Ψηφιακό Σχολείο
Συνδέσεις
Γραμματικό φαινόμενο
- ΠΩΣ ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ, ΡΗΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ, “Εγκύκλιος παιδεία”
- ΠΩΣ ΔΙΗΓΟΥΜΑΣΤΕ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΣΥΝΕΒΗ, “Εγκύκλιος παιδεία”
- ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΑ ΡΗΜΑΤΑ, Γραμματική Ε΄ – Στ΄, σελ. 138
Παραγωγή Γραπτού Λόγου
Ασκήσεις
Άσκηση 1. σελ. 64
Λ, Σ, Λ, Σ, Σ, Λ, Σ, Σ, Σ, Λ.
Άσκηση 3. σελ. 65
( Α )
Η ηρωίδα γάτα
Χτες το πρωί, η Σόνια, η γάτα, έσωσε από τις φλόγες το σπίτι του κυρίου Ντίνου. Οι πυροσβέστες εκτιμούν ότι η γάτα με το που είδε τη φωτιά, έσπευσε να τη σβήσει. Σε αυτό τη βοήθησε το λάστιχο που βρήκε ανοιχτό στον κήπο του κυρίου Ντίνου. Όμως εκτός απ’ αυτό με τα δυνατά της νιαουρίσματα, ξύπνησε ένα μικρό κορίτσι, τη Μαρία, η οποία κάλεσε την Πυροσβεστική και την Άμεση Δράση. Όταν έφτασαν οι πυροσβέστες στρώθηκαν στη δουλειά. Τελικά έσβησαν τη φωτιά, όσο για τον κύριο Ντίνο, ευχαρίστησε την ηρωίδα γάτα κάνοντάς της δώρο ένα τραπέζι με τα καλύτερα ψάρια, τα οποία είναι η αδυναμία της.
( Β )
Η θαρραλέα Σόνια
Χτες το πρωί η Σόνια, μία γάτα, κατάφερε να σώσει την αυλή και το σπίτι του κυρίου Ντίνου από την πυρκαγιά. Με τη βοήθεια ενός ανοιχτού λάστιχου και με τα νιαουρίσματά της κατάφερε να ξυπνήσει τη Μαρία. Η Μαρία τότε κάλεσε άμεσα την Πυροσβεστική και την Αστυνομία. Η Πυροσβεστική ενώ προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά, η αστυνομία προσπαθούσε να επιβάλλει σε κάποια τάξη τον κόσμο. Τελικά όλα πήγαν καλά. Τέλος οι πυροσβέστες σήκωσαν τη Σόνια ψηλά στα χέρια τους και για να την ευχαριστήσουν την ονόμασαν γατοπυροσβέστη. Γρήγορα η φήμη της ταξίδεψε παντού.
( Γ )
Η Σόνια η γατοπυροσβέστης
Χτες το πρωί η Σόνια, μία γάτα, πέρασε μία μεγάλη περιπέτεια. Μόλις ξύπνησε, είδε από το παράθυρο μαύρο καπνό, ο οποίος ερχότανε από το σπίτι του παράξενου γείτονά της, που άναβε συχνά φωτιά. Η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα και η Σόνια έπρεπε να δράσει αμέσως. Άρχισε να φωνάζει δυνατά. Η Μαρία, μία γειτόνισσα, άκουσε τα ουρλιαχτά της και ειδοποίησε την Πυροσβεστική και την Αστυνομία. Αυτοί έδρασαν γρήγορα και η φωτιά έσβησε. Έτσι η Σόνια ονομάστηκε ” γατοπυροσβέστης “. Ο κύριος Ντίνος ήταν πολύ ευγνώμων στη γάτα γι’ αυτό και την κέρασε το αγαπημένο της ψάρι.
( Δ )
” Μία γάτα Πυροσβέστης “
Χτες το πρωί, η Σόνια, μια γάτα – πυροσβέστης θα λέγαμε, βοήθησε σημαντικά στην κατάσβεση μιας φωτάς που εκδηλώθηκε στην γειτονική μονοκατοικία του σπιτιού που διαμένει και η ίδια.
Αιτία της φωτιάς ήταν, όταν ο κύριος της μονοκατοικίας, προσπάθησε να κάψει τα ξερά φύλλα και πευκοβελόνες κάτω από ένα πεύκο του κήπου του. Ο νοικοκύρης του σπιτιού πιστεύοντας κάποια στιγμή ότι η φωτιά έσβησε, έφυγε από το σπίτι για ψώνια. Κάποια στιγμή όμως η φωτιά αναζωπυρώθηκε και επεκτάθηκε με κίνδυνο για το σπίτι και τη γειτονιά. Η πανέξυπνη γάτα Σόνια ποτ παρακολουθούσε με προσοχή από το μπαλκόνι της όλο αυτό το σκηνικό και αντιλήφθηκε τι έγινε και τους κινδύνους που απειλούσε η φωτιά, προσπάθησε αμέσως να αντιδράσει. Έτρεξε γρήγορα στο σημείο της φωτιάς και προσπάθησε γενναία σαν άνθρωπος – πυροσβέστης, να τραβήξει το λάστιχο από το λαχανόκηπο για να ρίξει στη φωτιά νερό. Από τις φωνές της και τα ουρλιαχτά της, ξύπνησε η γειτόνισσά της η Μαρία, η οποία κάλεσε αμέσως σε βοήθεια την Πυροσβεστική και την Άμεση Δράση. Η Σόνια ήταν η αιτία που κλήθηκε άμεσα η Πυροσβεστική και κατέσβησε τη φωτιά. Αν δεν ήταν αυτή με τις φωνές της να ξυπνήσει τη Μαρία, τη στιγμή που άλλος άνθρωπος δεν ήταν τριγύρω για να αντιδράσουν, τότε η φωτιά θα είχε επεκταθεί και εκτός από τη μονοκατοικία όπου εκδηλώθηκε αρχικά, θα είχαν κινδυνεύσει ή θα είχαν καεί και άλλες ιδιοκτησίες και άλλα σπίτια και ίσως και άνθρωποι.
Χάρις στην έγκαιρη παρέμβαση & ειδοποίηση της Σόνιας έγινε αντιληπτό το γεγονός της φωτιάς. Της αξίζουν όλα τα συγχαρητήρια των ανθρώπων και πολλοί ψαρομεζέδες που της αρέσουν ιδιαίτερα. Ίσως και μία θέση στην Πυροσβεστική της περιοχής μας!
Συμφωνείτε;
Άσκηση 3 σελ. 18
( Α )
Χθες το απόγευμα σκέφτηκα να ξεφυλλίσω το παλιό μου ημερολόγιο και καθώς ξεφύλλιζα, διάβασα τις πρώτες μου προτάσεις. Ξαφνικά σταμάτησα σε μία σελίδα. Ήταν η σελίδα που έγραφε για το ατύχημα με το πρώτο μου ποδήλατο.
Εγώ ήμουν επτά χρονών και κάτι μηνών και θέλησα ν’ ανέβω στο ποδήλατο, το οποίο ήταν χωρίς βοηθητικές, γιατί εκείνη την περίοδο μάθαινα χωρίς βοηθητικές. Προσπάθησα να ανέβω μόνη μου, ενώ δεν υπήρχε κανείς να με επιβλέπει στην αυλή.
Πριν ανέβω το καλοσκέφτηκα, αλλά για μία στιγμή λέω: ” Μπα, αποκλείεται να πέσω, το πολύ πολύ να σκοντάψω “. Έτσι ανέβηκα κι έγινε το μοιραίο.
Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Τσουλούσα, πατούσα κανονικά το πετάλι, αν και σκόνταβα μερικές φορές. Μετά όμως βαρέθηκα και λέω από μέσα μου: ” Μπροστά στην πυλωτή τσουλάει πιο πολύ, έτσι δε θα σκοντάφτω ” . Πηγαίνω παίρνω φόρα και ……….. Μπουμ, έπεσα πάνω στα κάγκελα της πόρτας για την είσοδο των αυτοκινήτων. Ευτυχώς ούτε το ποδήλατο χάλασε, ούτε η πόρτα έσπασε. Μόνο εγώ χτύπησα. Τότε σηκώνω το ποδήλατο, πατάω μία κλοτσιά στην πόρτα και λέω: ” Πού βρέθηκε αυτή η πόρτα εδώ; δεν ξέρουν ότι μπορεί ένα παιδί να μη ξέρει να ξεχωρίζει το μπροστινό με το πισινό φρένο και να πέσει πάνω στην πόρτα και να χτυπήσει; “!!! Πάω πάνω και λέω στη μαμά τι έγινε. Μου έβαλε τότε ιώδιο πάνω στις πληγές, με έκανε μπάνιο και μ’ έβαλε φυσικά τιμωρία, αν και της εξήγησα ότι δεν έφταιγα εγώ, αλλά η πόρτα που εμφανίστηκε μπροστά μου.
Από τότε κάνω μαθήματα μόνο με το φίλο και γείτονά μου Δημήτρη, με τον οποίο τέλειωσα τα μαθήματα ποδηλάτου και τώρα ξέρω να χειρίζομαι το καινούργιο ποδήλατό μου με προσοχή, αφού ξέρω να το οδηγώ.
( Β )
Πρόπερσι το καλοκαίρι εγώ, η οικογένειά μου και κάποιοι φίλοι μας, πήγαμε μία βόλτα στον Άγιο Νικόλαο της Νάουσας.
Όταν φτάσαμε περπατήσαμε στα μικρά δρομάκια, περάσαμε πάνω από τις ξύλινες γέφυρες, βουτήξαμε τα πόδια μας στο δροσερό νερό και ακούσαμε τις όμορφες μελωδίες από το κελάηδημα των πουλιών. Μέχρι στιγμής όλα κυλούσαν ήρεμα.
Αφού πέρασε η ώρα κι έφτασε μεσημέρι, πήγαμε σ’ ένα ωραίο μαγαζί να φάμε. Μας είχε ανοίξει η όρεξη από τη μεγάλη βόλτα στην εξοχή.
Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι με θέα τον κάμπο. Πίσω από τ’ άλλα τραπέζια διέκρινα μία πισίνα. Μέσα σ’ αυτή είχε μία βάρκα με πηδάλια που μου τράβηξε την προσοχή. Τότε είπα στη μαμά μου αν μ’ αφήνει να ανέβω στη βάρκα, γιατί έβλεπα όλα τα παιδιά να κάνουν βόλτες μ’ αυτήν, αλλά μου αρνήθηκε, διότι εκείνη τη στιγμή τρώγαμε. Εγώ όμως συνέχισα να τους ζαλίζω, λέγοντάς τους τι θέλω. Αφού φάγαμε ο μπαμπάς μου, μου είπε ότι θα με ανέβαζε στη βάρκα μαζί με την αδερφή μου. Εγώ με μεγάλη χαρά τον πήρα απ’ το χέρι και περιμέναμε τη σειρά μας σ’ αυτήν τη μεγάλη ουρά.
Μετά από αρκετή ώρα ήρθε η σειρά μας. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά νομίζοντας πως μία τέτοια βόλτα θα ήταν ξεχωριστή. Τότε εγώ κι η αδερφή μου ανεβήκαμε στη βάρκα και βάλαμε τα πόδια μας στα πηδάλια. Ο μπαμπάς μου επειδή φοβόταν μη πάθουμε κάτι κακό αποφάσισε να έρθει κι αυτός μαζί μας. Μακάρι αυτήν την απόφαση να μην την έπαιρνε ποτέ, διότι μόλις έκανε ένα βήμα να μπει στην βάρκα, αυτήν μετακινήθηκε από τη θέση της χωρίς να το περιμένουμε κι ο μπαμπάς μου βρέθηκε μέσα στο νερό.
Όλοι τρομάξαμε αλλά θέλαμε να πιστεύουμε πως δεν είχε πάθει τίποτα, ώσπου βγήκε έξω και μας είπε πως το δεξί του χέρι έσπασε. Εγώ βγήκα τρέχοντας από τη βάρκα και άρχισα να κλαίω ρίχνοντας όλη την ευθύνη πάνω μου. Τότε πήγαμε τον μπαμπά μου στο νοσοκομείο. Εγώ δε σταμάτησα να κλαίω κι ας μου έλεγαν όλοι πως δε φταίω εγώ κι ότι ο μπαμπάς μου είναι καλά.
Μετά από πολύ ώρα ήρθε ένας γιατρός για να μας ενημερώσει. Είχε το κεφάλι του σκυμμένο κάτω και πήρε τη μαμά μου στο γραφείο του για να της μιλήσει. Είχα πολύ αγωνία. Περίμενα τη μαμά να βγει από το γραφείο χαμογελαστή και με καλά νέα. Ακούστηκε η πόρτα και την είδα να βγαίνει κλαίγοντας απαρηγόρητη. Εγώ κρεμόμουν από τα χείλη της περιμένοντας να πει κάτι καλό, κάτι ευχάριστο. Μέσα μου όμως ήξερα πως ο μπαμπάς είχε δίκιο, πως το χέρι του είχε σπάσει. Ήμουν αρκετά μεγάλη πια για να καταλάβω κι ας ήθελαν όλοι να μου το κρύψουν. Εκεί που καθόμουν σε μία καρέκλα ήρθε η μαμά μου και μου είπε την αλήθεια. Ναι, το ήξερα, ο μπαμπάς μου θα εγχειριζόταν. Εγώ προσπαθούσα να την παρηγορήσω λέγοντάς της πως θα περάσει.
Χωρίς να το καταλάβω αποκοιμήθηκα. Θυμάμαι τη στιγμή που με ξύπνησε η μαμά και μου είπε ότι η εγχείρηση πέτυχε. Η χαρά μου ήταν απεριόριστη και οι ενοχές μου λιγόστευαν. Όταν ο μπαμπάς μου συνήλθε από τη νάρκωση, πήγαμε να τον δούμε. Εγώ έτρεξα να τον αγκαλιάσω και αυτός μου είπε ότι όλα πέρασαν κι εγώ δεν έφταιγα σε τίποτα. Τον ρώτησα τι εννοούσε κι αυτός έκανε πως δεν άκουσε. Κατάλαβα πως κάποιος του τα είχε προλάβει κι απομακρύνθηκα λέγοντάς του ότι είμαι μεγάλη.
Τελικά απ’ αυτήν την ιστορία κατάλαβα πως δεν φέρθηκα τόσο μεγάλη όσο έλεγα, γιατί αν το έκανα αυτό ο μπαμπάς μου δε θα είχε σπάσει το χέρι του. Επίσης έμαθα πως τελικά η περιέργεια ” σκοτώνει “. Έτσι το πάθημα μου έγινε μάθημα. Γι’ αυτό ……. τέρμα η γκρίνια!!!!!
( Γ )
Όπως κάθε καλοκαίρι έτσι και το περσινό, αποφάσισα να πάω διακοπές με τους φίλους μου. Περάσανε οι μέρες ώσπου καταλήξαμε κάπου. Στο τέλος επειδή ως γνωστών είμαστε όλοι εγωιστές και ο καθένας ήθελε να πάμε σε διαφορετικό μέρος, αποφασίσαμε να πάμε κρουαζιέρα σε διάφορα νησιά της Καραϊβικής.
Αφού ετοιμάσαμε όλα και όλοι ήμασταν χαρούμενοι, ήρθε και η μέρα να φύγουμε. Αποχαιρετήσαμε τους δικούς μας και επιβιβαστήκαμε. Όλα ήταν υπέροχα για την πρώτη εβδομάδα. Κάναμε μπάνιο και ηλιοθεραπεία, εξερευνούσαμε τα νησιά και μαζεύαμε κοχύλια και άμμο από τις παραλίες, βγάζαμε άπειρες φωτογραφίες για ενθύμιο.
Ώσπου μία μέρα μας ξύπνησε ένας θόρυβος. Ντυθήκαμε, βγήκαμε από τις καμπίνες μας και αντικρίσαμε ένα χάος. Άνθρωποι έτρεχαν τρομοκρατημένοι πέρα δώθε, άλλοι γιατί κατάλαβαν ότι χτυπήσαμε σε βράχο και βουλιάζαμε, άλλα αντί άλλων δηλαδή, άλλοι επειδή έβλεπαν τους άλλους να τρέχουν, άλλοι λιποθυμούσαν και άλλοι τους κοιτούσαν με ανοιχτό το στόμα.
Στην πραγματικότητα όμως έπαθε βλάβη η μηχανή και το πλοίο σταμάτησε. Η βλάβη επιδιορθώθηκε και η κρουαζιέρα συνεχίστηκε κανονικά. Τρεις μέρες αργότερα συνέβη το ίδιο! Οι άνθρωποι έκλαιγαν από φόβο μη μείνουμε στη μέση του ωκεανού, άλλοι χαστούκιζαν τον καπετάνιο και τους τεχνίτες, μία κυρία μάλιστα με προφορά από χωριό μονολογούσε ” Τι θα γιν’ κάθε τρεις μέρς βλαβ; Γιατί άραγε δεν καθόμουν σπιτάκι μ’ ; και μετά απευθύνθηκε στον γιό της, που προσπαθούσε να τη σταματήσει ” Αχ κακομοίρη μ’ που κέρδισες το τζόκερ και άρχισες να με σέρνεις στις Καρατέτοιες να με φαν οι καρχαρίες!!” , ” Μα εγώ ήθελα ν μόνο να περάσεις καλά μητέρα ” !!!, άλλοι καθόταν με μία μεγάλη απάθεια και έκαναν ηλιοθεραπεία και εμείς παίζαμε βόλεϊ στην πισίνα.
Την επόμενη μέρα καθώς τρώγαμε ξαφνικά ακούστηκε ένας παράξενος θόρυβος. Ακούστηκε κάποιος να φωνάζει: ” Συγκρουστήκαμε, συγκρουστήκαμε με βράχια, βουλιάζουμε “. Τρέξαμε στις καμπίνες μας, πήραμε τα πράγματά μας και μπήκαμε στις βάρκες, οι οποίες μας πήγαν σ’ ένα λιμάνι και από εκεί μπήκαμε σε άλλο πλοίο που μας γύρισε στην Ελλάδα.
Τι διακοπές ήταν αυτές; αναρωτιόμασταν. Από τότε δεν έχουμε ξαναπάει κρουαζιέρα από φόβο. Δε θα το ξεχάσουμε ποτέ!!
( Δ )
Το Σάββατο που δεν είχα τι να κάνω, βγήκα έξω να πάω μία βόλτα. Στο δρόμο που πήγαινα συναντώ ένα μανάβη, που πουλούσε λαχανικά και φρούτα.
Σε λίγο βγαίνουν από τα σπίτια τους οι νοικοκυρές και άρχισαν να αγοράζουν λαχανικά. Στο τέλος βγαίνουν από δυο σπίτια δυο γυναίκες και έρχονται στο μανάβη ν’ αγοράσουν ντομάτες. Ο μανάβης όμως είχε ένα κιλό ντομάτες και δεν ήξερε σε ποια από τις δύο να το δώσει.
Η μία έλεγε, εγώ θα τις πάρω τις ντομάτες. Θέλω να κάνω γεμιστά και δεν έχω, έλεγε στο μανάβη. Τι θα φάει ο άντρας μου; Τι θα φάνε τα παιδιά μου;
Η άλλη λέει: δώσε τις ντομάτες γιατί αλίμονό σου. Θέλω να μαγειρέψω. Είναι δώδεκα η ώρα και δεν έφτιαξα τίποτα ακόμα.
Και για να μην σας τα πολυλογώ άρχισαν να τσακώνονται στη μέση του δρόμου. Η μία άρχισε να τραβάει να τραβάει τα μαλλιά της άλλης. Η άλλη, η κυρία Κατίνα παίρνει μία ντομάτα και πάει να την πετάξει στην άλλη. Δεν πέτυχε όμως αυτήν, αλλά το μάτι του μανάβη, ο οποίος έγινε ” έξω φρενών “.
Σε λίγο άρχισε να μαζεύεται ο κόσμος εκεί κι ακόμα μάλωναν. Η ώρα ήταν μία. Εν τω μεταξύ, τα εφόδια, δηλαδή οι ντομάτες τέλειωσαν και έτσι οι δύο γυναίκες πήγαν στα σπίτια τους με ξεσκισμένα ρούχα και γεμάτες ντομάτες και άλλα λαχανικά. Σε λίγο βέβαια θα άρχιζε άλλος καβγάς με τους άντρες τους, γιατί θα μένανε νηστικοί.
Αποτέλεσμα αυτού του καβγά ήταν να γεμίσει ο δρόμος από λαχανικά και ο καημένος ο μανάβης να φύγει από κει λες και ήταν κλόουν και το αμάξι του λες και ήταν λαχανόκηπος. Μετά από αυτό κατάλαβα ότι ήταν άσκοπο αυτό που έγινε και κανένας δεν ωφελήθηκε. Δεν πρέπει λοιπόν να μαλώνουμε για τέτοια μικροπράγματα που πολύ εύκολα μπορούν να λυθούν.
Άσκηση 5. σελ. 67
2, 1, 2, 1, 2, 4, 3, 3, 1, 3, 1.