Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΦΟΡΕΣΙΑΣ
Η γυναίκα του Γιδά .
Παρά τη ραγδαία ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων οι κάτοικοι της πεδιάδας του Αλιάκμονα δεν ξεχνούν τις παραδόσεις τους. Η παραδοσιακή φορεσιά των γυναικών στα περίπου πενήντα χωριά του Ρουμλουκιού θεωρείται κατάλοιπο στρατιωτικής ενδυμασίας, της οποίας το κυρίαρχο στοιχείο είναι ο πρωτότυπος κεφαλόδεσμος, το κατσούλι, που φτιάχνεται από τρία μαντήλια και αναπαριστά αρχαία περικεφαλαία. Θεωρείται σημάδι γνήσιας ελληνικής καταγωγής και οι γυναίκες της περιοχής καυχώνται, ότι το κατσούλι τους το δώρισε ο Μέγας Αλέξανδρος. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν κατά τη διάρκεια της απουσίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε εκστρατεία, εισέβαλαν στην περιοχή αυτή επιδρομείς, οπότε η ολιγάριθμη φρουρά άρχισε να υποχωρεί, οι γυναίκες πήραν τα όπλα, πολέμησαν γενναία και έδιωξαν τον εχθρό. Όταν λοιπόν επέστρεψε ο Μέγας Αλέξανδρος και πληροφορήθηκε το κατόρθωμά τους, διέταξε τους άνδρες του να βγάλουν τις περικεφαλαίες και να τις δώσουν στις γυναίκες, οι οποίες από τότε τη φορούν με καμάρι και αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιοχής.
Η τοπική φορεσιά των γυναικών του Ρουμλουκιού διέσωσε μέχρι τις μέρες μας διάφορα ενδυματολογικά στοιχεία που ανάγονται στους ελληνιστικούς, τους ρωμαϊκούς και τους βυζαντινούς χρόνους.
Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν η Καμπανία ήταν τόπος κατοικίας ή ζωτικών συμφερόντων πάμπολλων στρατιωτικών οικογενειών από τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, οπότε δεν είναι υπερβολή να δεχθούμε ότι αυτή η πεδιάδα κυριολεκτικά στρατοκρατούνταν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και την κυρίαρχη προσαρμογή των ενδυμάτων των κατοίκων της πεδιάδας αυτής στα αντίστοιχα στρατιωτικά ενδύματα. Οι βυζαντινοί στρατιώτες έφεραν το σαγίον, ένδυμα από το οποίο προέρχεται ο σαγιάς των γυναικών του Ρουμλουκιού. Το Ρωμαϊκό sagum και sagus σημαίνει μάλλινος στρατιωτικός επενδύτης – χλαμύδα, ενώ τα όπλα τους ήταν ένα σπαθί, ένα εγχειρίδιο, φαρέτρα, τόξο και μία λόγχη. Επίσης βασικό εξάρτημα της ρουμλουκιώτικης φορεσιάς των γυναικών ήταν και το ασημομάχαιρο ή ασημοσουγιάς, που αντικατέστησε τα σπαθιά της αρχαίας και της βυζαντινής εποχής. Το λοφίο του κράνους, η σημαιούλα της λόγχης και ο μανδύας των βυζαντινών στρατιωτικών είχαν διαφορετικό χρώμα, ανάλογα με το σύνταγμα που υπηρετούσαν. Η λέξη φλάμουλα – flammulum σημαίνει τη στρατιωτική σημαιούλα στο σχήμα φλόγας. Οι Ρουμλουκιώτες χρησιμοποιούσαν τρία φλάμπουρα ή «χλάμπουρα» στους γάμους.
Απαραίτητο στοιχείο της στρατιωτικής εξάρτησης, ήταν οι θώρακες με ραμμένα μεταλλικά ελάσματα ή λωρίδες, συνήθεια που διατηρήθηκε στα φαρδιά πουλένια ζωνάρια της ρουμλουκιώτικης γυναικείας φορεσιάς.
Στο Ρουμλούκι το ντύσιμο της νύφης το έλεγαν «αρμάτωμα», ενώ η χρήση πολλών κοσμημάτων με αλυσίδες και φλουριά, καθώς και τεμαχίων υφασμάτων με συρματερά νήματα (π.χ. τραχηλιά), παραπέμπει στα αλυσιδωτά στρατιωτικά ενδύματα της μεσαιωνικής εποχής.
Η καλύπτρα κεφαλής – περικεφαλαία των απλών βυζαντινών στρατιωτών διαφοροποιούνταν από αυτή των βοηθητικών στρατιωτών, που ήταν απλούστερη, ενώ αντίθετα των ιππέων αξιωματικών ήταν πιο επιβλητική και διακοσμημένη με μία ή περισσότερες σειρές από λοφία ή τουφία (φούντες). Παρόμοια διαβάθμιση παρατηρείται και στους ρουμλουκιώτικους κεφαλόδεσμους, δηλαδή στα τσεμπέρια των κοριτσιών, στις φούντες τις νύφης και στο κατσούλι της παντρεμένης Η Αγγελική Χατζημιχάλη υποστήριξε ότι το σχήμα που παίρνει ο ρουμλουκιώτικος κεφαλόδεσμος, όταν μπαίνουν οι νυφιάτικες φούντες πάνω στο κατσούλι, θυμίζει την κόμμωση των γυναικών στην αρχαία Ρώμη, που της έδιναν σχήμα κράνους με πρόσθετα μαλλιά, οι οποίες με τον καιρό αντικαταστάθηκαν με τις μεταξωτές κλωστές, που θυμίζουν στολισμένα κράνη.
Παράλληλα οι βαθμοί των στρατιωτικών επισημαίνονταν με σειρά εξαρτημάτων – κοσμημάτων της στρατιωτικής φορεσιάς, που δήλωναν τη διαβάθμιση του αξιώματός τους, καθώς και με διάφορα ζωνάρια, αφού η λέξη ζώνη μεταφορικά σήμαινε και το αξίωμα. Σημαντικό λοιπόν στοιχείο της βυζαντινής ενδυμασίας ήταν η ζώνη ενώ και στη ρουμλουκιώτικη φορεσιά το αστραφτερό πουλένιο ζωνάρια αποτελεί σημαντικό στοιχείο της.
Τα βυζαντινά επιμανίκια, τα οποία ήταν ιδιαίτερα στολισμένα τόσο στις ανδρικές όσο και στις γυναικείες φορεσιές και διασώθηκαν στα μπρουμάνικα (προμάνικα) του Ρουμλουκιού.
Τα σκουλαρίκια των πρώτων χριστιανικών χρόνων έδωσαν τη θέση τους στα πρεπενδούλια, τα οποία, ενώ στους αυτοκράτορες κρέμονταν από τα διαδήματα που φορούσαν, στους αυλικούς και αξιωματούχους κρέμονταν από τα φακεωλίδια (ή φακιολίδια), που ήταν τετράγωνα πολυποίκιλτα τεμάχια στόφας και κάλυπταν το κεφάλι. Απομεινάρι των πρεπενδούλιων των αρχόντων στη γυναικεία ρουμλουκιώτικη φορεσιά είναι τα δούλια, που στερεώνονται στο μαφέσι του κεφαλόδεσμου.
Σ’ αυτήν την ενδυματολογική προσαρμογή των τοπικών ενδυμασιών προς τις στρατιωτικές, μπορεί να αναζητηθεί η απαρχή της τοπικής φορεσιάς των γυναικών του Ρουμλουκιού, χωρίς να μπορούμε να την προσδιορίσουμε χρονικά. Βέβαια η επιλεκτική στροφή των κατοίκων προς τον δανεισμό στοιχείων της στρατιωτικής φορεσιάς, προφανώς βρήκε έρεισμα στην περηφάνεια των κατοίκων αυτής της περιοχής, που παραδοσιακά καυχόταν ότι είναι απόγονοι των στρατιωτών του μεγάλου Αλεξάνδρου και διατηρούσαν αλώβητες τις αναμνήσεις που διέσωζαν ενδυματολογικά στοιχεία αρχαιομακεδονικών στρατιωτικών στολών.-
Αλεξάνδρεια Ημαθίας
ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Ερευνητής της Ιστορίας και Λαογραφίας
Τηλ. 23330-25005 / mosio@otenet.gr
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-
Γ. Φιλάρετος – Δ. Βασιλειάδης, Εθνικός Οδηγός της Μεγάλης Ελλάδος, Αθήναι 1919, σελ. 75 – Leonard Schultze Jena, Makedonien Landschafts und Kulturbilder, Iena 1927, σελ. 112
-
Αγγελική Χατζημιχάλη, Ελληνική Λαϊκή Τέχνη – Ρουμλούκι, Αθήνα 1931, σ. 36, 39, 40 επ., 43 επ., 50, 52 επ., 77, 79, 66, 94, 124.
-
Αγγελική Χατζημιχάλη, Η Ελληνική Λαϊκή Φορεσιά, Μουσείο Μπενάκη, (έκδ. Μέλισσα) Αθήνα 1983, τομ. ΙΙ, σελ. 102 επ., 115, 212-215.
-
Ιωάννης Μοσχόπουλος, H Kαμπανία (Ρουμλούκι) στα Βυζαντινά χρόνια, τόμος Β΄, (έκδ.University Studio Press) Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 46–53, 229-240.
-
Ιωάννης Μοσχόπουλος, Ρουμλουκιώτικα σημειώματα 1980-1988, τόμος 1ος, (έκδ. University Studio Press) Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 13-14, 22-26.
-
Ιωάννα Παπαντωνίου, Μακεδονικές φορεσιές, Ναύπλιον 1992, σελ. 10.
-
Ιωάννα Παπαντωνίου, Η ελληνική ενδυμασία από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ού αιώνα, (έκδ. Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος) Αθήνα 2000, σελ. 82 επ., 88 επ., 94 επ.,108 επ., 112 επ., 116.
-
Δώρα Στράτου, Ελληνικοί Παραδοσιακοί Χοροί, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1978, σελ.41.
-
Γιώργης Μελίκης, Τα λαογραφικά της Μελίκης, (έκδ. Λ.Ο.Μ.Π. ) τόμος Α’, 1984, σελ. 149.
Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ
Η γυναικεία φορεσιά του Ρουμλουκιού διακρίνεται σε τρία μέρη: στα κομμάτια που φοριούνται στον κύριο κορμό, σε εκείνα που προορίζονται για το κεφάλι και τέλος στα κοσμήματα που φοριούνται τόσο στον κορμό όσο και στο κεφάλι.
Τα κομμάτια που αποτελούν τον κύριο κορμό της ρουμλουκιώτικης γυναικείας φορεσιάς είναι τα εξής:
-
-
Ο σαϊάς αποτελεί το πιο βασικό και χαρακτηριστικό ρούχο της όλης φορεσιάς. Γίνεται από βαμβακερό ύφασμα, υφασμένο από τις Ρουμλουκιώτισσες στον αργαλειό τους. Σε κάποιες άκρες του σαϊά έμπαιναν στενές λουρίδες βελούδου. Ο σαϊάς συναντάται σε δύο χρώματα λευκό και γεράνιο (σκούρο γαλάζιο). Το λευκό σαϊά το φορούν τα νεαρά κορίτσια από την ηλικία των 15 με 16 χρόνων περίπου. Ο γεράνιος (βαμμένος με λουλάκι) φοριέται από τις Ρουμλουκιώτισσες τη μέρα του γάμου τους και έπειτα σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Ο σαϊάς αν και είναι γυναικείο φόρεμα είναι μπροστά ανοικτός από πάνω έως κάτω και μοιάζει περισσότερο με πανωφόρι. Είναι στενός και εφαρμοστός στη μέση και όσο κατεβαίνει φαρδαίνει. Οι δύο μπροστινές του άκρες διπλώνονται προς τα πίσω και στερεώνονται στη μέση κάτω από το ζωνάρι. Στα δύο αυτά σχεδόν τριγωνικά διπλώματα του σαϊά κεντούσαν σχέδια απλά αλλά ιδιαίτερα καλαίσθητα. Για παράδειγμα γεωμετρικά σχήματα (τρίγωνα, ρόμβους, κυλίνδρους) και λουλούδια. Όταν πρόκειται για τον “καλό σαϊά”, το νυφιάτικο ή τον επίσημο, τα σχέδια στα κεντήματα είναι πιο γιορταστικά και πιο προσεγμένα. Οι ηλικιωμένες και οι χήρες φορούν σαϊά χωρίς κανένα κέντημα.
-
Ο σαϊάς.
-
-
Το πουκάμισο (ή π’κάμσου) είναι αυτό που καλύπτει όσα αφήνει να φαίνονται ο σαϊάς. Φτάνει λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Είναι κλειστό κάτω από τη μέση και έχει ένα άνοιγμα στο ύψος του στήθους. Υφαίνεται με μάλλινο ή βαμβακερό νήμα και διακοσμείται ενδιάμεσα με μεταξένιες γραμμές.
-
Το πουκάμισο.
-
-
Το αντιρί είναι μεταξωτός μεσόφορος επενδύτης και φοριέται πάνω από το πουκάμισο και την τραχηλιά πιο συχνά στη νυφιάτικη στολή και όχι τόσο στη καθημερινή ή στη γιορταστική. Είναι γνωστός και σε άλλα ελληνικά μέρη. Στο Ρουμλούκι αποτελούσε δείγμα πολυτέλειας και ήταν ένα από τα προαιρετικά δώρα του γαμπρού. Οι πιο πλούσιες νύφες είχαν και δεύτερο αντιρί, που το ύφασμά του το χάριζε ο νουνός στη στεφάνωση.
-
Το αντιρί.
-
-
Το καταστάρι (ή κατασάρκι) είναι φανέλα πυκνοϋφασμένη και φοριέται κατάσαρκα. Χρησιμοποιούνταν περισσότερο το χειμώνα λόγω ότι το άνοιγμα του σαϊά και η λεπτότητα του πουκαμίσου δεν προστάτευε ιδιαίτερα τις γυναίκες από το τσουχτερό κρύο αυτής της εποχής.
-
Το καταστάρι.
-
-
Τα μπρουμάνικα (ή μανίκια). Τα μανίκια του σαϊά και του πουκαμίσου έφταναν κάπου στον αγκώνα του χεριού και άφηναν το υπόλοιπο χέρι ακάλυπτο. Το κενό αυτό το κάλυπταν ειδικά πρόσθετα μανίκια ή αλλιώς μπρουμάνικα για λόγους ηθικής της εποχής, αφού δεν ήταν επιτρεπτή η γυμνή σάρκα. Τα επίσημα μπρουμάνικα γίνονταν από βελούδο και είχαν προσεγμένα κεντήματα σε διάφορα σχήματα με λευκόχρυσες ταινίες. Τα πιο καθημερινά μπρουμάνικα γίνονταν με ύφασμα του αργαλειού, το ίδιο περίπου με αυτό που χρησιμοποιούσαν για το πουκάμισο. Συνήθως, όμως, οι Ρουμλουκιώτισσες στις καθημερινές τους εργασίες δεν φορούσαν μπρουμάνικα .
-
Τα μπρουμάνικα.
-
-
Το κοντόσι είναι ένας βραχύτατος επενδύτης (πανωφόρι) που φοριόνταν πάνω από το σαϊά. Το χρώμα του είναι γεράνιο ή μαύρο. Το ύφασμα του γίνονταν στον αργαλειό από λεπτή, καλοδουλεμένη κάνουρα. Πολλές φορές, το καθημερινό κυρίως κοντόσι για να είναι πιο ζεστό το φόδραραν εσωτερικά με τομάρι (δέρμα) προβάτου, που διατηρούσε το μαλλί του. Η διακόσμηση του κοντοσιού είναι περιφερειακή και γίνονταν με αγοραστά γαϊτάνια και ταινίες, που ράβονταν πάνω στο ύφασμα .
-
Το κοντόσι.
-
-
Η τραχηλιά αποτελείται από δύο ξεχωριστά, ορθογώνια κομμάτια υφάσματος που ενώνονται στο επάνω μέρος με κορδόνι. Χρησιμοποιείται για την κάλυψη του στήθους. Στις καλές, επίσημες φορεσιές η τραχηλιά ήταν ολομέταξη. Πάνω στη τραχηλιά κεντούσαν άνθη με χαρούμενα χρώματα. Το κάθε κομμάτι της τραχηλιάς στερεώνονταν και έμπαινε μέσα στο ζωνάρι. Οι ηλικιωμένες γυναίκες συνήθιζαν να φορούν σκουρόχρωμες και χοντροϋφασμένες τραχηλιές.
-
Η τραχηλιά.
-
-
Το ζωνάρι (ή ζ’νάρ) είναι ένα μακρόστενο μάλλινο κομμάτι υφάσματος, με διαστάσεις περίπου μήκος 2 μέτρα και πλάτος 25 εκατοστά. Το ζωνάρι συνόδευε όλα τα είδη της ρουμλουκιώτικης γυναικείας φορεσιάς. Το ζωνάρι στερεώνονταν με μεγάλες καρφίτσες, τα κομποβέλονα και με ένα είδος πόρπης το δούλο, τον τοκά ή τον τουκά. Η διακόσμηση του αποτελείται από κεντήματα με γεωμετρικά σχήματα και λουλούδια σε όλο το μήκος του. Η διακοσμημένη επιφάνεια του ζωναριού χωρίζεται σε ισομεγέθη ορθογώνια, που καλύπτονταν από πούλιες. Ζωνάρι με πούλιες σα λέπια ψαριού δεν υπάρχει σε καμία άλλη ελληνική φορεσιά. Το ρουμλουκιώτικο γυναικείο ζωνάρι θυμίζει τις ζώνες των αντρών από την ομηρική εποχή, που ήταν κατασκευασμένες από αργυρά ή χάλκινα ελάσματα για να προστατεύουν το υπογάστριο και αποτελούσαν μέρος του αρχαίου θώρακα. Το ζωνάρι του Ρουμλουκιού είχε ιδιαίτερα λειτουργικό ρόλο, αφού εκεί στερεώνονταν η τραχηλιά και οι ανασηκωμένες άκρες του σαϊά. Επιπρόσθετα, συμπλήρωνε το κενό που δημιουργούνταν ανάμεσα στο κοντόσι και τη φούτα (ποδιά) και πάνω σε αυτό γαντζώνονταν αρκετά κοσμήματα της φορεσιάς. Επιπλέον, πάνω στο ζωνάρι στερεώνονταν τα μαντήλια των γυναικών που χρησιμοποιούνταν στο χορό. Τέλος, το ζωνάρι έκρυβε μια τσέπη του σαϊά, την “πουζνάρα” (υπό ζωνάρια) και κρατούσε σταθερή και ζεστή τη μέση των γυναικών κατά τη διάρκεια των καθημερινών, κοπιαστικών εργασιών τους .
-
Ζωνάρια.
-
-
Η φούτα είναι ένα είδος ποδιάς, η οποία δένεται λίγο κάτω από το ζωνάρι με ένα μάλλινο κορδόνι. Έχει σχήμα ορθογώνιο και είναι πιο κοντή από το σαϊά και το πουκάμισο. Το ύφασμα της φούτας είναι σκληρό και μάλλινο και διακοσμείται με γεωμετρικά σχήματα. Η φούτα αντικαθιστούνταν από τις γυναίκες του Ρουμλουκιού κατά τις καθημερινές τους εργασίες από το πιστιμάλι, μία πάνινη, φαρδιά και εύκαμπτη ποδιά, που ήταν πιο λειτουργική σε σχέση με τη φούτα.
-
Φούτες.
Καθημερινές υφαντές φούτες.
Το καπότι.
-
Το καποτί και το κοντογούνι. Οι Ρουμλουκιώτισσες όταν έκανε πολύ κρύο πάνω από όλα τα προηγούμενα ρούχα φορούσαν το καποτί και το κοντογούνι. Το καποτί είναι ένα μάλλινο, φλοκιαστό, σκούρο γαλάζιο πανωφόρι, που το έκανε δώρο ο γαμπρός στη μέλλουσα γυναίκα του. Παλιότερα συνήθιζαν να το φορούν οι νύφες στη μέρα του γάμου τους. Το κοντογούνι είναι ένα άλλο μάλλινο πανωφόρι χωρίς μανίκια, στολισμένο με μαύρα φαρδιά γαϊτάνια.
-
Τα υποδήματα και οι κάλτσες. Τα επίσημα παπούτσια των γυναικών του Ρουμλουκιού ονομάζονταν μποτίνια και ήταν μαύρα, δερμάτινα, στρογγυλά μπροστά, με χαμηλό τετράγωνο τακούνι και χοντρές σόλες, που κατασκευάζονταν μετά από παραγγελία και ξεχωριστά για το πόδι κάθε γυναίκας σε τσαγκάρη στη Βέροια. Για τις καθημερινές τους εργασίες οι γυναίκες φορούσαν τα ίδια παπούτσια με τους άντρες δηλαδή τα γουρουνοτσάρουχα ή αλλιώς κουντούρες. Τα γουρουνοτσάρουχα ήταν χοντροκαμωμένα, κοντά και με μικρές μύτες στην άκρη τους. Οι κάλτσες που φορούσαν οι γυναίκες του Ρουμλουκιού ήταν μάλλινες, λευκές ή μαύρες, λέγονταν σκουφούνια και τις έπλεκαν μόνες τους. Με τον καιρό, όμως, οι γυναίκες του Ρουμλουκιού και ιδιαίτερα οι νέες άρχισαν να προτιμούν τις έτοιμες λεπτές κάλτσες που έβρισκαν στην αγορά της Βέροιας.
Σκουφούνια.
Τα είδη του ρουμλουκιώτικου γυναικείου κεφαλόδεσμου είναι τα παρακάτω:
-
-
Το κατσούλι (ή κατσιούλ’) σηματοδοτούσε την έγγαμη ζωή μιας γυναίκας και πρωτοφοριόνταν τη μέρα του γάμου της. Το κατσούλι, επίσης, φοριόνταν σε όλες τις ξεχωριστές περιστάσεις της ρουμλουκιώτικης κοινωνίας, όπως γιορτές, πανηγύρια, γάμοι και βαφτίσια από τις παντρεμένες Ρουμλουκιώτισσες. Ο πυρήνας, το κύριο κομμάτι του κατσουλιού ήταν μία μικρή πάνινη άσπρη μπαλίτσα, που μέσα της έκρυβε μία ξύλινη βέργα και λίγο μαλλί. Η μπαλίτσα αυτή περισφίγγονταν με δύο λευκά μαντίλια υφασμένα στον αργαλειό. Πρώτα, έδεναν ένα μαντήλι που ονομάζονταν νταρτμάς και στη συνέχεια έδεναν ένα άλλο μαντήλι, το τσεμπέρι και άφηναν μία τριγωνική του πλευρά ελεύθερη, διακοσμημένη με δαντέλα για να καλύπτει το πίσω μέρος του κεφαλιού. Πάνω από το νταρτμά και το τσεμπέρι έδεναν περίτεχνα το μαφέσι, ένα μαύρο, αγοραστό αυτή τη φορά μαντήλι. Πάνω από τα μαντήλια έμπαιναν φούντες, οι οποίες αύξαιναν το ύψος και τον όγκο του κεφαλόδεσμου και πρόσθεταν μεγαλοπρέπεια. Οι φούντες, που τοποθετούσαν πάνω στο κατσούλι θυμίζουν την αλογοουρά (ίππουρις) που επικολλούνταν στο σιδερένιο κράνος των ομηρικών ηρώων. Το κατσούλι, έπειτα, διακοσμούνταν με τεχνητά λουλούδια από χαρτί και ύφασμα, με φτερά από νήσσους (πάπιες) και παγωνιά αλλά και με ειδικά κοσμήματα, που πρόσφερε η οικογένεια του γαμπρού στη νύφη. Τέλος, μερικές Ρουμλουκιώτισσες διακοσμούσαν το κατσούλι τους με το χρυσοτσέμπερο, δηλαδή ένα κομμάτι τσόχας χρυσοποίκιλτης, που τη τοποθετούσαν μπροστά από το μαφέσι και πάνω από το μέτωπο σαν επιπρόσθετο γείσο. Σημαντικό ρόλο για τη στερέωση του κατσουλιού έπαιζε η περίτεχνη κόμμωση των γυναικών του Ρουμλουκιού. Τα μαλλιά τους ήταν ιδιαίτερα μακριά και κόβονταν μόνο μπροστά στο μέτωπο ώστε να σχηματίζουν μία ευθεία και στο χώρο των κροτάφων, όπου τυλίγονταν και σχημάτιζαν κυλίνδρους. Η ερευνήτρια Κατερίνα Γ. Κορρέ στο βιβλίο της “Ελληνικός Κεφαλόδεσμος” σημειώνει ότι ο τρόπος που χρησιμοποιεί η Ρουμλουκιώτισσα τα μαλλιά της θυμίζει τον αρχαίο “κρωβύλο”, αρκετά παλιό τρόπο κομμώσεως και ιδιαίτερα περίτεχνο με τον οποίο δίνεται εμφάνιση λόφου ή περικεφαλαίας στο κεφάλι. Ο κρωβύλος παρουσιάζεται σε περιγραφές και εδώλια των μινωικών και ομηρικών χρόνων και ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος και στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο. Επιπλέον, η Κατερίνα Κορρέ αναφέρει ότι η πλεξούδα με την οποία τύλιγαν σφιχτά το κατσούλι για να στερεωθεί θυμίζει την πλεκτή ανδέσμη του Ομήρου αλλά και τα μινωικά ειδώλια από τα Ιερά Κορυφής. Η πλεξούδα των γυναικών του Ρουμλουκιού πιθανότατα αντικαθιστά την ταινία (μετάλλινη ή υφασμάτινη) που έμπαινε στη βάση του αρχαίου κρωβύλου. Τέλος, για τα μαλλιά των κροτάφων των Ρουμλουκιώτισσων, τα λεγόμενα τζουλούφια ή πλαϊνά μαλλιά, αναφέρει ότι γίνονται μπαταριές (βόστρυχοι, μπούκλες) ή στριφτά και θυμίζουν τις παρωτίδες των Αρχαίων ή τους βοστρύχους ελικτούς των Βυζαντινών .
-
Το κατσούλι.
-
-
Το τσεμπέρι φοριόνταν ως κεφαλόδεσμος από τα νεαρά κορίτσια ηλικίας 15 με 16 χρονών όταν έβαζαν για πρώτη φορά και το σαϊά. Το τσεμπέρι αποτελούνταν από δύο μαντήλια, τον άσπρο νταρτμά και το γεράνιο μαφέσι. Το τσεμπέρι στολίζονταν με λουλούδια φυσικά και χάρτινα και με καρφίτσες με φτερά παγωνιών. Για να στερεώσουν το τσεμπέρι έκαναν την ίδια κόμμωση με αυτού του κατσουλιού, μόνο που τη μεσαία κοτσίδα την κάρφωναν στην κορφή του κεφαλιού .
-
Φούντες.
-
-
Το μαύρο μαφέσι και το κρεπ μαύρο μαντήλι. Οι Ρουμλουκιώτισσες όταν είχαν “ρίξει” (δε φορούσαν πια) τα κατσούλια, είτε για λόγους πένθους είτε γήρατος, χρησιμοποιούσαν για να καλύπτουν το κεφάλι τους το μαύρο μαφέσι ή το κρεπ μαύρο μαντήλι. Το κρεπ μαντήλι ήταν αγοραστό, βαμβακερό και σχετικά μικρό. Κάλυπτε όλο το μέρος του κεφαλιού και δένονταν σφιχτά στο πίσω μέρος του. Το μαύρο μαφέσι ήταν διπλάσιο σε μέγεθος από το κρεπ μαντήλι. Ήταν και αυτό βαμβακερό. Το μαφέσι μπορούσε να δεθεί με τρεις τρόπους την περιστέρα, το μπουρμπούλιασμα και το κεφαλοδέσιμο. Ο πρώτος ήταν πιο ελεύθερος και άφηνε ακάλυπτο το μέτωπο, το πρόσωπο και το λαιμό. Με το μπουρμπούλιασμα καλύπτονταν σχεδόν όλο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια και τη μύτη και συνήθως τον τρόπο αυτόν τον προτιμούσαν γυναίκες με βαρύ πένθος. Στον τρίτο τρόπο, τον οποίο προτιμούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες, το μαντήλι περνιόνταν κάτω από το πηγούνι και δένονταν σφιχτό κόμπο πάνω από το κεφάλι .
-
Μαύρο μαφέσι.
Λευκό μαντήλι για το κατσούλι.
Μαύρο μαντήλι.
Μέρη του κεφαλόδεσμου.
Μέρη του κεφαλόδεσμου.
Η στολισιά, τα κοσμήματα που φοράνε οι Ρουμλουκιώτισσες είναι ίδια για τις γυναίκες και τα κορίτσια με τη μόνη διαφορά ότι η γυναίκα φοράει πολλά περισσότερα, εκτός από τα δικά της και αυτά που της κάνει δώρο ο γαμπρός.
Τα κοσμήματα που προορίζονταν για τον στολισμό του κεφαλιού ήταν το μαγλικουτάρι, οι δούλοι ή τα δούλια, τα τσουράκια, τα φλουριά και το ασημογιόρτανο. Η στολισιά του κορμιού αποτελούνταν από τη καδένα με τις ντούμπλες, τις ασπροθηλιές, το σκαλομάγκαρο, τον κοψά, το ασημομάχαιρο, τα παφίλια, τα σκαλουτάρια, τη ζώστρα, τα μπιλιντζίκια και τα δαχτυλίδια .
Παρακάτω θα αναλύσω τα περισσότερα από αυτά τα κοσμήματα και ιδιαίτερα τα πιο σημαντικά για τη ρουμλουκιώτικη φορεσιά:
-
-
Tο μαγλικουτάρι ήταν ένα υποχρεωτικό κόσμημα για τη νυφιάτικη γυναικεία φορεσιά του Ρουμλουκιού. Το μαγλικουτάρι φοριόνταν στο κεφάλι γύρω από το κατσούλι. Το μαγλικουτάρι φοριόνταν για πρώτη φορά στο γάμο μιας γυναίκας και ήταν ένα από τα απαραίτητα δώρα του γαμπρού προς τη νύφη. Το μαγλικουτάρι στο κατσούλι συμβόλιζε τη γυναικεία τιμή και την αξιοπρέπεια. Οι νιόπαντρες, όταν είχαν δύο μαγλικουτάρια, τοποθετούσαν το ένα κάτω από τη μπροστινή φούντα πάνω από το χρυσοτσέμπερο και το άλλο πίσω στο κατσούλι. Τα παλιότερα μαγλικουτάρια είχαν διαφορετική κατασκευή, λεπτότερη επεξεργασία και κόκκινες χάντρες που κρέμονταν στις άκρες.
-
Μαγλικουτάρι.
-
-
Οι δούλοι ή τα δούλια σκαλώνονταν πάνω από τα αφτιά στο κεφαλόδεσμο. Οι δούλοι ήταν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στολίδια της φορεσιάς και θύμιζαν τις πόρπες των παραγναθίδων στα αρχαία κράνη. Η ονομασία, όμως, δούλος έχει γενικότερη σημασία στο Ρουμλούκι υποδηλώνει κάθε κόσμημα με άγκιστρο .
-
Τα τσουράκια είναι σκουλαρίκια, που φοριόνταν από όλες τις Ρουμλουκιώτισσες όταν στολίζονταν. Από ένα αστερένιο κόσμημα, τον τοκά, ο οποίος σκαλώνεται με γάντζο πίσω στον κεφαλόδεσμο, κρέμονταν δύο αλυσίδες με φλουράκια, που είχαν στις άκρες τους τα τσουράκια. Τα τσουράκια σκαλώνονταν με τους δούλους μπροστά στο μαφέσι ώστε τα φλουριά να κρέμονται στα πλάγια .
-
Τα φλουριά. Οι νύφες που δεν είχαν χρυσοτσέμπερο έβαζαν πάνω στο μέτωπο και κάτω από το μαφέσι μια σειρά από φλουριά (νομίσματα). Από τα χρυσά νομίσματα προτιμούσαν τις αυστριακές ντούμπλες και τα τεσσάρια γιατί απεικόνιζαν το δικέφαλο αετό.
-
Φλουριά για το στήθος.
-
-
Το ασημογιόρτανο φοριόνταν άλλοτε στο λαιμό σαν περιδέραιο. Με τον καιρό όμως σταμάτησαν να το φορούν και έβαζαν μόνο τρεις σειρές φλουριά. Το ασημογιόρτανο κατασκευάζονταν συνήθως στη Βέροια και τη Νάουσα. Αποτελούνταν από μια ταινία πλάτους 2 εκ. πλεγμένη με ασημένιο σύρμα. Στη μπροστινή του όψη εφαρμόζονταν μετάλλινο έλασμα με χρωματιστές πέτρες .
-
Οι καδένες και οι ασπροθηλιές. Για το στόλισμα του στήθους οι γυναίκες του Ρουμλουκιού φορούσαν την καδένα με τις ντούμπλες και τα τεσσάρια, την καδένα με τη βάφτιση ή την καδένα με το σταυρό. Άλλοτε, στη θέση τους φορούσαν μόνο τις ασπροθηλιές, τρεις σειρές αλυσίδες με τρανά άσπρα εξάρια .
-
Το σκαλομάγκαρο έμπαινε στη μέση πάνω από το ζωνάρι και οι αλυσίδες του με τους παλιούς ασημένιους παράδες, που σκαλώνονταν με τους δούλους, έπεφταν δεξιά και αριστερά.
-
Μαγκλικουτάρι, Ντουκάς, Μαμουντιέδες.
-
Ο κοψάς ή τουκάς ήταν το στρόγγυλο κόσμημα που σκαλώνονταν κάτω αριστερά στο ζωνάρι και οι αλυσίδες του με τα άσπρα σφαντζίκια (αυστριακά νομίσματα) έπεφταν πάνω στη φούτα.
-
Το ασημομάχαιρο ήταν ένας ασημένιος σουγιάς, δεμένος σε διπλή ή τριπλή αλυσίδα με ένα δούλο στην άκρη για να σκαλώνεται στο ζωνάρι. Τον σουγιά τον έβαζαν μέσα στην τσέπη του σαϊά, αφήνοντας να φαίνονται πάνω στη φούτα οι αλυσίδες του .
-
Τα παφίλια ήταν τα γνωστά θηλυκωτάρια, κλειδωτάρια ή κλειδώματα όπως ονομάζονται σε άλλες ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές. Έχουν μια μεγάλη ασημένια πόρπη πάνω σε μία χρυσοκέντητη ζώνη και τα φορούσαν οι νύφες στη μέση μεταξύ του ζωναριού και της φούτας .
-
Η ζώστρα και τα μπιλιντζίκια. Η ζώστρα είχε διπλές αλυσίδες με παράδες και πεταλούδες. Σκαλώνονταν στη μέση πίσω από το ζωνάρι με το κεντρικό κόσμημα, το δούλο. Οι αλυσίδες που κρέμονταν από το δούλο έπεφταν πάνω στις σηκωμένες ποδιές και σκαλώνονταν στα πλάγια προς τα μπρος. Από την άλλη, τα μπιλιντζίκια ήταν τα βραχιόλια των Ρουμλουκιώτισσων και συνηθίζονταν στις περιοχές γύρω από τη Βέροια. Ήταν απλοί ασημένιοι κρίκοι που είχαν σε αποστάσεις ασημένιες σφαίρες .
ΦΑΝΗ ΜΠΛΑΧΑΒΑ, ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, ΙΩΑΝΝΙΝΑ, 2007