ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
Διεύθυνση : Δ. Δ. Νησίου
Τηλ. : 2333051465

Στο χωριό Νησί και δίπλα στο Βάλτο υπήρχε το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Σήμερα το μόνο που μας θυμίζει την ύπαρξη του είναι ο παλιός μοναστηριακός ναός, που στέκεται ευτυχώς ακόμη όρθιος ενάντια στη φθοροποιό δύναμη του χρόνου και της εγκατάλειψης, για να μας δείχνει την μεγάλη ανάπτυξη της Μονής. Μία σαφή εικόνα του παλαιού αυτού μοναστηριού μπορούμε να συνθέσουμε μέσα από τις περιγραφές των ηλικιωμένων κατοίκων του Νησίου, αλλά και από τα κειμήλια του, τις τοιχογραφίες, την κτητορική επιγραφή και τις λίγες αλλά σημαντικές αρχειακές πηγές.
Πολύ παλιά λοιπόν, το Νησί ήταν διασκορπισμένο ανά 5-10 σπίτια βόρεια, ανατολικά και νότια της σημερινής του θέσης, εκεί όπου υπήρχε ξηρά και δεν κατακλυζόταν από τα νερά του Βάλτου. Κάποιος κάτοικος του χωριού είχε μία ετοιμόγεννη αγελάδα, η οποία όμως μία ημέρα δεν επέστρεψε πίσω από τη βοσκή μαζί με τα άλλα ζώα της αγέλης. Την επόμενη μέρα πήγε και ο χωρικός μαζί με το γελαδάρη στο βοσκότοπο (γελαδαριά) και βρήκε εκεί την αγελάδα του, η οποία όμως είχε γεννήσει. Αργά το απόγευμα την παρακολούθησαν για να βρουν το μοσχάρι και την είδαν να πηγαίνει προς το μέρος όπου περνούσε ένας παραπόταμος του Αλιάκμονα. Μπήκε στο ποτάμι και κατευθύνθηκε σε ένα νησάκι του. Εκεί βρίσκονταν το μοσχαράκι της, ενώ δίπλα του υπήρχε ένα όστρακο θαλάσσιας χελώνας, μέσα στο οποίο ήταν τοποθετημένα τα λείψανα των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Πάνω από το όστρακο υπήρχε κρεμασμένη από τα κλαδιά μίας παλουργιάς και μία αναμμένη καντήλα. Από αυτή την παλουργιά έκοψαν οι χωρικοί δύο βέργες και τις έδεσαν με σύρμα, οι οποίες υπάρχουν μέχρι και σήμερα και τις χρησιμοποιούν οι πιστοί για να σταυρώνονται την ημέρα της εορτής των Αγίων. Η λαϊκή όμως μνήμη δε διέσωσε, δυστυχώς, τον τρόπο αναγνωρίσεως των οστών των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού.
Το σημείο που ανακαλύφθηκαν τα λείψανα είναι αυτό όπου είναι τοποθετημένη η Αγία Τράπεζα του μοναστηριακού ναού. Αρχικά, οι κάτοικοι του Νησίου, με την συνδρομή των χωρικών και από άλλα Ρουμλουκιώτικα χωριά, που προσέτρεξαν αμέσως να προσκυνήσουν τα ανακαλυφθέντα οστά των θαυματουργών Αγίων, έχτισαν ένα εκκλησάκι, ενώ αργότερα και αφού ιδρύθηκε μοναστήρι, οι μοναχοί μπάζωσαν την περιοχή γύρω από το νησάκι, του έκαναν προέκταση και οικοδόμησαν κελιά. Με την πάροδο του χρόνου συγκεντρώθηκαν δίπλα στο μοναστήρι και όλοι οι χωρικοί, που ήταν διασκορπισμένοι στη γύρω περιοχή, όπως ανέφερα και στην αρχή. Κατά τον Απόστολο Χλιαρόπουλο, ο Αβδουραμάν μπέης, ιδιοκτήτης του Νησίου το διάστημα 1850-1880, υποχρέωσε τους χωρικούς που ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή “Μπάχτσι”, 3 χλμ. βόρεια του σημερινού χωριού, να μετακινηθούν δίπλα στο μοναστήρι. (62) Γεγονός όμως είναι ότι η εγκατάσταση έγινε ανατολικά της Μονής, εφόσον τους εμπόδιζε πιο δυτικά ο παραπόταμος του Αλιάκμονα, ο οποίος υπάρχει μέχρι και σήμερα ως στραγγιστική τάφρος. Ενώ δηλαδή στον συνηθισμένο τύπο ενός Ελληνικού χωριού, η εκκλησία βρίσκεται στο κέντρο του, στο Νησί βλέπουμε ότι είναι στην άκρη του, αμέσως μετά τα τελευταία σπίτια προς δυσμάς, εικόνα που διατηρείται και σήμερα, αφού ο καινούργιος πέτρινος ναός χτίστηκε πριν από λίγα χρόνια δίπλα στον παλιό μοναστηριακό.
Σύμφωνα με μία σχετική παράδοση για το όνομα του χωριού, ο καινούργιος οικισμός ονομάστηκε Νησί από το γειτονικό νησάκι, πάνω στο οποίο βρέθηκαν τα οστά των Αγίων Αναργύρων. Την περιοχή όμως τη συναντάμε με το ίδιο όνομα από τα Βυζαντινά ακόμη χρόνια, όπως φαίνεται από τον Χρυσόβουλο Λόγο του Ιωάννου Ε Παλαιολόγου το έτος 1344, στον οποίο αναφέρεται ότι ο Αλέξιος Σουλτάνος Παλαιολόγος ήταν προνοιάριος στην περιοχή του Νησίου και της Ρέσινας. Αν δεχθούμε ότι η λαϊκή μνήμη για το όνομα του χωριού είναι αλάνθαστη, τότε θα υπήρχε κατά τη Βυζαντινή εποχή, αν όχι το μοναστήρι, τουλάχιστον κάποιο εκκλησάκι ή προσκυνητάρι στον τόπο που βρέθηκαν τα οστά των δύο Αγίων. Το 1813 οικοδομήθηκε νέος μοναστηριακός ναός, αυτός που υπάρχει σήμερα, στην κύρια είσοδο του οποίου σώζεται η κτητορική του επιγραφή. Την ύπαρξη όμως παλαιότερου πιστοποιούν τόσο διάφορα ιερά και λειτουργικά σκεύη παλαιότερα του 1813, όσο και οι αναφορές για το μοναστήρι στα χειρόγραφα του Επισκόπου Καμπάνιας Θεοφίλου (1749-1795). Με την πάροδο του χρόνου χτίστηκαν γύρω από την εκκλησία ολόκληρα κτιριακά παραρτήματα, όπως ηγουμενείο, πανδοχείο, αποθήκες, κελιά κ.α. Τα κελιά ήταν σε δύο ορθογώνια κτίρια, το ένα διώροφο και το άλλο ημιώροφο. Περιμετρικά χτίστηκε και ψηλός πέτρινος τοίχος για ασφάλεια, έχοντας δύο πόρτες εισόδου, μία ανατολικά και μία δυτικά. Τα κελιά βρισκόταν εκεί όπου είναι σήμερα ο ξενώνας, ενώ στο χώρο που βρίσκεται η αίθουσα δεξιώσεων οι καλόγεροι είχαν τον μπαχτσέ τους. Στο εσωτερικό της εκκλησίας και πιο συγκεκριμένα, στο τμήμα της ξυλότυπης καλλιτεχνικής οροφής που βρίσκεται πάνω από το τέμπλο, υπάρχουν ζωγραφισμένες πάνω στο ξύλο τέσσερις απεικονίσεις του μοναστηριού, έχοντας γύρω του αρκετή βλάστηση, ενώ σε μία φαίνεται στο βάθος και η Τούμπα. Εικονίζονται δε συγκροτήματα ολόκληρα από οικήματα, όπως εκκλησία, κελιά, σπίτια διώροφα και μονώροφα (ο συνηθισμένος τύπος Ρουμλουκιώτικου σπιτιού με μπρόστια). Σε άλλη παράσταση η Μονή παρουσιάζεται να έχει γύρω της ψηλό τείχος και πύργο σαν κάστρο.
Στα χειρόγραφα του Επισκόπου Καμπάνιας Θεοφίλου βλέπουμε ότι ήταν το πιο σημαντικό μοναστήρι στην περιοχή της δικαιοδοσίας του. Την εποχή εκείνη βρισκόταν κοντά στο χωριό Νησί, και το Καθολικό του ήταν και ο ενοριακός ναός του χωριού, ενώ στις εγκαταστάσεις του λειτουργούσε με δικά του έξοδα και σχολείο για τα χριστιανόπουλα της περιοχής. Προϊστάμενος στο μοναστήρι ήταν τότε ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Θεοφίλου, ο παπά-Κοσμάς. Από ένα εμάρτυρο γράμμα, στις 20 Μαΐου 1790, πληροφορούμαστε ότι ο Γεώργιος Δημητρίου παρέδωσε την κόρη του Κυριάνα στον πνευματικό (τον παπά-Κοσμά) της ενοριακής Μονής των Αγίων Αναργύρων ως ψυχοκόριτσο, επειδή ο ίδιος ήταν φτωχός και αδυνατούσε να την αναθρέψει, δεχόμενος μάλιστα να μην έχει την δυνατότητα να την πάρει πίσω.(63)
Στο μοναστήρι συνέρρεε πολύς κόσμος, ως προσκυνητές τόσο από τα Ρουμλουκιώτικα χωριά, όσο και από όλη την Καμπάνια. Μάλιστα, κατά την αφήγηση των γερόντων, δεν υπήρχε Ρουμλουκιώτης που να μην προσκυνήσει τα οστά των Αγίων μία φορά το χρόνο και κυρίως κατά τον εορτασμό της μνήμης τους, την 1η Ιουλίου και 1η Νοεμβρίου, όπου γινόταν και αρκετά μεγάλη πανήγυρης. Αυτή την κοσμοσυρροή την βλέπουμε μέχρι και σήμερα, λόγω μάλιστα και των πολλών θαυμάτων που έκαναν και κάνουν οι Άγιοι Ανάργυροι. Την 1η Ιουλίου ερχόταν συνήθως και ο Επίσκοπος Καμπάνιας με όλη την συνοδεία του από την Χαλάστρα (Κουλακιά), όπου είχε την έδρα του. Όλοι οι χωρικοί τότε μαζί με τον ηγούμενο, τους μοναχούς και τον ιερέα του χωριού, έβγαιναν στην άκρη του Νησίου προς τη Ρέσινα για να τον υποδεχτούν και με την πρέπουσα επισημότητα να τον οδηγήσουν στην Μονή. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας διοργανώνονταν γλέντι, σφάζοντας αρκετά ζώα από τα βακούφικα κοπάδια. Αλλά και οι απλοί επισκέπτες κατέκλυζαν την εκκλησία, πολλοί εκ των οποίων διανυχτέρευαν στο πανδοχείο και τα κελιά, ενώ άλλοι, εκπληρώνοντας κάποιο τάμα, έμεναν άγρυπνοι το βράδυ της παραμονής στην εκκλησία ή κάθονταν στο μοναστήρι επί σαράντα ημέρες.
Τους Αγίους Αναργύρους τους σέβονταν όμως και οι Τούρκοι. Κάθε χρόνο την ημέρα της εορτής τους οι μπέηδες τόσο του Νησίου όσο και άλλων γειτονικών χωριών πρόσφεραν στην εκκλησία στάμνες ολόκληρες με λάδι, ενώ είχαν δωρίσει στο μοναστήρι 700 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, στην περιοχή της Ρέσινας (Βρυσάκι) και 800 στην Τριχοβίστα (Καμποχώρι).(64) Τα τελευταία τα είχε προσφέρει στη Μονή ο Ρουφάτ μπέης της Τριχοβίστας και τα καλλιεργούσαν στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας οι οικογένειες του Γρηγορίου Ματόπουλου, Μερκουρίου Μπαλτζή, Στέφανου Μπαντή, Βασιλείου Καραβάρα και Θωμά Παπαδόπουλου, οι οποίες διέμεναν στον “πέρα μαχαλά” του χωριού και έδιναν μερίδιο από την παραγωγή τους στους καλόγερους της Μονής. (65) Επίσης, σ’ αυτήν ανήκε ένα μεγάλο μέρος από το δάσος που βρισκόταν κατά μήκος των χωριών Νησί, Τριχοβίστα, Σκυλίτσι, Μπρανιάτες (Νέα Νικομήδεια) και Μικρογουζι (Μακροχώρι), αποτελούμενο από βελανιδιές καιφτελιάρια.(66) Στο ιστορικό αρχείο της Μητροπόλεως της Θεσ/νίκης σώζονται Τουρκιστί τίτλοι κυριότητας του μοναστηριού του έτους 1845.(67)
Η μετάφραση τους, όπως και αυτή του Τουρκικού κτηματολογίου του χωριού θα αποτελέσει άλλη μελλοντική εργασία μου και θα διαφωτίσει αρκετές πτυχές της ιστορίας της Μονής και της γύρω περιοχής.
Είχε όμως και σημαντική κινητή περιουσία, αφού διατηρούσε πολλά κοπάδια με πρόβατα, αγελάδες, βόδια, βουβάλια, χοίρους κ.α., που τα πρόσφεραν οι χριστιανοί της περιοχής. Τόση δε ήταν η πίστη αυτών, που κανένας δεν τολμούσε να πειράξει τα βακούφικα ζώα καινά καταπατήσει εκτάσεις που ανήκαν στο μοναστήρι. Μάλιστα αυτό απασχολούσε γύρω στα 60 άτομα ως μόνιμο ή έκτακτο εργατικό προσωπικό για τα ζώα και τα κτήματα του. Μνημονεύεται πως κάποτε ένας γελαδάρης είχε κλεισμένα σε έναν νουβουρό (υπαίθρια μάντρα), στην περιοχή Κατούνα, γύρω στις 60 αγελάδες και μοσχάρια βακούφικα. Πλημμύρισε όμως ο Αλιάκμονας και δεν προσπάθησε καθόλου να σώσει τα ζώα, αλλά ανέβηκε σε ένα δέντρο για να μην πνιγεί ο ίδιος. Μόνο μια δαμαλίδα και ένα μοσχάρι δεν πνίγηκαν και οι κάτοικοι του χωριού σε κάθε ευκαιρία έδειχναν την αποστροφή τους προς τον γελαδάρη εξαιτίας της απροθυμίας και της αναξιότητάς του να σώσει τα ζώα.
Με τη σωστή διαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας υπήρχε οικονομική ευρωστία στη Μονή, αρκετή ώστε να λειτουργεί σχολείο με δικά της έξοδα, να προσφέρεται η απαραίτητη βοήθεια στους δεινοπαθούντες και στους έχοντες χρεία, να δίνονται αφειδώς χρήματα για την ενίσχυση των Ελληνικών ανταρτικών σωμάτων κυρίως, την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα (η προσφορά του μοναστηριού σ’ αυτόν περιγράφεται στο κεφάλαιο για το Μακεδονικό Αγώνα στο Νησί), να παρέχεται σ’ αυτά τακτική τροφοδοσία σε υλικά αγαθά και οπλισμό και τέλος να κατασκευαστεί ο περίφημος μοναστηριακός ναός που σώζεται μέχρι σήμερα, το γύρω του κτιριακό συγκρότημα και το πλήθος των ιερών και λειτουργικών αντικειμένων. Δυστυχώς όμως, το 1918 η κινητή περιουσία (γύρω στα 1000 πρόβατα και αρκετές δεκάδες αγελάδες και βουβάλια) πάρθηκε από τον τελευταίο Επίσκοπο Καμπάνιας Διόδωρο και εκποιήθηκε, χωρίς τα χρήματα να επιστρέψουν σ’ αυτό, ενώ η ακίνητη περιουσία του απαλλοτριώθηκε από το κράτος. (68)
Την εποχή της Τουρκοκρατίας η Μονή είχε πολλούς μοναχούς, από τους οποίους η λαϊκή μνήμη διατήρησε τα ονόματα δύο ηγουμένων, του Μελετίου και του Διονυσίου, οι οποίοι, με την συνετή διαχείριση τους, αύξησαν κατά πολύ την περιουσία του, ενώ μετά την απελευθέρωση είχε απομείνει ως ηγούμενος ο Πολέμιος και ως μοναχοί δύο αδέρφια, ο ένας ιερομόναχος και ο άλλος απλός καλόγερος, καταγόμενοι και οι τρείς από την Βέροια. Ιερέας τότε ήταν ο παπά-Νικόλας Γιαννόπουλος, ο οποίος χειροτονήθηκε το 1908 από τον Επίσκοπο Καμπάνιας, μετά από πρόταση του Μακεδονομάχου οπλαρχηγού Γιώτα Γκόνου.(69)
Όταν ήρθαν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, την Θράκη και τον Πόντο, αρκετές οικογένειες απ’ αυτούς εγκαταστάθηκαν στο Νησί. Αρχικά φιλοξενήθηκαν στα κελιά της Μονής, μέχρι να χτίσουν δικά τους σπίτια, ενώ και η βοήθεια που τους πρόσφεραν οι καλόγεροι σε τρόφιμα δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη, παρόλο που είχε παρθεί η κινητή περιουσία και απαλλοτριωθεί η ακίνητη και σαφώς τα οικονομικά της δεν ήταν στην παλαιά ανθηρή κατάσταση.
Όπως αναφέρω και πιο πάνω, στις εγκαταστάσεις της λειτουργούσε Δημοτικό σχολείο ήδη από τα χρόνια του Επισκόπου Καμπάνιας Θεοφίλου (1749-1759). Σύμφωνα με στοιχεία του Επισκόπου Καμπάνιας, το 1891 βλέπουμε να υπάρχει πάλι σχολείο στο μοναστήρι, ένα από τα 14 της περιοχής στα οποία φοιτούσαν 850 παιδιά και μάλιστα ένα από τα ελάχιστα Δημοτικά, αφού τα περισσότερα ήταν γραμματοδιδασκαλεία(70). Στις αρχές του αιώνα οι μοναχοί, διαβλέποντας τον κίνδυνο του εκβουλγαρισμού που επιχειρούσαν να κατορθώσουν με κάθε τρόπο οι κομιτατζήδες, φρόντισαν για την αδιάκοπη λειτουργία του σχολείου, ενώ εργάστηκαν ως δάσκαλοι και αρκετοί συμμετέχοντες στον Μακεδονικό Αγώνα, όπως ο Μανώλης Σαμαράς από το Γιδά και οι αδερφοί Κων/νος και Στέφανος Βαφείδης από τη Βέροια. Μέχρι και την κατάργηση του βλέπουμε να παρακολουθούν μαθήματα σ’ αυτό παιδιά τόσο από το Νησί, όσο και από το Καταφύγι, τη Ρέσινα αλλά και το Νεοχώρι. Οι μοναχοί παρείχαν τροφή και κατάλυμα στους δασκάλους και φρόντιζαν για την πληρωμή των μισθών τους, προσφέροντας στα Ελληνόπουλα δωρεάν παιδεία, σε αντίθεση με άλλα χωριά του Ρουμλουκιού που οι δάσκαλοι πληρώνονταν από την Κοινότητα ή τον πατέρα του κάθε παιδιού που φοιτούσε στο σχολείο. Κατά συνέπεια, το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, βρισκόμενο σ’ αυτή την ανθυγιεινή γωνιά της Μακεδονικής γης, δίπλα σε έλη και σε δάση, ήταν για τουλάχιστον πάνω από 200 χρόνια, όχι μόνο το θρησκευτικό και Εθνικό προπύργιο και κέντρο του Ρουμλουκιού, αλλά και το εκπαιδευτικό. Δυστυχώς, διαλύθηκε το 1930 από τον τελευταίο Επίσκοπο Καμπάνιας Διόδωρο, όταν αυτός εκλέχτηκε Μητροπολίτης Σιατίστης, καθώς με διάταγμα καταργήθηκε η Επισκοπική Σύνοδος της Μεγάλης Μητροπόλεως Θεσ/νίκης στην οποία συμμετείχε και ο Επίσκοπος Καμπάνιας μαζί με τους Επισκόπους Αρδαμερίου, Πολυανής, Ιερισσού και άλλους. Η Επισκοπή Καμπάνιας συγχωνεύτηκε στη Μητρόπολη Βέροιας και Ναούσης, της οποίας Μητροπολίτης ήταν τότε ο Φλωρίνης Πολύκαρπος.(71)
Η Μονή των Αγίων Αναργύρων γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη κυρίως τον 18ο και 19ο αιώνα, όπως φαίνεται από το μεγάλο αριθμό των ιερών και λειτουργικών αντικειμένων της εποχής αυτής, αλλά και από την ημερομηνία κτίσεως του Καθολικού της (1813). Τα κειμήλια της δείχνουν μακροχρόνιο πνευματικό σύνδεσμο με την Αυτοκρατορική Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Οι δε πνευματικές αυτές σχέσεις θα πρέπει να άρχισαν όταν Αρχιεπίσκοπος στη Μονή του Σινά ήταν ο Αθανάσιος Βεροιαίος (1708-1720).(72)
Ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Τριανταφυλλίδης έχει κάνει μία καταγραφή των κειμηλίων και την δημοσίευσε στον τόμο της Μακεδονικής Ζωής του 1983, στην οποία αναφέρει: “Ανάμεσα στα Ιερά Σκεύη εξέχουσα θέση έχει η οκτάγωνη λειψανοθήκη της Αγίας Αικατερίνης με ανάγλυφη την γνωστή Σιναϊτική παράσταση των τριών κορφών. Στη μέση η Αγία κορφή με το Μωυσή να παίρνει τις δέκα εντολές, δεξιά η κορφή της Αγίας Αικατερίνης με παράσταση της μορφής της και αριστερά η παράσταση της Αγίας Επιστήμης με παράσταση ασκητού. Κάτω και στο μέσο της όλης παραστάσεως βρίσκεται η Παναγία Βρεφοκρατούσα ως καιόμενη βάτος. Το σύμπλεγμα αυτό βρίσκεται στην εσωτερική μεριά του θολωτού σκέπαστρου της οκτάγωνης λειψανοθήκης. Στην περιφέρεια του συμπλέγματος υπάρχει η επιγραφή: “ΤΗ Α ΙΟΥΛΙΟΥ ΕΤΕΛΕΙΩΘΗ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΙΒΩΤΙΟΝ ΔΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ ΤΟΥ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΠΡΩΤΟΣΥΓΚΕΛΟΥ ΚΥΡΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΣΥΝΑΙΤΟΥ ΤΟΥ ΚΡΗΤΟΣ ΕΚ ΧΑΝΙΩΝ ΑΩΚΣΤ”.
Στο κάτω μέρος της βάσεως, που πρέπει να σηκωθεί η λειψανοθήκη για να προσεχθεί, έχει μία κρυπτογραφική παράσταση. Στο κέντρο ένα ανθοδοχείο με τα γράμματα Ν αριστερά και Κ δεξιά. Στην περιφέρεια και σε δύο ομόκεντρους κύκλους υπάρχουν ζεύγη γραμμάτων. 0 εξωτερικός κύκλος έχει κεφαλαία γράμματα ΜΑΟΩΗΡΝΔ και ο εσωτερικός μικρά αθδζβηγε. Σχηματίζουν τα εξής ζεύγη: Μα Αθ Οδ Ωζ Ηβ Ρη Νγ Δε. Το τμήμα του λειψάνου της Αγίας Αικατερίνης που φυλάσσεται στο κέντρο της λειψανοθήκης, έχει διαστάσεις 6X4 εκατ. και γύρω γύρω υπάρχουν ανάγλυφες έξι μορφές αγγέλων και διακόσμηση λουλουδιών. Προς τα αριστερά του Αγίου λειψάνου βρίσκεται κατασκευασμένη ιδιαίτερη θέση που φτάνει μέχρι το βάθος της λειψανοθήκης. Είναι απομίμηση της αυθεντικής λειψανοθήκης του Σινά, όπου φυλάσσεται η Τίμια Κάρα της Αγίας Αικατερίνης και στην θέση, αυτή βρίσκονται τα γνωστά Σιναϊτικά αργυρά δαχτυλίδια, που δίνονται ως ευλογία στους ορθόδοξους προσκυνητές. Εξωτερικά η όλη λειψανοθήκη είναι διακοσμημένη με ανάγλυφα ανθοδοχεία και συμπλέγματα λουλουδιών.
Τρεις άλλες λειψανοθήκες με Άγια λείψανα διαφόρων Αγίων έχουν τις εξής Επιγραφές:
– 1ον: “το παρόν κουτίον υπάρχει Αβερκίου Ιερομόναχου Ταξιάρχου διό συνδρομής αυτού και εξόδου γενόμενον εν τω 1788”.
– 2ον: “Υπάρχει το παρόν κουτίον του Ιερού μοναστηρίου των Αγίων ενδόξων και ιαματικών Αναργύρων Κ. και Δ. κατασκευάσθη διά δαπάνης του αυτού μοναστηριού επί Ηγουμένου του Πανοσιωτάτου και Φιλοκάλου κυρίου κυρίου Μακαρίου Βερροιαίου Θεολογόπουλου 1835 Νοεμβρίου 5. Χειρί Χρυσαφή Θεοδοσίου του εκ Ναούσης”.
3ον: “Υπάρχει το παρόν κουτίον του Ιερού Ναού των Αγίων Ενδόξων Αναργύρων Κ. και Δ. κατασκευάσθη διά δαπάνης του αυτού ναού επί Μελετίου Βερροιαίου 1850 κατά Μάρτιον”.
Πολλές φορητές εικόνες διαφόρων μεγεθών θυμίζουν τη μεγάλη παράδοση. Μία μεγάλη εικόνα των Αγίων Αναργύρων με αργυρή επένδυση του 1862 και δύο μικρές παρόμοιες, στη μία εκ των οποίων υπάρχει επιγραφή, που δηλώνει ότι είναι “αφιέρωμα απάσης χώρας Γιδά”. Μεταξύ των ιερών αργυρών σκευών υπάρχουν: δύο εξαπτέρυγα και ένας σταυρός, δύο καλύμματα Ευαγγελίων, θυμιατό του 1830, δύο στέφανα γάμου και άλλα.
Υπάρχουν επίσης πολλά λειτουργικά βιβλία, όπως επίσης και δύο χειρόγραφα, το ένα με ακολουθία του Αγίου Μόδεστου “1773 υπό Δαμιανού μοναχού” και το άλλο μικρό ευχολόγιο με προσθήκες διαφορετικών εποχών”.(73)
Ιδιαίτερης επίσης θρησκευτικής και καλλιτεχνικής αξίας είναι και τα ξυλόγλυπτα Δεσποτικό και Βημόθυρα, η Αγία Τράπεζα με ξυλόγλυπτο επίσης ουρανό, το Κουβούκλιο των ιερών λειψάνων, ο Άμβωνας, ο σταυρός επάνω στο τέμπλο, η ξυλότυπη καλλιτεχνική στα τρία κλίτη του ναού οροφή. Ο παλαιός αυτός ναός των Αγίων Αναργύρων είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική και εσωτερικά χωρίζεται σε τρία κλίτη με δύο κιονοστοιχίες, που η κάθε σειρά έχει 6 κίονες. Οι εσωτερικές του διαστάσεις είναι 22X11 μέτρα, ενώ φωτίζεται από 20 περίπου παράθυρα. Είναι χτισμένος κατά το ρυθμό των εκκλησιών που χτίστηκαν επί Τουρκοκρατίας στο Ρουμλούκι, δηλαδή 1-1,5 περίπου μέτρα κάτω από το επίπεδο του εδάφους και με χαμηλή πόρτα, για να μην μπαίνουν οι Τούρκοι μετά άλογα μέσα και τις βεβηλώσουν, σύμφωνα με τη λαϊκή άποψη.
Πάνω από την κύρια είσοδο, στη δυτική πλευρά του ναού υπάρχει η κτητορική επιγραφή η οποία λέγει: “Ανηγέρθη ο παρών ναός των Αγίων Ενδόξων και Θαυματουργών Μαρτύρων Κοσμά και Δαμιανού Αρχιερατεύοντος του Θεοφιλέστατου Επισκόπου Αγίου Καμπάνιας κυ κυ Νεοφύτου Ηγεμονεύοντος του προυσιοτάτου κυ. Μακαρίου εν έτη αωγ (1813) αυτός δε ο νάρθηξτης αυτής Μονής ανακαινίσθη κατά το αωμ (1840) έτος Απριλίου και Αρχιερατεύοντος του Θεοφιλέστατου Αρχιεπισκόπου Καμπάνιας κ.κ. Γρηγορίου συνδρομή του προυσιοτάτου Αρχιμανδρίτου κυ Ζαχαρίου, των επιτρόπων της ιδίας Μονής, δαπάνη δε των ελεούντων χριστιανών εις μνημόσυνόντων”, ενώ επάνω απ’ αυτήν υπάρχει εικονοστάσιο με τοιχογραφία των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού.
Ο κυρίως ναός χωρίζεται από το Ιερό με ξύλινο τέμπλο. Το δάπεδο είναι πλακοστρωμμενο με λευκές πλάκες. Η οροφή είναι ξύλινη και στο μεσαίο κλίτος ψηλότερη από τα πλαϊνά. Σχηματίζονται δε στεφανώματα, που καλύπτονται με ταμπλάδες που φέρουν διακοσμήσεις από το φυτικό κύκλο. Στα πλαϊνά κλίτη, οι οροφές έχουν διακόσμηση από απλά γεωμετρικά σχήματα. Πάνω από το τοξοτό επιστήλιο του κεντρικού κλίτους και στη βόρεια και νότια εσωτερική πλευρά των πλαϊνών, υπάρχουν μεταλλικές πλάκες με ζωγραφισμένους πάνω τους διάφορους Αγίους. Έξω από το ναό υπάρχει το γνωστό χαγιάτι ή νάρθηκας των Μακεδονικών εκκλησιών (άρτηκας στη Ρουμλουκιώτικη διάλεκτο) με πεζούλια απ’ άκρη σ’ άκρη, για να κάθονται μετά το πέρας των ιερών ακολουθιών οι εκκλησιαζόμενοι.(74) Ο νάρθηκας συνδέεται με πολλά σημαντικά γεγονότα της ιστορίας του χωριού, αφού εδώ συγκεντρώνονταν οι κάτοικοι του, για να εκλέξουν τον μουχτάρη (πρόεδρος της Κοινότητας) ή για να πάρουν σημαντικές αποφάσεις.
Όλος ο παραπάνω πλούτος, τόσο των κειμηλίων όσο και του ιερού ναού, που φρόντισαν με βαθιά πίστη και ευλάβεια οι καλόγεροι και οι χωρικοί του Νησίου να διαφυλάξουν, δείχνει το μεγαλείο που γνώρισε το μοναστήρι στο παρελθόν, αλλά αποτελεί και μία βαριά κληρονομιά και ιερά παρακαταθήκη, την οποία οφείλουμε όλοι οι Ρουμλουκιώτες να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού. Το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων υπήρξε ο φάρος της Ρωμιοσύνης για τους παλιούς Ρουμλουκιώτες, γι1 αυτό και το περιέβαλαν με αγάπη και πρόσφεραν σ’ αυτό πλήθος αναθημάτων. Μετά από τόσα χρόνια αδιαφορίας των συγχρόνων Ρουμλουκιωτών, γίνονται τώρα προσπάθειες για να συντηρηθεί ο παλαιός μοναστηριακός ναός. Την Άνοιξη του 1993 συστάθηκε ερανική επιτροπή με σκοπό την αναστήλωση του. Εφόσον επιτευχθεί ο σκοπός της ερανικής επιτροπής, θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, ευχής έργο να κατασκευασθεί και ασφαλής μουσειακός χώρος, όπου θα εκτίθονται τα ιερά κειμήλια του παλαιού μοναστηριού, για να μπορεί ο κάθε προσκυνητής ή επισκέπτης να τα θαυμάσει και να ταξιδέψει νοερά σε παλαιότερες εποχές, στα χρόνια της ακμής του μοναστηριού και των εθνικών του αγώνων (μέσα και από φωτογραφίες και άλλο υλικό του Μακεδονικού Αγώνα).

Πηγές : Η ιστορία του χωριού Νησίου και της Μονής Αγίων Αναργύρων. Σελ. 34 – 40.