ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ

Το Καψοχώρι θεωρείται ένα σχετικά καινούργιο χωριό. Η Ελ. Γκαρά θεωρεί τεκμηριωμένη την ύπαρξή του το 1620, ενώ περί το 1750 το αντιμετωπίζει ως Μελικοχώρι, επειδή σε κάποια χρονική περίοδο βρέθηκε νότια της κοίτης του Αλιάκμονα (;).
Ο επίσκοπος Καμπανίας Θεόφιλος που λάμπρυνε με την δράση του αυτή την περιοχή από το 1749 ως το θάνατό του το 1795, χρησιμοποιούσε το Καψοχώρι ως ησυχαστήριό του και είχε εδώ το κονάκι του.
Το παλιό χωριό κατά την περίοδο των Οθωμανικών χρόνων βρισκόταν στην τοποθεσία δίπλα στο σημερινό κοιμητηριακό ναό του Αγίου Δημητρίου, κοντά στην κοίτη του Αλιάκμονα. Η παλιά εκκλησία του Αγίου Δημητρίου ήταν ένας μικρός αλλά παμπάλαιος ναός σε ρυθμό βασιλικής, με νάρθηκα, θεμέλια από πορόπετρες και τοιχοποιία από πλιθιά. Σημαντικότατος ήταν και ο νερόμυλος της εκκλησίας, που άλεθε με κινητήρια δύναμη τα νερά του ποταμού.
Το Καψοχώρι βρισκόταν πάνω στον τότε αμαξιτό δρόμο Θεσσαλονίκης – Βέροιας, που μέσω Χαλάστρας – Καρά Ασμάκ – Καψοχωρίου – Μικρογούζι έφθανε τη Βέροια. Στον Άγιο Δημήτριο ήταν ένας σταθμός του δρόμου αυτού, όπου στάθμευαν τα διερχόμενα καραβάνια, αλλά και στρατεύματα. Ήταν η περίφημη «Χανιόστρατα» Οι ταξιδιώτες ξεπέζεβαν και διανυκτέρευαν στα δύο χάνια, που υπήρχαν εκεί.
Ενώ έδρα της επισκοπής Καμπανίας ήταν η Κουλακιά, ο Θεόφιλος είχε ιδιαίτερους δεσμούς με τα χωριά της περιοχής Ρουμλουκιού. Το «Καυσοχώριον» ήταν για τον Θεόφιλο τόπος αναψυχής και πνευματικής περισυλλογής. Εδώ ήταν το κονάκι του επισκόπου, όπου συχνά κατέλυε ο ίδιος και στο οποίο καλούσε τους φίλους του, σε βαθμό ώστε πολλοί περιηγητές και συγγραφείς να λένε, ότι τότε έδρα της Επισκοπής Καμπανίας ήταν το Καψοχώρι.
Ο χώρος τον είλκυε ιδιαίτερα, αφού εδώ, λειτουργούσε ησυχαστήριο αδελφότητας μοναχών, με προϊστάμενο τον ιερομόναχο παπα – Ανανία. Σ’ εκείνο το πνευματικό κέντρο, οι νέοι της περιοχής, που διψούσαν για μάθηση,   οργανωμένοι σε αδελφότητα, φοιτούσαν με δάσκαλο τον πνευματικό παπα-Ανανία. Θα μπορούσε να ονομάσει κανείς το κέντρο αυτό εκκλησιαστική σχολή της εποχής, όπου, αφού διδάσκονταν τις βασικές γνώσεις, προετοιμάζονταν τα νέα στελέχη της επισκοπής,   δηλαδή   οι ιερείς –   δάσκαλοι. Στην Καψόχωρα επίσης λειτουργούσε και η βιβλιοθήκη του Θεοφίλου, ο οποίος ζητούσε να εμπλουτίσει τον χώρο με ιερά προσκυνήματα, γι’ αυτό με επιστολή του (το 1788) ζητούσε να μεταφερθούν στο Καυσοχώριον τα ιερά λείψανα που κατείχε ένας καλόγερος (προερχόμενος από μονή της επαρχίας Κίτρους), που απεβίωσε στη Νάουσα.
Πάντως στον τουρκικό φορολογικό κατάλογο του 1771, που δημοσίευσε ο Β. Δημητριάδης, λείπει η καταχώριση του Καψοχωρίου ως οικισμού – τσιφλικιού, ενώ αναφέρεται το Γιδαχώρι αλλά και οι μοναχοί του Γκινταχώρ. Με βάση αυτά, ο Γ. Στογιόγλου καταλήγει να δέχεται, ότι σ’ αυτό το ησυχαστήριο του Καψοχωρίου αναφέρεται η εγγραφή της τουρκικής πηγής που μιλά για «μοναχούς Γκινταχώρ» (του γειτονικού προς το Καψοχώρι Γιδά). Ολοκληρώνει δε τη θέση του λέγοντας ότι το μοναστήρι εκείνο, που ήταν μερικά χιλιόμετρα έξω από το Γιδά, δέσποζε στο χώρο, ενώ η περιοχή ήταν μοναστηριακή. Όταν κάποτε πυρπολήθηκε το μοναστήρι, η περιοχή έλαβε την επωνυμία «Καψόχωρα» ή «Καψοχώρι». Δίπλα από αυτό είχαν εγκατασταθεί οι εργάτες των χωραφιών του μοναστηριού, οι οποίοι δημιούργησαν τσιφλίκι με την επωνυμία Καψοχώρι ή Καψόχωρα, που προήλθε από την επωνυμία του τόπου. Πιθανολογεί δε ο Γ. Στογιόγλου ότι ο Θεόφιλος αργότερα ανοικοδόμησε το μοναστήρι, οπότε η εγγραφή που αφορά τους «μοναχούς του Γκινταχώρ» πρέπει να είναι πολύ προγενέστερη του 1771. Όμως η Ε. Γκαρά επισημαίνει ότι κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, μάλλον δεν υπήρχε μοναστήρι στην περιοχή εκείνη.
Στις επιστολές και στη σωζόμενη αλληλογραφία του Θεόφιλου υπάρχουν πολλές αναφορές για το «Καυσοχώριο», όπως συχνά το αποκαλούσε: Ο Θεόφιλος είχε γράψει προ του 1785 στον Ιγνάτιο, επίσκοπο Σερβίων, ότι πήγε «εν Καψοχωρίω διά τινα τέλη πνευματικά και οικονομικά». Ο δάσκαλος της Νάουσας Αναστάσιος Καμπίτης απέστειλε γράμμα στις 18-2-1789 στον ιερομόναχο παπα-Ανανία στο Καψοχώρι, στο οποίο αναφέρεται σε «νέους φίλους» του παπα-Ανανία. Ο Γεώργιος Σκαρλάτος σε άλλη δική του επιστολή αποκαλεί αυτούς τους «νέους» φίλους του παπα-Ανανία και δικούς του «καπουγιολτάσηδες», λέξη τουρκική που σημαίνει «συνοδοιπόρους, που υπηρετούν τον ίδιο Κύριο», δηλαδή μοναχούς. Σε άλλη επιστολή ο Γ. Σκαρλάτος έγραφε: «εξήλθομεν εις το περιφανέστατον Καυσοχώρι, και ως ερημίται εις την έρημον ησυχάζομεν». Ο Θεόφιλος τον Ιανουάριο 1790 κάλεσε τον Ιγνάτιο Κίτρους «εις το Καψοχώρι … δια να συναποκρεώσωμεν» και να «συνευθυμήσωμεν». Τον Ιούλιο του 1791 ο μητροπολίτης Άρτας Μακάριος, μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά του Χριστόδουλου Βλαχούτζη, συγγενούς του επισκόπου Θεόφιλου Καμπανίας (με συγγενικούς δεσμούς με τον Στέφανο Μίσου και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο), καθοδόν από τα Ιωάννινα προς την Κωνσταντινούπολη, πέρασαν από το «Καυσοχώριο» για να τον επισκεφθούν, αλλά ο επίσκοπος απουσίαζε κάπου στην επαρχία του. Όταν εκ των υστέρων το πληροφορήθηκε, πικραμένος που δεν μπόρεσε να τους συναντήσει, έγραψε: «Μοι επέφερεν ασπλάχνως η τύχη … να μην τύχω εις Καυσοχώριον, όταν διέβαινε ο Άρτης Μακάριος μετά της ευγενεστάτης συμπεθεράς μου…».
Σε πολλούς παλιούς χάρτες το χωριό καταγράφεται ως το μοναδικό χωριό της περιοχής Ρουμλουκιού, προφανώς ως το πιο σημαντικό. Αναφέρεται και από πολλούς περιηγητές της εποχής εκείνης όπως από τον Cousinery, τον  Pouqueville και τον Leake.
Μάλιστα ο πρώτος αναφέρει επί λέξει: Κατά τις 10 το πρωί σταματήσαμε για να ξεκουράσουμε τα άλογα και να απολαύσουμε τη δροσιά της σκιάς. Τα δάση μας έκρυβαν τα χωριά που ήταν δεξιά μας. Μεταξύ αυτών είναι το Καψοχώρι, έδρα του Επισκόπου, που υπάγεται στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και με δικαιοδοσία μέχρι Κουλακιάς. […]. Τα δάση που περιβάλλουν την κατοικία του, καθώς και τα άλλα χωριά της διοικήσεώς του, διακόπτονται από μεγάλους σιταγρούς, που παρέχουν άφθονη συγκομιδή. Όλη αυτή η σημαντική περιοχή της πεδιάδας, μεταξύ της λίμνης και του Αλιάκμονα, εκτρέφει πλουσιότατο κυνήγι. Τα τρυγόνια πολύ αρέσκονται στην περιοχή αυτή. Τη μέρα που με δέχθηκε ο Επίσκοπος, ο κυνηγός του δεν χρειάσθηκε παρά μισή ώρα, για να μας φέρει οκτώ ή δέκα εξαιρετικά παχειά τρυγόνια.
Το Καψοχώρι πλήττονταν πολύ συχνά από τις πλημμύρες του Αλιάκμονα, επειδή ο ποταμός δεν είχε υψηλή όχθη στο σημείο αυτό κι έβγαινε εύκολα από την κοίτη του, όταν κατέβαζε πολλά νερά.
Όπως έγραψε σε επιστολή του προς τον επίσκοπο Σερβίων Ιγνάτιο (1752-1785), όταν κάποτε ο Θεόφιλος βρισκόταν στην Καψόχωρα «… Ο γαρ Αλιάκμων ποταμός γιγαντιαίον ποιήσας το σκίρτημα ερύματα πολλά κατά τους τάφρους απετέλεσε και υπέρ τα δέκα χωρία κατέπνιξε δια την πλήμμης αυτού, ου μόνον τα σπαρτά απολεσθέντα φαίνονται αλλά και εκκλησίας κατέχωσεν, ημείς δε οι πρώην ηπειρώται, γεγόναμεν νησιώται του Καψοχωρίου απερριμένου και τεσσάρων χωρίων ως εν νήσω κειμένων, των οδοιποριών πανταχόθεν κεκλεισμένων, σκάφοι δε ποταμηγοί εν πολλοίς μέρεσι δια την ανάγκην ταίς χρείαις υπηρέτων …».
Για τον λόγο αυτό το χωριό μετακινήθηκε και πήγε αρχικά στη θέση «Αντά» (σ.σ. τουρκιστί = νησί), τοποθεσία πρίν τον σημερινό σκουπιδότοπο), προφανώς επειδή ήταν ψήλωμα, αλλά εκεί το μέρος ήταν όλο άμμος και δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν τίποτε, οπότε ξανασηκώθηκε το χωρίο και ήρθε στη θέση που βρίσκεται σήμερα. Στην παλιά του θέση έμεινε μόνο ο Άγιος Δημήτρης και τα μνήματα, στα οποία με άλογο πήγαιναν οι Καψοχωρινοί να ανάψουν κερί. Όμως στο ιερό της παλιάς εκκλησίας φυλάσσονταν σε ξύλινη λειψανοθήκη οι κεφαλές τριών επισκόπων Καμπανίας, ενώ τα ιερά άμφιά τους ήταν κρεμασμένα στο ιερό. Αυτό σημαίνει ότι κι άλλοι επίσκοποι Καμπανίας χρησιμοποιούσαν το κονάκι της Καψόχωρας ή θάφτηκαν στον Άγιο Δημήτριο.
Έχουμε κι ένα σημαντικό δημοτικό τραγούδι που καταγράφηκε στο Γκριτζάλι και αναφέρει το Καψοχώρι:

Τα Φώτα μι τουν αγιασμό κι του Βαϊό μι βάϊα
κι ανήμερα της Πασκαλιάς μι του Χριστός Ανέστη,
ήρθιν κι ου καπιτάν Θουμάς*, ήρθιν να γιουματίσει.
Βάνει τη μάννα τ’ να τηράει καρσί στου Καψουχώρι,
γλέπει αντάρα κι φουτιά κι όλου καβαλαρία ………

Όταν το χωριό μετακινήθηκε στη θέση που βρίσκεται σήμερα, το μέρος δεν ήταν πολύ διαφορετικό. Έφυγαν για να γλιτώσουν από τα νερά του Αλιάκμονα αλλά σε νερό πάλι ήρθαν. Το μέρος δεν είχε κανένα σημαντικό ύψωμα, από τη μια ήταν ο Αλιάκμονας κι από την άλλη ο Βάλτος. Το χωριό στα ύστερα οθωμανικά χρόνια ανήκε σε δύο τσιφλικάδες, που διατηρούσαν αντίστοιχα κονάκια
Το 1855 αναφέρεται η πώληση μεγάλου αριθμού γαιών του Γιουσούφ μπέη της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των οποίων αναφέρεται ότι: Η Κατ. Δημητρίου αγόρασε τον Μάρτιο του 1855 … την Καψόχωρα για 130.000 πιάστρα.
To 1878 γνωρίζουμε ότι το χωριό είχε 258 κατοίκους.
Από επιστολή του Έλληνα πρόξενου Κ. Βατικιώτη του 1880 μαθαίνουμε ότι: «[…]ο ενταύθα διαμένων Ιάκωβος Ρογκότης, υπήκοος Άγγλος, έλαβε δια του επιστάτου του εν Ρουμλουκίω τσιφλικίου του [που τότε περιελάμβανε αγροκτήματα στα χωριά Καψοχώρι, Λουτρό και Κουλούρα] επιστολάς διά των οποίων άγνωστος ληστρική συμμορία ζητεί παρ’ αυτού χιλίας πεντακοσίας λίρας επί απειλή εμπρησμού και καταστροφής του τσιφλικίου του.». Γνωρίζουμε επίσης ότι τον επόμενο χρόνο (1881) το τσιφλίκι του Ρογκότη, δηλαδή και η Καψόχωρα, εφρουρείτο από στρατιώτες, που του είχε παραχωρήσει ο μιράλαης της Βέροιας Ναφίζ μπέης.
Κατά το περιστατικό της απαγωγής του πασά του Γιδά Μεχμέτ Σεφήκ στις 27-07-1883 από τον αρχικαπετάνιο των ληστών του Ολύμπου, Γ. Κατσαρό, ξέρουμε ότι ο ένας από τους οδηγούς του ήταν από το Καψοχώρι με το όνομα Αργύριος. Τον δε αιχμάλωτο πασά πίσω από το Καψοχώρι τον πέρασαν δεμένο στο άλογο για να διασχίσουν τον Αλιάκμονα. Έτσι μπορούμε να πιθανολογήσουμε τα   βασανιστήρια και τις βαιοπραγίες, που έλαβαν χώρα σε βάρος και των κατοίκων της Καψόχωρας εκ μέρους των Τούρκων για την απόσπαση πληροφοριών σχετικά με τις διασυνδέσεις των απαγωγέων.
Το 1884 είχε 40 οικίες ενώ χρέη δασκάλου εκτελούσε ο ιερέας Προκόπιος σε μόλις 5 μαθητές.
Στα τελευταία οθωμανικά χρόνια γνωρίζουμε ότι το ένα από τα δύο τσιφλίκια της Καψόχωρας ανήκε στον Συνδίκα, μέλος της επιφανούς οικογένειας της Θεσσαλονίκης.
Όταν το 1892 κατασκευάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης – Μοναστηρίου, το τοπικός σταθμός έφερε της επιγραφή «Γιδά – Καψόχωρα»
Βρέθηκε μία απόδειξη συνδρομής του σχολείου του χωριού «Καψοχώρι» της 22-12-1904, δηλαδή κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, από την Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, την οποία υπογράφουν οι εφοροεπίτροποι: Θωμάς Πουρλιότης, Γεώργιος Πουρλιότης, Αργύριος Τονόπουλος, ο δάσκαλος Κ. Βαρσαμόπουλος, ενώ τα χρήματα δηλώνει ότι τα έλαβε από τον Λ. Κορομηλά στις 05-02-1905 ο αρχιμανδρίτης Παρθένιος, ενώ υπάρχει και η τουρκική σφραγίδα του μουχτάρη του χωριού.
Κατά την είσοδο του Ελληνικού στρατού στην πεδιάδα, το 1ο σύνταγμα Ιππικού, στις 19-10-1912, όταν διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κατάλληλο νερό για να ποτιστούν τα άλογα, ήρθε στο Καψοχώρι, όπου έφθασε στις 12.00. Την ίδια μέρα ξέρουμε ότι στην Καψόχωρα είχε στρατοπεδεύει το Τάγμα Κρητών. Τέλος στις 20-10-1912, τη μέρα που διεξαγόταν η μάχη του Καρά Ασμάκ, τα χειρουργεία ήταν εγκαταστημένα μεταξύ Γιδά και Καψόχωρας.
Τα τέκνα του χωριού στρατεύθηκαν και πολέμησαν σε όλους τους μετέπειτα αγώνες της Ελλάδας.
Ο παλιός ναός του Αγίου Δημητρίου τελικά κατέρρευσε περί το 1958-59. Σήμερα σ’ εκείνον τον χώρο υπάρχουν μόνο ο νεοκατασκευασμένος ομώνυμος κοιμητηριακός ναός.
Όμως το χωριό αναπτύχθηκε, έγινε πανέμορφο και έχει γίνει γνωστό στο πανελλήνιο ως η γενέτειρα ενός λαμπρού τέκνου του, του μεγάλου μουσικοσυνθέτη Χρήστου Νικολόπουλου.
Ήδη χάρις τις εργώδεις πρωτοβουλίες του τοπικού Λαογραφικού Συλλόγου και του Δήμου Αλεξάνδρειας το χωριό απόκτησε πρόσφατα και το μνημείο πεσόντων, που σήμερα εγκαινιάζουμε.-

Σας ευχαριστώ που με ακούσατε
11-05-2014 / ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΧΟΠΟΥΛΟΣ