Γενικά Χαρακτηριστικά
Η αντρική φορεσιά
Σε αντίθεση με τη φορεσιά των γυναικών του Ρουμλουκιού, που είναι πασίγνωστη στο πανελλήνιο και αναγνωρίστηκε σαν μια από τις ωραιότερες παραδοσιακές στολές, η ανδρική ρουμλουκιώτικη ενδυμασία έχει μείνει στην αφάνεια και τείνει να λησμονηθεί οριστικά. Απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν βρέθηκε και για αυτήν μια Αγγελική Χατζημιχάλη για να τη διασώσει ατόφια ή και να την περιγράψει απλώς, με αποτέλεσμα εκείνος που καταπιάνεται σήμερα μαζί της να μη διαθέτει πηγές απ’ όπου θα μπορούσε ν’ αντλήσει στοιχεία. Πολύ περισσότερο δεν υπάρχουν γνήσιες, αυθεντικές στολές.Η συνήθεια να χαρίζονται μετά το θάνατο ενός ανθρώπου τα προσωπικά του είδη, ανάμεσα τους και τα φορέματα, σε πρόσωπα συγγενικά, φιλικά ή φτωχά, μια συνήθεια που διατηρείται ως τις μέρες μας, υπήρξε μια από τις αιτίες που οδήγησε στον αφανισμό όλων αυτών των ενδυματολογικών θησαυρών. Η φωτογραφία, που είναι αρκετά αξιόπιστη πηγή, δεν βοηθάει ιδιαίτερα, γιατί όταν, έφτασε στον τόπο μας, μετά την τρίτη δεκαετία του αιώνα, ήδη είχε αρχίσει η φορεσιά να εκσυγχρονίζεται. Και όταν όμως αποτυπώνονται πάνω της κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία, πάλι είναι ελλιπή, γιατί στην ασπρόμαυρη επιφάνεια της δεν αποδίδονται γνωρίσματα, που είναι χαρακτηριστικά.
Υποχρεωτικά λοιπόν, προκειμένου να επιχειρήσουμε την παρουσίαση της ανδρικής στολής, θα στηριχτούμε αποκλειστικά στον προφορικό λόγο, στις μαρτυρίες γηραιών προσώπων, τα οποία γεννημένα στις αρχές του αιώνα, είναι σε θέση να μας δώσουν χρήσιμες πληροφορίες. Οι πληροφορίες αυτές παρουσιάζουν άλλωστε μια πληρότητα, .την οποία καμιά φωτογραφία ή άλλη απεικόνιση δεν θα μας έδινε, γιατί υπεισέρχονται σε μια σειρά από λεπτομέρειες χρήσιμες και απαραίτητες, όπως η ονοματολογία των μερών, οι πρώτες ύλες για την κατασκευή των υφασμάτων, η διαδικασία της βαφής και άλλα συναφή.
Από την έρευνα του θέματος προέκυψε πως ο εκσυγχρονισμός της αντρικής στολής, που προηγήθηκε πολύ της γυναικείας χρονικά, πραγματοποιήθηκε σταδιακά.
Φαίνεται πως μεγαλύτερη ανθεκτικότητα επέδειξε η καθημερινή φορεσιά, υπολείμματα της οποίας μπορούσε κανείς να συναντήσει σε γηραιά άτομα ως τις αρχές της δεκαετίας του πενήντα. Αντίθετα, η κυριακάτικη ή επίσημη στολή προσχώρησε στην αντίπερα όχθη, την “πολιτική” (αστική), πολύ νωρίτερα, ίσως και από την περίοδο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πάντως, είναι γεγονός πως και η ανδρική ενδυμασία, όπως και εκείνη των γυναικών, αποτελεί προϊόν, στο σύνολο της σχεδόν, της ντόπιας οικοτεχνίας. Πρώτη ύλη ήταν το μαλλί και το έτοιμο βαμβακερό νήμα, τα οποία βάφονταν και υφαίνονταν με τους γνωστούς παραδοσιακούς τρόπους. Τα επικρατέστερα χρώματα ήταν το λευκό, το μαύρο, οι αποχρώσεις του γαλάζιου, κάποια παραχώρηση στο καφέ ή στο “σιάργκαβο”, στο χρώμα, δηλαδή, εκείνο που προκύπτει από την ανάμειξη του άσπρου και σκούρου χρώματος του μαλλιού των προβάτων. Τα πρόχειρα ράβονταν συνήθως από την ίδια τη νοικοκυρά, ενώ τα βαριά μέρη της στολής και τα επίσημα από ειδικούς ραφτάδες.
Χαρακτηριστικό της ανδρικής φορεσιάς είναι η απλότητα της και η έλλειψη κάθε είδους διακόσμησης. Θα έλεγε κανείς πως κύριος προορισμός της είναι να εξυπηρετεί πρακτικούς μόνο σκοπούς και όχι αισθητικούς. Παράλληλα, παρουσιάζει μιαν ασυνήθιστη ποικιλία, ανάλογα με την εποχή που φοριέται, την ηλικία του προσώπου και φυσικά τον προορισμό της, αν δηλαδή είναι η καλή ή η καθημερινή στολή. Απαραίτητο συμπλήρωμα αποτελούσε το κάλυμμα του κεφαλιού. Τουλάχιστο ως μιαν ορισμένη εποχή, θεωρούνταν αδιανόητο να κυκλοφορήσει άντρας “ξεσκούφωτος”.
Όσο για την υπόδηση, τα πράγματα ήταν μάλλον απλά, ένα δερμάτινο ζευγάρι παπούτσια, καμωμένα παραγγελία, συνόδευαν συνήθως τον άντρα, από το γάμο που τα φορούσε για πρώτη φορά ως το τέλος της ζωής του. Τα γουρνουτσάρουχα ήταν όλο τον άλλο καιρό τα υποκατάστατα τους. Πολύ αργότερα και προφανώς κάτω από ξένες επιρροές, φορέθηκαν και “ποδήματα”, δερμάτινες μπότες δηλαδή, που έφταναν ως το γόνατο.
Τα μέρη της Φορεσιάς
Οι πληροφορίες που έχουμε λένε, πως οι τελευταίοι γέροντες των αρχών του αιώνα συνέχιζαν να φορούν για καλή στολή δυο βασικά ενδύματα: Το λευκό, λινό βρακί και το π(που)κάμ(ι)σο. Το βρακί, που συνέχισε να φοριέται γι’ αρκετά χρόνια μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν βαμβακερό και μακρύ ως τον αστράγαλο. Από τα γόνατα και κάτω ήταν στενό, σχεδόν εφαρμοστό, ενώ προς τα πάνω φάρδαινε, ώσπου γινόταν κάτι σαν βράκα. Στη μέση δενόταν μ’ ένα κορδόνι από κάνουρα στριφτή, τη βρακοζούνα.
Πουκάμισο.
Το πουκάμισο, ανοιχτόχρωμο και αυτό, ήταν αρκετά ευρύχωρο, σχεδόν ριχτό, με γιακά παπαδίστικο, έκλεινε μπροστά με κουμπιά, αλλά το κύριο χαρακτηριστικό του αποτελούσαν τα φαρδιά μανίκια του, κάτι σαν της φουστανέλας.
Πουκάμισο.
Το είδος αυτό της φορεσιάς ήταν το καλοκαιρινό. Το χειμωνιάτικο ντύσιμο είχε σαν βάση τα μάλλινα υφάσματα και τα σκ(ου)τιά. Στην περίπτωση αυτή τη θέση της βράκας έπαιρνε μπουλμπότσα. Κατά το σχήμα ήταν όμοια με το βρακί, διέφερε όμως στο ύφασμα και στο χρώμα, ήταν μάλλινη και το χρώμα της πάντοτε μαύρο.
Μπουλμπότσα.
Τα χειμωνιάτικα ρούχα του κορμού παρουσίαζαν μεγαλύτερη ποικιλία. Εσωτερικά φοριούνταν μάλλινη φανέλα, πλεχτή στο χέρι, ή καταστάρι (κατασάρκι) από υφαντό με μάλλινη ψιλή κλωστή. Το κομμάτι αυτό είχε στο επάνω μέρος του στήθους μικρό άνοιγμα. Αμέσως μετά ακολουθούσε πουκάμισο σκουρόχρωμο, βαμβακερό, χωρίς γιακά πάντοτε και με μανίκια δίχως μανσέτες.
Πουκάμισο.
Τα επανωφόρια αποτελούσαν το απαραίτητο συμπλήρωμα. Το πιο απλό και το συνηθέστερο ήταν ο ντουλαμάς, από ύφασμα μάλλινο, υφαντό, μαύρου χρώματος, κι αυτός χωρίς γιακά. Σχετικά κοντός, μόλις έφτανε μέχρι τη μέση. Από τα δυο μπροστινά φύλλα, το ένα ήταν μακρύτερο, με αποτέλεσμα το κούμπωμα να μη γίνεται στο κέντρο του στήθους αλλά στα πλάγια, κάπως λοξά.
Γιλέκο.
Κάποτε, πάνω από το ντουλαμά, φοριούνταν ένα ακόμα επανωφόρι, από ύφασμα πιο χοντρό και πυκνό – ήταν το σκουτί, που μετά την ύφανση στελνόταν στο μπατάνι να χτυπηθεί – πιο μακρύ και άνετο. Συχνά στην εσωτερική πλευρά, ήταν επενδυμένο, αντί φόδρας, με επεξεργασμένο δέρμα αρνιού, ενώ στο γιακά έφερε γούνα. Το όνομα του πατατούκα. Το επανωφόρι αυτό συγκαταλεγόταν στα επίσημα ενδύματα και θεωρούνταν ρούχο μιας ολόκληρης ζωής. Κάποτε μάλιστα κληροδοτούνταν και στην επόμενη γενεά. Μεταγενέστερη πρέπει να θεωρείται η βραχέα, που είναι συνδεδεμένη με τον νεωτερικό τρόπο ένδυσης. Πρόκειται για επενδύτη από χοντρό σκουτί, ραμμένο όπως ένα σύγχρονο παλτό, που έφτανε ως τη μέση των μηρών και φοριούνταν πάνω από το σακάκι.
Πατατούκα.
Η κάπα, το κουκ(ου)λιάτο και το νταλαγάνι ήταν τρία χειμωνιάτικα επανωφόρια, που φοριούνταν τις καθημερινές. Η πρώτη ήταν αμάνικη, έφερε μυτερή κουκούλα και στα πλάγια δυο ανοίγματα, για να μπορούν να βγαίνουν τα χέρια. Στο επάνω μέρος ήταν κάπως στενότερη και φάρδαινε όσο κατέβαινε. Και κατέβαινε ως κάτω στους αστραγάλους. Η πρώτη ύλη ήταν κατσικίσιο μαλλί, γι’ αυτό και δεν κατασκευαζόταν στα ρουμλουκιώτικα χωριά, αλλά’ αγοραζόταν έτοιμη. Φοριούνταν κυρίως από τους βοσκούς κάθε είδους, γιατί, βαριά καθώς ήταν, την απέφευγαν οι ζευγαράδες, διότι τους εμπόδιζε στις εργασίες τους. Πάντως, ήταν τόσο ζεστή και αδιάβροχη, ώστε επέτρεπε σε όσους τη φορούσαν να ξεχειμωνιάζουν στις καλύβες και στα βοσκοτόπια χωρίς προβλήματα.
Ένα πολύ ελαφρύτερο και πιο πρακτικό επανωφόρι ήταν το κουκλιάτο. Υφαινόταν στον αργαλειό με κάνουρα από μαλλί σιάργκαβο, μπατανιζόταν για να πυκνώσει και ραβόταν από επαγγελματίες ραφτάδες. Είχε το σχήμα περίπου της κάπας, είχε όμως κανονικά μανίκια, έφερε και αυτό τη μυτερή κουκούλα – απ’ όπου και τ’ όνομα του – και φοριούνταν τόσο από τους βοσκούς όσο και από τους ζευγαράδες. Κάτι ενδιάμεσο, ανάμεσα σε κάπα και κουκλιάτο, αποτελούσε το λεγόμενο νταλαγάνι. Πρόκειται για ένα είδος ελαφράς κάπας, πιο κοντής και με μανίκια επίσης κοντά. Το υλικό της ήταν ίδιο με της κάπας.
Άτομα νεαρής ηλικίας, με κάποια οικονομική άνεση, φρόντιζαν την ένδυση τους κάπως περισσότερο. Φορούσαν βέβαια πάλι την παραδοσιακή μπολμπότσα, όχι κατ’ ανάγκη μάλλινη, τα ρούχα του κορμού όμως παράλλαζαν. Το πουκάμισο κατασκευαζόταν από ύφασμα αγοραστό, χρωματιστό, ραβόταν περίτεχνα, με γιακάδες μεγάλους, όπως περίπου των ναυτικών, και πλατιά πέτα, που σκέπαζαν το “σακάκι”. Ο λόγος που η τελευταία λέξη τοποθετήθηκε σε εισαγωγικά είναι πως πρέπει να γίνει διάκριση από το σημερινό σακάκι. Επρόκειτο για ένα ρούχο άβολο, μάλλον διακοσμητικό, εφαρμοστό στις πλάτες και στα μανίκια, που έφτανε ως τη μέση, ευρύχωρο μόνο στο μπροστινό μέρος, που όμως ποτέ δεν κούμπωνε, αφήνοντας έτσι , την εσωτερική φόδρα να φαίνεται.
Ακόμα και από τη στολή αυτή, την κάπως προχωρημένη, δεν έλειπε το ζουνάρι. Πράγματι, οι Ρουμλουκιώτες, άντρες και γυναίκες, είχαν την πρόνοια, με όλες τις φορεσιές και για όλες τις εποχές, να μην αφήνουν τη μέση τους, το μέρος του σώματος που τόσο καταπονείται στις γεωργικές και κτηνοτροφικές δουλειές, ακάλυπτο και εκτεθειμένο.
Ζωνάρια.
Το αντρικό ζουνάρι αποτελούνταν από ένα μάλλινο, μακρόστενο ύφασμα, συνήθως μαύρο, που το μήκος του έφτανε αρκετά μέτρα. Το τύλιγμα έφτανε λίγο πάνω από τους γοφούς και ανέβαινε σκεπάζοντας όλη την κοιλιακή χώρα. Ήταν μονόχρωμο και δεν έφερε καμιά διακόσμηση.
Σχετικά με την υπόδηση έχουμε πει πως για τις καθημερινές, αναντικατάστατο ήταν το τσαρούχι, από δέρμα χοιρινό. Τσαρούχια φορούσαν και οι γυναίκες, όταν ακολουθούσαν τους άντρες στις γεωργικές ασχολίες. Αναπόσπαστο μέρος των τσαρουχιών αποτελούσαν τα μπγιάλια, τα οποία έπαιρναν τη θέση της κάλτσας. Τα μπγιάλια ήταν ορθογώνια κομμάτια σπιτικού μάλλινου υφάσματος, με σιάργκαβο χρώμα. Ένα μέρος τους τυλίγονταν γύρω από την πατούσα και έμπαινε μέσα στο τσαρούχι, το υπόλοιπο τυλιγόταν πάλι γύρω από τα καλάμια και στερεωνόταν πάνω τους με νουζίτσες (λουρίδες από δέρμα) ή τσαρχόσκ(οι)να. Αντίθετα, με τα παπούτσια φοριούνταν πάντοτε μάλλινες κάλτσες, τα γνωστά σκ(ου)φούνια, σε χρώματα που ταίριαζαν με τα υπόλοιπα ρούχα, μαύρα, άσπρα, γαλάζια.
Σκφούνια.
Γουρνοτσάρουχα.
Το κάλυμμα του κεφαλιού, που όπως προείπαμε ήταν υποχρεωτικό, διακρινόταν, επίσης, σε καθημερινό και επίσημο. Το πρώτο αποτελούνταν από ένα μακρόστενο κομμάτι μάλλινο αλλά ελαφρύ ύφασμα, πλάτους περί τα είκοσι πέντε εκατοστά και μήκους ως ενάμισι μέτρο, το οποίο δένονταν στο κεφάλι, έτσι ώστε να σκεπάζει το μέτωπο, τ’ αυτιά και το πίσω μέρος του κρανίου.
Τραγιάσκα.
Κάποτε, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, με τις μεγάλες ζέστες, τον κεφαλόδεσμο αυτό τον αντικαθιστούσε ένα ύφασμα ελαφρύτερο, λινό, με χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα. Έτσι, όταν ο άντρας έλεγε, π.χ., “δώσι μίτου κίτρινου”, εννοούσε αυτό το κομμάτι του υφάσματος, που τον προφύλαγε από τον ήλιο, τη σκόνη, τον ιδρώτα και τους πονοκεφάλους.
Οι πληροφορίες μας λένε, πως οι ηλικιωμένοι φορούσαν τις επίσημες μέρες ένα είδος φέσι. Αυτό αντικαταστάθηκε αργότερα από τη γνωστή τραγιάσκα και πολύ αργότερα από το ψάθινο καπέλο.
Η φουστανέλα και το ρουγκάτσι.
Απ’ όσα μέχρι τώρα εκθέσαμε, δημιουργείται η εντύπωση πως από τον ενδυματολογικό χώρο του Ρουμλουκιού απουσιάζει παντελώς η τσολιαδίστικη στολή, Αυτό δεν είναι αλήθεια. Μέχρι τη δεκαετία του πενήντα δεν ήταν λίγα τα σεντούκια που φύλαγαν μέσα τους τον μπόγο με την τιμημένη ρωμαίικη φορεσιά. Μόνο που προοριζόταν για ειδική και συγκεκριμένη χρήση. Φοριούνταν αποκλειστικά από τους ρουγκατσιαρούς, για τους οποίους θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Τις στολές αυτές τις φορούσαν και οι μαθητές του δημοτικού, στις διάφορες σχολικές γιορτές γι’ αρκετά χρόνια μετά το Δεύτερο Πόλεμο, ήταν αυθεντικές και ούτε θυμούνταν κανείς από πότε βρίσκονταν στην κατοχή του. Είναι δύσκολο βέβαια να ισχυριστούμε πως αποτελούσαν απομεινάρια μιας εποχής, που η χρήση τους ήταν γενικευμένη, μα και να το αποκλείσουμε εντελώς είναι ακόμα δυσκολότερο.
Ένας ιδιότυπος τύπος βαφής
Θα κλείσουμε τη σύντομη αναφορά μας στην ανδρική ρουμλουκιώτικη φορεσιά, κάνοντας λόγο για έναν παραδοσιακό τρόπο βαφής της μάλλινης και βαμβακερής κλωστής. Στην περίπτωση αυτή επιθυμητό χρώμα ήταν το μαύρο.
Έριχναν το υλικό, κλωστή ή νήμα, σε μια χαλ(ρ)κουτσούκα (χάλκινο καζάνι, σφυρήλατο, φαρδύ στο κάτω μέρος, στενότερο ως ένα σημείο και πάλι πιο φαρδύ στο επάνω, με λαβές) και το σκέπαζαν με νερό. Ύστερα έριχναν μέσα ξύσματα ή κομμάτια από τις ρίζες ενός θάμνου, του λαπατου, το “λαπατιαζαν”, όπως έλεγαν. Η εργασία αυτή απαιτούσε μεγάλη εμπειρία, γιατί η μεγαλύτερη ή μικρότερη από την κανονική ποσότητα από τη φυτική ύλη, είχε σαν συνέπεια την αποτυχία της βαφής. Το νερό ζεσταίνονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, έως ότου, με την πάροδο κάποιων ημερών, πάρει το ύφασμα μιαν απόχρωση καφέ. Τότε έριχναν μέσα κομμάτια καραμπογιάς, οπότε το καφέ μεταβάλλονταν σε μαύρο.
Είμαστε σήμερα σε θέση να διαπιστώσουμε από τα υφαντά που σώζονται, τα χρώματα είναι ανεξίτηλα και διατηρούν στο ακέραιο την αρχική τους λάμψη.
Πηγές : ΕΛΛΗΝΟΤΟΠΟΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ Θ. ΝΤΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ 1996