσε.

Η εικόνα επινοήθηκε για να μας φανερώσει, να μας δημοσιεύσει αυτά που είναι κρυμμένα για μας και να μας οδηγήσει να τα γνωρίσουμε.

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός,

Λόγοι απολογητικοί προς τους διαβάλλοντας τας ιεράς εικόνας, ΙΙΙ 18

Ψηφιδωτά

Η τέχνη και η τεχνική των ψηφιδωτών έρχεται από τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Εκείνη την εποχή τα ψηφιδωτά δημιουργούνταν από μικρά κομμάτια μαρμάρου ή χρωματιστές πέτρες και χρησιμοποιούνταν για τη διακόσμηση των δαπέδων δημοσίων κτηρίων και ναών, αντικαθιστώντας σε πολλές περιπτώσεις την πανάκριβη μαρμάρινη επένδυση.
Οι Βυζαντινοί διακοσμούσαν με ψηφιδωτά τους τοίχους και τα δάπεδα των εκκλησιών, όχι μόνο για να τις ομορφύνουν, αλλά και για να μη φαίνονται τα υλικά της κατασκευής. Τα περισσότερα ψηφιδωτά έγιναν τους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας, και μέχρι τον 10ο αιώνα, τότε που η αυτοκρατορία βρισκόταν στην ακμή της. Αργότερα, επειδή κόστιζαν ακριβά, αντικαταστάθηκαν από τις τοιχογραφίες.
Στο Βυζάντιο, οι ψηφίδες γίνονται πιο ακριβές και πολύτιμες. Ως ψηφίδα χρησιμοποιείται χρωματιστό γυαλί ή κεραμίδι, επενδυμένο με φύλλο χρυσού και ασημιού, προστατευμένο με γυαλί. Οι ψηφιδωτές παραστάσεις διακοσμούν πλέον τοίχους, οροφές και φορητές εικόνες, ενώ τα θέματά τους αντλούνται από πρόσωπα, σκηνές ή γεγονότα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης.
Η τεχνική του ψηφιδωτού απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα στην προετοιμασία του, στην επιλογή των ψηφίδων, αλλά και ταχύτητα κατά την τοποθέτησή τους, αφού ο τοίχος πρέπει να παραμείνει νωπός κατά τη διάρκεια της σύνθεσης του ψηφιδωτού, ώστε να επιτυγχάνεται η σωστή εφαρμογή των ψηφίδων. Το αποτέλεσμα των ψηφιδωτών παραστάσεων είναι μοναδικό και εντυπωσιακό.
Περίφημα είναι τα ψηφιδωτά στις εκκλησίες της Ραβέννας στην Ιταλία, όπως επίσης και αυτά της Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης, της Μονής Δαφνίου στην Αττική, της Νέας Μονής Χίου, του Οσίου Λουκά στη Βοιωτία και αλλού.

 Ο αγιογράφος

«Όταν πρόκειται να αρχίσεις μια εικόνα, κατά πρώτον κάνε την προσευχή σου εις τον Κύριον να σε φωτίσει εις το έργον σου…» (Φ. Κόντογλου)
Ο αγιογράφος ήταν καλλιτέχνης με βαθιά πίστη. Ακολουθούσε τους κανόνες που είχε θεσπίσει η εκκλησία για τη ζωγραφική, ποτίζοντας ταυτόχρονα τα έργα του με όλο του το συναίσθημα και τη συγκίνησή του προς τα θεία.
Οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι το ταλέντο ήταν σταλμένο από τον Θεό και το αφιέρωναν σ’ αυτόν. Σκοπός του αγιογράφου δεν ήταν να φτιάξει έναν ωραίο πίνακα, μια ωραία εικόνα. Με το ταλέντο του προσπαθούσε να μιλήσει κατευθείαν στην ψυχή του πιστού και να τον παροτρύνει να ακολουθήσει το παράδειγμα των αγίων μορφών, για να φτάσει κι αυτός στην τελειότητα.
Οι αγιογράφοι τότε, όπως και σήμερα, μάθαιναν την τέχνη τους κοντά σε κάποιον δάσκαλο. Στις αρχές του 18ου αιώνα ο αγιογράφος Διονύσιος ο εκ Φουρνά έγραψε ένα βιβλίο – οδηγό για την αγιογραφία. Σ’ αυτό, συστήνει στα παιδιά που έχουν ταλέντο και θέλουν να ακολουθήσουν αυτή την τέχνη να ασκηθούν μόνα τους στην αρχή κι έπειτα να μαθητεύσουν κοντά σε ένα δάσκαλο. Η μαθητεία κρατούσε χρόνια.
Ο νεαρός μαθητευόμενος, πριν πιάσει στα χέρια του πινέλο και χρώμα, περνούσε από όλα τα στάδια της δουλειάς, αρχίζοντας από τις πιο απλές εργασίες, όπως το πλύσιμο των πινέλων, έως και τις πιο πολύπλοκες, όπως είναι η παρασκευή των χρωμάτων. Δουλεύοντας έτσι στο εργαστήριο του δασκάλου του, ο νεαρός μάθαινε τα μυστικά της τέχνης. Όταν ο δάσκαλος τον έκρινε πλέον ικανό, του έδινε την άδεια να εργαστεί μόνος του.

Γιατί η βυζαντινή τέχνη δεν είναι φυσική;

Γιατί ο εικονογράφος θέλει να φανερώσει με αυτό τον τρόπο ότι, όταν ο άνθρωπος ζει κοντά στον Θεό, τότε ξεπερνά με τη δύναμή του κάθε εμπόδιο και γίνεται και ο ίδιος δυνατός. Η βυζαντινή εικόνα δεν είναι μια απλή ζωγραφιά, όπου όλα έχουν τις σωστές αναλογίες. Σκοπός της είναι να διδάξει κάτι βαθύτερο, πόσο δηλαδή πιο όμορφος μπορεί να γίνει ο άνθρωπος όταν κάνει το θέλημα του Χριστού. Είναι οι μόνες εικόνες που προσφέρουν πρότυπα ζωής και αληθινή γαλήνη στην ψυχή του ανθρώπου!

Αργυροχοΐα, Χρυσοχοΐα, Χρυσοκεντητική, Ξυλογλυπτική

Η αργυροχοΐα και η χρυσοχοΐα είναι οι τέχνες στις οποίες ο τεχνίτης σμιλεύει με μικροσκοπικά εργαλεία μορφές, παραστάσεις και σχέδια επάνω σε σκεύη που χρησιμοποιούνται στη λατρεία του Θεού.

 

 

 

 

Η χρυσοκεντητική είναι η τέχνη που χρησιμοποιείται για να στολίζονται τα άμφια των ιερέων ή διάφορα καλύμματα (π.χ. της Αγίας Τράπεζας), κεντώντας πάνω σ’ αυτά παραστάσεις και μορφές με χρυσές και ασημένιες κλωστές.

Η ξυλογλυπτική είναι η τέχνη του σκαλίσματος του ξύλου με το οποίο κατασκευάζονται τα τέμπλα, τα στασίδια και τα αναλόγια, με παραστάσεις από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη ή με συμβολικές παραστάσεις από ζώα και φυτά. Τα πιο βαριά και ογκώδη αντικείμενα, όπως οι πολυέλαιοι, οι καμπάνες, οι πόρτες και τα μανουάλια κατασκευάζονται από ορείχαλκο και είναι συνήθως χυτά.

Τα χειρόγραφα

Τα βιβλία των Βυζαντινών ήταν χειρόγραφα, γραμμένα πάνω σε περγαμηνή, πάνω δηλαδή σε λεπτό, επεξεργασμένο δέρμα κατσικιού. Τα βιβλία αποτελούνταν από ορθογώνια φύλλα ραμμένα μεταξύ τους. Απέξω τα βιβλία ήταν ντυμένα με δερμάτινες ή υφασμάτινες βιβλιοδεσίες, στολισμένες με ασήμι, χρυσό, φίλντισι.
Τα περισσότερα βιβλία που σώζονται από τα βυζαντινά χρόνια είναι εκείνα που διάβαζαν στις ακολουθίες της Εκκλησίας. Τα περισσότερα από αυτά φυλάσσονται στις βιβλιοθήκες των μοναστηριών του Αγίου Όρους. Για το γράψιμο χρησιμοποιούσαν τη γραφίδα, που ήταν φτιαγμένη από μικρό καλάμι ή από φτερό χήνας. Με μαχαιράκι έξυναν τη μύτη της γραφίδας και τη χώριζαν στα δύο. Το μελάνι το παρασκεύαζαν από φυτικές ουσίες.
Ιδιαίτερη φροντίδα έδειχναν οι Βυζαντινοί καλλιτέχνες στην περίτεχνη διακόσμηση του πρώτου γράμματος του κεφαλαίου ή της παραγράφου (πρωτόγραμμα). Αυτό ήταν πάντα μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα γράμματα κι από μόνο του αποτελούσε μια εικόνα.
Τα χειρόγραφα βιβλία ήταν συχνά στολισμένα με χρωματιστές εικόνες, τις μικρογραφίες ή μινιατούρες. Συχνά, επίσης, διακοσμητικά πλαίσια περιβάλλουν το κείμενο.

  1. Υμνογραφία

 

Οι ύμνοι των πρώτων χριστιανών

Όταν μετά την Πεντηκοστή ιδρύθηκε η Εκκλησία, οι πρώτοι χριστιανοί δεν είχαν ακόμη ύμνους. Στις συνάξεις τους υμνούσαν τον Θεό με ψαλμούς του Δαβίδ, από την Παλαιά Διαθήκη. Αργότερα, άρχισαν να συνθέτουν καινούργιους ύμνους. Κάποιοι από αυτούς τους αρχαίους ύμνους σώζονται ως τις μέρες μας. Για παράδειγμα, το «Φως Ιλαρόν», το «Χριστός Ανέστη» και άλλοι.

 

 

 

Οι διωγμοί σταματούν και η εκκλησία οργανώνει τη λατρεία της

Μετά τους διωγμούς, η Εκκλησία, ελεύθερη πλέον, αρχίζει να οργανώνεται. Χτίζει ναούς, μπορεί να χειροτονεί ιερείς και αναπτύσσει τη λατρευτική της ζωή. Μέρος της ζωής αυτής ήταν και οι ύμνοι της, οι οποίοι άρχισαν σιγά σιγά να εμφανίζονται, να καθιερώνονται και να σταθεροποιούνται. Έτσι, όταν διαμορφώθηκε η Θεία Λειτουργία, υπήρχαν οι κατάλληλοι ύμνοι για κάθε στιγμή της.
Εκτός όμως από τη Θεία Λειτουργία, στην Εκκλησία ψάλλονται και άλλες ακολουθίες για όλο το 24ωρο, όπως ο Όρθρος το πρωί, ο Εσπερινός το απόγευμα και το Απόδειπνο το βράδυ. Στις μεγάλες γιορτές τελούνται ειδικές ακολουθίες με ειδικούς ύμνους (των Χριστουγέννων, των Θεοφανίων, της Μεγάλης Εβδομάδας και του Πάσχα), ενώ ο περίφημος Ακάθιστος Ύμνος ψάλλεται τις Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής. Επίσης, ψάλλονται οι Παρακλητικοί Κανόνες αφιερωμένοι στην Παναγία και τους αγίους αλλά και ειδικές ακολουθίες για τα Μυστήρια, όπως το Βάπτισμα και ο Γάμος.

 

Μεγάλοι υμνογράφοι

Ένας από τους μεγαλύτερους υμνογράφους της Εκκλησίας είναι ο Ρωμανός ο Μελωδός, που θεωρείται ένας από τους λαμπρότερους ποιητές και ο οποίος έγραψε τα περίφημα κοντάκια. Σημαντικοί υμνογράφοι υπήρξαν επίσης ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Ιωσήφ ο υμνογράφος, ο Ανδρέας Κρήτης, ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, η μοναχή Κασσιανή και πολλοί άλλοι.

 

  1. Η εκκλησιαστική μουσική

Η μουσική, που ψάλλεται στους ναούς, είναι συνέχεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Από τους πολλούς μουσικούς τρόπους έκφρασης, που υπήρχαν στο ξεκίνημα της οργάνωσης της λατρείας, η Εκκλησία διάλεξε οκτώ, που ταίριαζαν στην ιερότητα της λατρείας και ονομάστηκαν ήχοι. Οι ήχοι αυτοί είναι: ο πρώτος ήχος, ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος, ο πλάγιος του πρώτου, ο πλάγιος του δευτέρου, ο βαρύς και ο πλάγιος του τετάρτου. Οι νότες της βυζαντινής μουσικής είναι έξι: Νη, Πα, Βου, Γα, Δι, Κε, Ζω (οι αντίστοιχες της ευρωπαϊκής είναι οι: Ντο, Ρε, Μι, Φα, Σολ, Λα, Σι).
Πολλοί μεγάλοι μουσικοί μελοποίησαν τα τροπάρια της Εκκλησίας σ’ αυτούς τους οκτώ ήχους και μας έδωσαν υπέροχες μελωδίες. Σημαντικότεροι μελουργοί είναι: ο Ιωάννης Κουκουζέλης, ο Πέτρος Πελοποννήσιος, ο ιερέας Μπαλάσιος, ο Πέτρος Μπερεκέτης και πολλοί άλλοι.

 

«Αἰνεῖτε τὸν Κύριον …»

Οι ύμνοι δεν μπορούν να δείξουν τη βαθύτερη ομορφιά τους και το πνευματικό τους περιεχόμενο δίχως τη μουσική, γιατί γράφτηκαν για να ψάλλονται. Η εκκλησιαστική μουσική συμπλήρωσε και πλούτισε τη χριστιανική λατρεία. Ονομάστηκε βυζαντινή, γιατί διαμορφώθηκε την περίοδο του Βυζαντίου.
Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η μελωδία ήταν πολύ απλή. Αργότερα, μαζί με την ανάπτυξη της υμνολογίας έχουμε και τη βελτίωση της μελωδίας.
Οι μελωδοί, μαζί με τα ποιήματα δημιουργούσαν, συνήθως, και τη μουσική του ύμνου, όπως ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος έγραψε και τις βασικές αρχές της ψαλτικής τέχνης.
Οι ρίζες της βυζαντινής μουσικής βρίσκονται στην αρχαία ελληνική μουσική. Μάλιστα, σε ορισμένα αρχαία χειρόγραφα, έχουν βρεθεί πρωτοχριστιανικοί ύμνοι με αρχαιοελληνική μουσική γραφή.

 

Χαρακτηριστικά της εκκλησιαστικής μουσικής

Η μουσική της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν και παραμένει καθαρά φωνητική. Δε χρησιμοποιεί μουσικά όργανα, γιατί θεωρεί την ανθρώπινη φωνή το τελειότερο όργανο για την ψαλμωδία στη θεία λατρεία. Επίσης είναι μονοφωνική και μελωδική, δηλαδή οι πιστοί ψάλλουν (στον Θεό) με μια φωνή και με τους ίδιους μουσικούς φθόγγους.
Η μελωδία έχει σκοπό να δημιουργήσει κατανυκτική ατμόσφαιρα στη διάρκεια των ακολουθιών. Σκοπός της είναι να βοηθά τους πιστούς να καταλαβαίνουν καλύτερα το περιεχόμενο των ύμνων.
Ο ψαλμός γαληνεύει τις ψυχές μας, μας επιβραβεύει με ειρήνη, ηρεμεί ό,τι αναστατώνει τις σκέψεις μας. Διότι μαλακώνει τον θυμό στην ψυχή μας και μας γυρίζει πάλι στο θέλημα του Θεού. Ο ψαλμός δυναμώνει την αγάπη, ενώνει όσα βρίσκονται χωρισμένα, και συμφιλιώνει τους εχθρούς. Διότι ποιος μπορεί να θεωρήσει εχθρό του κάποιον, μαζί με τον οποίο έψαλε, έστω και μια φορά, ύμνο στον Θεό; Ώστε η ψαλμωδία μας παρέχει το μεγαλύτερο από όλα τα αγαθά, την αγάπη, και γίνεται κατά κάποιο τρόπο σύνδεσμος, αφού χρησιμοποιεί την κοινή υμνωδία με σκοπό την ενότητα. Έπειτα, η κοινή ψαλμωδία αυτών που ψάλλουν έρχεται και ενώνει όλο τον λαό.

Μ. Βασιλείου, Σινά, Ομιλία εις τον Α΄ Ψαλμό

  1. Ρωμανός ο Μελωδός

Ο Ρωμανός γεννήθηκε στην Έμεσα της Συρίας, μια περιοχή με πολλά θρησκευτικά προβλήματα, όπου η ορθόδοξη πίστη δεν είχε γερές βάσεις. Ήταν διάκονος στον ναό της Αναστάσεως στη Βηρυτό. Αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη και έμεινε στη μονή της Θεοτόκου του Κύρου. Υποθέτουμε ότι έζησε κατά τον 6ο αιώνα, με βάση τα γεγονότα που μνημονεύει ο ίδιος στα έργα του (βρισκόταν στην ανέγερση και στα εγκαίνια της Αγίας Σοφίας από τον Ιουστινιανό). Η μνήμη του γιορτάζεται την 1 Οκτωβρίου και η Εκκλησία μας τον έχει κατατάξει στους αγίους της.
Ο Ρωμανός θεωρείται ως ο μεγαλύτερος ποιητής της βυζαντινής περιόδου. Έγραψε περίπου 1.000 κοντάκια, αλλά έχουν σωθεί μόνο τα 335. Το εξαιρετικό έργο του αναγνωρίστηκε γρήγορα και ο Ρωμανός βρέθηκε να υπηρετεί σε σημαντική θέση μέσα στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Αργότερα, έγινε αυλικός ποιητής του Ιουστινιανού και τιμήθηκε με τον τίτλο του «Κυρίου», ο οποίος απονεμόταν μόνο σε μεγάλης αξίας εκκλησιαστικά πρόσωπα. Τα κείμενα και οι ύμνοι του στολίζουν με το περιεχόμενο και τη μελωδία τους πολλά λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας.
Για τους ύμνους και τα κοντάκιά του, ο Ρωμανός αντλούσε θέματα από πρόσωπα και γεγονότα της Αγίας Γραφής, από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια, τα Συναξάρια των μαρτύρων και των αγίων, από έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και από σύγχρονα με την εποχή του εκκλησιαστικά και πολιτικά γεγονότα.
Ο Ρωμανός τελειοποίησε το λειτουργικό είδος των ύμνων με την έξοχη ποιητική του ικανότητά και το πηγαίο ταλέντο του. Την ποίησή του τη διακρίνουν ο ζωηρός ενθουσιασμός, οι ζωντανές εικόνες και το λιτό ύφος. Όλα τα ιερά πρόσωπα προσεγγίζουν τον πιστό χωρίς να χάνουν καθόλου από το μεγαλείο, τη σοβαρότητα ή την ιερότητά τους.
Κάθε ύμνος αποτελείται από το Προοίμιο, τους Οίκους (ο πρώτος από τους οποίους ονομάζεται Ειρμός), την ακροστιχίδα (δηλαδή τα αρχικά γράμματα των οίκων, την «άκρη του στίχου») και τέλος το εφύμνιο.

Ο Ακάθιστος Ύμνος

Ο Ακάθιστος ύμνος έγινε τον Ζ΄ αιώνα. Και να πώς μας τον διασώζει η Ιστορία. Γύρω στα 620 μ.Χ. οι Πέρσες και οι Άβαροι, έθνη από τα πιο βάρβαρα της εποχής εκείνης, ήρθαν αντάμα με στρατό πολυάριθμο και πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη. Μαύρισε η θάλασσα του Κερατίου κόλπου από τα πλοία τους. Γέμισε και η στεριά από τον στρατό τους, πεζούς και καβαλλαρέους και από πολιορκητικές μηχανές. Μπροστά σε τόσους και τόσο βαριά οπλισμένους εχθρούς, πόσο θα βαστούσαν οι γενναιότατοι αλλά ελάχιστοι χριστιανοί, που αντιστέκονταν από μέσα; … Δεν είχαν πουθενά αλλού πια να στηρίξουν τις ελπίδες τους οι χριστιανοί, παρά μόνον στην Παναγία Θεοτόκο …
Και, ω του θαύματος! Η προσευχή των χριστιανών εισακούστηκε αμέσως. Ένας φοβερός ανεμοστρόβιλος, που ξαφνικά σηκώθηκε, άρχισε ν’ αναποδογυρίζει, να συντρίβει και να βυθίζει τα πλοία των βαρβάρων … Θάρρος πολύ στον ευσεβή λαό της Πόλης, που βγήκε έξω από τα τείχη κι άρχισε να καταδιώκει τους τρομοκρατημένους εχθρούς. Η πόλη είχε σωθεί. Το βράδυ όλος ο λαός μαζεύτηκε στον ναό της Θεοτόκου, για ν’ αποδώσουν στην υπέρμαχο στρατηγό με ψαλμούς και ύμνους τα νικητήρια και τα ευχαριστήρια. Τότε πρωτοψάλανε και τον Ύμνο που ψάλλουμε μέχρι σήμερα στους Χαιρετισμούς, και που επειδή ψάλλοντάς τον όλη τη νύχτα έμειναν όρθιοι και κανείς τους δεν κάθισε, ο Ύμνος ονομάστηκε Ακάθιστος.

Π.Β. Πάσχου, Έρως Ορθοδοξίας, σ. 146