Αναφορά για ύπαρξη πύργου στην πεδιάδα της Βέροιας έχουμε ήδη από την βυζαντινή περίοδο και ειδικότερα από το πρακτικό απογραφής (σιγιλιώδες γράμμα) του ανώτερου κρατικού υπαλλήλου και απογραφέα δομέστικου των θεμάτων Κωνσταντίνου Μακρηνού, το οποίο συντάχθηκε το 1338 και καταγράφει περιουσιακά στοιχεία της μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους στην περιοχή αυτή: «… κάτω από την πόλη της Βέροιας είναι δύο ζευγηλατεία, του Κομανίτζη και το Μακροχώριον λεγόμενα, με όλους τους προσκολλημένους παροίκους τους και με τον πύργον που έκτισε η μονή (Προδρόμου Βεροίας της Πέτρας) σ’ αυτά …». (Θεοχαρίδης 1962, σ. 28-36, Μοσχόπουλος 2004, σ. 205) Σαφή αναφορά για ύπαρξη κάστρου αποτελεί και το όνομα του χωριού Νεόκαστρο, αλλά δεν έχουμε καμία αρχαιολογική επιβεβαίωση για την ύπαρξή του και την ακριβή θέση του. Αυτό το κάστρο φαίνεται πως διατηρήθηκε μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα. Περιγραφή του έχουμε από έγγραφα απογραφής της δημευθείσας περιουσίας του Αλή Πασά και, σύμφωνα με στοιχεία από έρευνα της Χαμιγιέ Σεζέρ, στο τσιφλίκι του Ινέ Κασρί (Νεόκαστρον) περί το 1820 υπήρχε πύργος, ο οποίος περιβαλλόταν από ένα τετράπλευρο ισχυρό τείχος, σε κάθε γωνία του οποίου υπήρχε κι ένας μικρότερος πύργος. Σήμερα βέβαια δεν υφίσταται κανένα κάστρο στο παραπάνω χωριό. (Μοσχόπουλος 2004, σ. 24, 25, 32, 63, 65, 76, 79, 99, 147, 160)
Μετά την τουρκική κατάκτηση οι Οθωμανοί ασκερί (στελέχη του στρατού) ιδιοκτήτες κτημάτων απέκτησαν τα δικά τους καταλύματα στους οικισμούς του κάμπου, ενώ γύρω από τη δική τους κατοικία και τις αποθήκες συλλογής των εσοδειών, αναπτύχθηκαν οι ταπεινές κατοικίες των κολίγων καλλιεργητών του κτήματος. (Αναστασόπουλος 2003, σ. 43)
Με την πάροδο των χρόνων η αυξανόμενη ανταρσία στα μακεδονικά βουνά, ιδίως στα γειτονικά Πιέρια και στο Βέρμιο, και η συνεχής δράση των κλεφτών, άρχισε να δημιουργεί σαφέστατο αίσθημα ανασφάλειας στους Τούρκους τιμαριούχους και τσιφλικάδες της πεδιάδας. Οι ένοπλες επιθέσεις με σκοπό τη ληστεία και οι απαγωγές ατόμων ήταν το σύνηθες μέσο πίεσης, ώστε να αποσπάσουν χρήματα από τους οικονομικά ισχυρούς Οθωμανούς ιδιοκτήτες. Σαν αντιστάθμισμα της δράσης των κλεφτών οι Τούρκοι θέσπισαν το θεσμό του αρματολισμού. Οι αρματολοί ήταν ένοπλα σώματα από εξέχουσες κλέφτικες ομάδες, που προσλαμβάνονταν από την τουρκική διοίκηση για ορισμένη χρονική περίοδο, με δικαίωμα επαναδιορισμού, οι οποίοι καταδίωκαν τους κλέφτες, ήταν επιφορτισμένοι με την τήρηση της τάξης και της ασφάλειας σε μια συγκεκριμένη περιοχή και εμισθοδοτούντο από τους κατοίκους της περιοχής της οποία εφύλασσαν. (Βασδραβέλης 1948, σ. 3-5, 12 – Βασδραβέλης 1967, σ. 33 επ., Βακαλόπουλος 1977, σ. 23 επ. – Χατζηφώτης 2002, σ. 159 επ.)
Όμως παράλληλα ως ελάχιστο μέτρο ατομικής προστασίας επιβάλονταν η κατασκευή ισχυρών και ασφαλών καταλυμάτων – κονακιών για τους Τούρκους μπέηδες της περιοχής και ορισμένους Αρβανίτες ιδιοκτήτες αργότερα, δηλαδή την κατασκευή ισχυρών πυργόσπιτων.
Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας αρκετοί Οθωμανοί ιδιοκτήτες προτιμούσαν να κατοικούν στην ασφάλεια των μεγάλων πόλεων (Βέροια, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη), αλλά εδώ συνέχιζαν να μένουν οι τοποτηρητές τους, οι οποίοι επίσης έπρεπε να διαβιούν σε συνθήκες ασφάλειας. Παράλληλα αρκετοί χριστιανοί προύχοντες, που αγόρασαν γη και κτήματα από τους Τούρκους, συνέχισαν τη χρήση τέτοιων κονακιών και εγκαταστάσεων.
Ο Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος στα απομνημονεύματά του γράφει: «…τσιφλίκια … είναι και τα πλείστα των (χωρίων) πέραν του Αλυάκμονος εις την πεδιάδα της Βερροίας. … Εις έκαστον τσιφλίκιον υπάρχει εις ή δύο πύργοι λιθόκτιστοι (κονάκια = καταλύματα) εν οίς αι αποθήκαι των ιδιοκτητών και η κατοικία των σουμπασήδων (επιστάτες επίτροποι ιδιοκτήτη τσιφλικιού) και των σεϊμένιδων (ένοπλοι φύλακες τσιφλικιού) …» (Κωφός 1992, σ. 85).
Από εκείνα τα κονάκια και πυργόσπιτα σήμερα σώζονται μόνο οκτώ (8), ενώ έχουμε περιγραφές, απεικονίσεις και φωτογραφίες για ορισμένα άλλα, όπως θα παραθέσω παρακάτω:

Το κονάκι – πύργος της Παλιόχωρας (σωζόμενο)

Στον οικισμό Παλιόχωρας Κορυφής του τ. Δήμου Πλατέος εντύπωση προκαλεί ένα διόροφο πυργόσπιτο, που η αρχιτεκτονική του ξεχωρίζει από όλα τα άλλα κτίσματα του χωριού. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο λιτό κτίριο, ύψους περίπου 9-10 μέτρων περίπου. Ο πρώτος όροφος είναι κτισμένος με χοντρές παραλληλόγραμμες πέτρες, χωρίς παράθυρα, με μόνο μια μεγάλη πόρτα στην ανατολική πρόσοψη, ενώ στην τοιχοδομή του φαίνονται διάσπαρτες κατακόρυφες πολεμότρυπες που παράλληλες χρησίμευαν και ως θυρίδες φωτισμού.

Ο δεύτερος όροφος είναι χτισμένος από τούβλα, η τοιχοποιία διακόπτεται από μικρά και στενά παράθυρα προφυλαγμένα με σιδεριές ή σιδερένια παραθυρόφυλλα. Σχεδόν κολλημένος στη στέγη ξεπροβάλει ένας σιδερένιος εξώστης, στην ανατολική πλευρά του κτιρίου σε τέτοιο ύψος ώστε να κάνει πολύ δύσκολη κάθε δυνατότητα αναρρίχησης, ενώ πίσω του διακρίνεται μια επίσης σιδερόφυλλη μπαλκονόπορτα.

Η πόρτα της εισόδου βρίσκεται όπως είπαμε στην ανατολική πλευρά του κτιρίου σε μια εσοχή, ενώ στην πόρτα φτάνεις ανεβαίνοντας περί τα 6 σκαλοπάτια. Όποιος φτάνει στην πόρτα βλέπει στον δεξιό και αριστερό τοίχο της εσοχής να χάσκουν οι πολεμότρυπες, από όπου θα μπορούσε να πυροβοληθεί κάποτε κάθε ανεπιθύμητος ή επικίνδυνος για τους κατοίκους του πυργόσπιτου επισκέπτης και σίγουρα μένεις άναυδος όταν δείς πως μία παρόμοια θυρίδα χάσκει ακριβώς πάνω από το κεφάλι σου στο μέσον της καμάρας της εσοχής. Όταν βλέπεις όλ’ αυτά αυτά δεν μπορείς παρά να σκέφτεσαι το αίσθημα ανασφάλειας αυτών που το χτίσανε.

Σύμφωνα με την προφορική αφήγηση του άλλοτε ιδιοκτήτη του Χαράλαμπου Χατζηπαναγή και του Σωτήριου Γιοβανόπουλου, που έχω καταχωρημένες στο αρχείο μου από τον Ιούλιο του 1980, το κτίριο αυτό ήταν κονάκι τουρκικό, που κτίσθηκε, κατά τους υπολογισμούς των παραπάνω, περί το 1860-1870. Το φρουριακό του κτίσιμο, οι πολεμότρυπες, το πάχος των τοίχων και τα σιδερένια παραθυρόφυλα, υπαγορεύτηκαν από την ανάγκη προστασίας των τότε ιδιοκτητών του, από το έντονο αίσθημα ανασφάλειας που δημιουργούσε στους Τούρκους μπέηδες της εποχής εκείνης η δράση των ανταρτών και καπετανέων στα χωριά του Ρουμλουκιού και ιδιαίτερα του ονομαστότερου από αυτούς, του Κατσάμπα. Όπως μου διηγήθηκαν, ο Κατσάμπας έμπαινε νύχτα στα τούρκικα κονάκια και συνέτιζε ή σκότωνε τους Τούρκους που φερόταν απάνθρωπα στους κολίγους. Φαίνεται δε πως με τη δράση του τιμώρησε πολλούς και κατάφερε να τρομοκρατήσει τους υπόλοιπους. Φοβισμένοι λοιπόν οι Τούρκοι, επειδή ένοιωθαν ανασφάλεια στα κονάκια των χωριών τους τις νύχτες, αποφάσισαν κι έχτισαν από κοινού στην Παλιόχωρα αυτό το κονάκι – φρούριο, όπου μαζεύονταν αρκετοί μπέηδες από τα γειτονικά τσιφλίκια κάθε απόγευμα και διανυκτέρευαν ασφαλισμένοι.

Οι τελευταίοι Τούρκοι που κατοίκησαν στο κονάκι αυτό ήταν ο Χαϊντάρ εφέντης και ο Μεχμέτ Αγάς. Μετά την απελευθέρωση περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, απ’ όπου το 1933 το αγόρασε ο Χαράλαμπος Χατζηπαναγής, στους κληρονόμους του οποίου ανήκει μέχρι και σήμερα. Το εσωτερικό και η στέγη του κονακιού αυτού καταστράφηκαν από πυρκαιά, αλλά η τοιχοποιία του διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση. (Μοσχόπουλος 1989, σ. 41-42 – Πανταζόπουλος Δ. 2010)

Ο πύργος της Βούλτιστας (σωζόμενος)

Σύμφωνα με έρευνα της Χαμιγιέ Σεζέρ στο τσιφλίκι της Βούλτιστας το 1820 υπήρχε πύργος ο οποίος «κρίθηκε κατάλληλο να κατεδαφιστεί».

Σώζεται λοιπόν μέχρι σήμερα ο πύργος του μετοχίου. Δεν γνωρίζουμε βέβαια εάν πρόκειται για τον παλιό πύργο της προηγούμενης αναφοράς ή εάν επαναχρησιμοποιήθηκε με ανακαινισμένα τα χαρακτηριστικά του ή εάν κτίσθηκε εξ αρχής από τους μοναχούς του μετοχίου, όταν στα μέσα του 19ου αι. αγόρασαν το κτήμα. (Κωφός 1992, σ. 104)

Ο πύργος στις Κούτλες (σημερινή Βεργίνα)

Σύμφωνα με έρευνα της Χαμιγιέ Σεζέρ στο τσιφλίκι Κούτας, ίσως Κούτλες, το 1820 υπήρχε πύργος, μη σωζόμενος σήμερα.

Ο πύργος στο Νεόκαστρο

Όπως ήδη προαναφέρθηκε σύμφωνα με έρευνα της Χαμιγιέ Σεζέρ στο τσιφλίκι του Ινέ Κασρί (Νεόκαστρον) το 1820 υπήρχε πύργος ο οποίος περιβαλλόταν από ένα τετράπλευρο ισχυρό τείχος, σε κάθε γωνία του οποίου υπήρχε κι ένας μικρότερος πύργος. Αν και ο πρώτος (κεντρικός) πύργος διατηρήθηκε, το τείχος και οι τέσσερις μικρότεροι κρίθηκε απαραίτητο να κατεδαφιστούν.

Ο πύργος στο Νησέλι

Η ύπαρξή του μας είναι γνωστή από μαρτυρίες των κατοίκων του Νησελίου. Το περιγράφουν ότι ήταν τριόροφο, είχε φρουριακό κτίσιμο με τοίχους πάχους ενός μέτρου περίπου από «σιδερόπετρες», είχε σιδερένιες πόρτες και παράθυρα, η κύρια πόρτα του ήταν σε εσοχή, όπου είχε θυρίδες – πολεμότρυπες καθώς και καταχύτη ζεστού νερού. Πάνω από το ισόγειο, ο πρώτος όροφος ήταν ο κύριος χώρος κατοικίας, είχε υπερυψωμένη σοφίτα, και διέθετε εσωτερική σκάλα. Φημολογείται ως ο πλέον ισχυρός πύργος της περιοχής.
Προφανώς το κτίσιμό του υπαγορεύθηκε και από την ανάγκη φύλαξης του σημαντικού πόρου αρχικά και αργότερα της γέφυρας του Αλιάκμονα στο σημείο αυτό.
Από τους Τούρκους μπέηδες Ναζίμ και Αλιόζ, πέρασε στην ιδιοκτησία του Αναστάσιου Καρατζόγλου, συνδέθηκε με δραματικά γεγονότα κατά την εποχή της Γερμανικής Κατοχής και τελικά κατεδαφίστηκε το 1955 και από την πέτρα του κτίσθηκε το σχολείο του χωριού. (Γιοβανόπουλος Π. 1997).

Ο πύργος στο Γκριτζάλι (παλαιότερη τοποθεσία του σημερινού χωριού Αγκαθιά)

Η ύπαρξή του μας είναι γνωστή αφενός από τα ιστορικά γεγονότα της Επανάστασης του Κολινδρού στα 1878, αλλά και από μαρτυρίες των κατοίκων της σημερινής Αγκαθιάς Ημαθίας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με ανώνυμο ημερολόγιο συμβάντων σώματος του Επισκόπου Κίτρους Νικολάου 1-23 Μαρτίου 1878, που δημοσίευσε ο Ευ. Κωφός, αναφέρεται μεταξύ άλλων: «… Το σώμα μετέβη επί τινος λόφου πλησίον της μονής Σφηνίτσης, εκείθεν απεστάλησαν 50 εθελονταί και εντόπιοι της διαταγή του επιτοπίου οπληρχηγού Βαγγέλη Χοστέβα και του σωματάρχου εθελοντών Αθ. Κουκοράβα εις Κριτζάλι τον μεν ίνα πυρπολήσωσιν έναν κυρίως Πύργον λίαν ισχυρόν, το δε ίνα διευκολύνωσι την απομάκρυσνιν των γυναικοπαίδων εκ του εν λόγω χωρίου, άτινα υφίσταντο τα πάνδεινα εκ των ατάκτων Γκέγκιδων Αλβανών κλπ. Και το μεν πρώτον δεν ηδυνήθημεν να κατορθώσωμεν διότι ήσαν εγκλεισμένοι τριάκοντα Αλβανοί εντός του ισχυρού Πύργου, πλην όμως η απομάκρυνσις των γυναικοπαίδων επετεύχθη αισίως τη συνδρομή των ανδρείων εντοπίων και εθελοντών, οίτινες στενώς είχον πολιορκήσει τους εν τω Πύργω Αλβανούς. Οι ημέτεροι μεθ’ όλας τας αποπείρας ίνα πυρπολήσωσι τον ειρημένον Πύργον κατέστη αδύνατον, διότι η θύρα του Πύργου ήτο κεκαλυμένη υπό σιδηράς πλακός, ηρκέσθησαν εις την απομάκρυνσιν των γυναικοπαίδων εκ του χωρίου και εις την πυρπόλησιν 2 μικροτέρων πύργων. (Κωφός 1992, σ. 207-209). Από αφήγηση του Κ. Τσαγκαρλή της 12-08-1997 το κονάκι αυτό λεγόταν «γκουϊλές» (δηλ. κουλές = πύργος), μεγάλο και ψηλό πετρόκτιστο κτίριο, που στη συνέχεια το αγόρασε μαζί με το κτήμα που του αντιστοιχούσε ο Χατζίκος. Το κτίριο ήταν τριόροφο και όταν έκλεινε η σιδερένια πόρτα του δεν μπορούσε κανείς να μπεί μέσα, παρέχοντας ασφάλεια για τον ένοικό του. (Τσαγκαρλής Κ.1997)

Το κονάκι των Παλατιτσίων


Η ύπαρξή του μας είναι γνωστή από μαρτυρίες των κατοίκων των Παλατιστίων, αλλά και από ωραιότατες φωτογραφίες, αφενός της οικογένειας Παπαγεωργίου που ανάγονται στο 1895 (τις οποίες μου παραχώρησε ο Σωτ. Τσιρογιάννης) και αφετέρου του περιηγητή Άντολφ Στρούκ που τη δημοσίευσε το 1908. Η οικογένεια Παπαγεωργίου το είχε στην κατοχή της μέχρι την εποχή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν καταστράφηκε από τους Γερμανούς. (Struck 1908, σ. 45 – Ακριβόπουλος 1986, σ. 7 )

Το κονάκι της Τριχοβίστας (σημερινό Καμποχώρι)

Αυτό μας είναι γνωστό από το περιστατικό της απαγωγής του τότε ιδιοκτήτη του απόστρατου βρετανού αξιωματικού Col. Synge, από την ομάδα του κλέφτη Καπετάν Νίκου στις 18-02-1880. Μετά την απελευθέρωσή του (αντί λύτρων 12.000 λιρών) ο παραπάνω Βρεττανός έδωσε συνέντευξη στον ανταποκριτή των Times του Λονδίνου στην Κωνσταντινούπολη και δημοσιεύθηκε στη Νew York Times στις 23-05-1880 με τίτλο «Στα χέρια των ληστών» και υπότιτλο «ο Col. Synge αφηγείται την εμπειρία του ως αιχμάλωτος της συμμορίας του Νίκου».
Η απαγωγή του Col. Synge απασχόλησε τότε τον οθωμανικό και τον διεθνή τύπο, ενώ με την ευκαιρία του γεγονότος δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα της εποχής και μία σημαντική για την τοπική ιστορία ειδυλιακή έγχρωμη γκραβούρα, που απεικονίζει την έπαυλή του στην Τριχοβίστα (σημερινό Καμποχώρι Ημαθίας).
Σ’ αυτήν φαίνεται το επιβλητικό διόροφο σπίτι του, η εξέχουσα της στέγης σοφίτα – παρατηρητήριο, η εντυπωσιακή ασπροβαμένη βεράντα του ισογείου και του πρώτου ορόφου (μπρόστεια), οι δύο καμινάδες, τα πολλά και μεγάλα παράθυρα του ανωγείου, τα γειτονικά χαμηλά σπίτια των κολλίγων του (ή των άλλων κατοίκων του χωριού) με στέγες από ραγάζια, καθώς και τα καλάμια από μια κοίτη ποταμού (Αβδελάς;) που περνούσε στη νότια πλευρά του κτήματός του. Πίσω ο φόντος του όρους Πάϊκου αποδίδεται μάλλον με υπερβολικό τρόπο, αφού δημιουργεί την εσφαλμένη εντύπωση οικισμού κοντά στους πρόποδές του.

Κατά την αναφορά της αιχμαλωσίας (απαγωγής), κράτησης και απελευθέρωσής του, ο απαχθείς ανέφερε και τα εξής που αφορούν και το κονάκι του:
«Την Παρασκευή 12 Φεβ. Επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη, μετά από ένα μήνα απουσίας στις βόρειες περιοχές, όπου είχα δεσμευθεί να βοηθάω τους πρόσφυγες. Την επομένη Τρίτη έφυγα για τη φάρμα μου στην Τριχοβίστα. Την Πέμπτη το βράδυ, μεταξύ 10 και 11, ενώ καθόμουν στην πολυθρόνα μου, τρόμαξα από πυροβολισμούς στα παράθυρα και δυνατά κτυπήματα στην πόρτα της σιταποθήκης κάτω. Το σπίτι μου είναι ένα στέρεο κτίριο από τούβλο και το ισόγειο είναι σιταποθήκη, που δεν έχει εσωτερική επικοινωνία με το υπόλοιπο του σπιτιού. Η πρόσοψή του καταλαμβάνεται από μία μεγάλη βεράντα. Πήγα επάνω στην σοφίτα του σπιτιού και πυροβόλησα με λίγες βολές, όπου έβλεπα τις λάμψεις από μακρύκανα όπλα. Αυτοί ήταν παντού γύρω πυροβολώντας ασταμάτητα και οι σφαίρες κατέστρεφαν τα πάντα. Οι Αλβανοί μου, που έμεναν σ’ ένα σπίτι απέναντι από την αυλή της φάρμας, περίπου 100 γυάρδες μακρυά, ανταπέδωσαν τα πυρά, αλλά οι ληστές ήταν όλοι καλυμμένοι. Περνώντας την πόρτα της σιταποθήκης μάζεψαν μερικές σανίδες και άχυρα, έβαλαν φωτιά στο σωρό, το σπίτι σύντομα γέμισε καπνό, που ήταν ανυπόφορος και έπρεπε να τα παρατήσω. Όταν παραδόθηκα, πήραν δύο από τα σελωμένα μου άλογα από το σταύλο. Μ’ ανέβασαν στο ένα και ο Νίκος, ο αρχηγός της συμμορίας, ανέβηκε στο άλλο. Φώναξαν τους κολίγους μου να προσέξουν τη φωτιά κι εμένα μου είπαν να διαμηνύσω, ότι, εάν στέλνονταν αποσπάσματα να μας κυνηγήσουν, θα με σκότωναν. Μετά με πήγαν προς το βουνό Όλυμπο. …» (Το κείμενο της παραπάνω συνέντευξης και της γκραβούρας έφθασαν σ’ εμένα μέσω της Ανθούλας Παπαδοπούλου από τον Νικόλαο Σαλπιστή, τους οποίους και πάλι ευχαριστώ).
Όμως η φωτιά που έβαλαν οι ένοπλοι απαγωγείς τη νύχτα της 18-02-1880 για να βγάλουν τον Col. Synge από το σπίτι του και να τον πιάσουν, προφανώς δεν σβήστηκε κατά την αποχώρηση της ομάδας του καπετάν Νίκου με τον αιχμάλωτο Άγγλο ιδιοκτήτη και η έπαυλή του καταστράφηκε.

Αδιάψευστη απόδειξη είναι η φωτογραφία (καρτ-ποστάλ), η οποία τραβήχθηκε περίπου 37 χρόνια μετά (1917;), την οποία θυμήθηκα ότι είχα στο αρχείο μου. Σ’ αυτήν φαίνονται δύο γυναίκες του χωριού Τριχοβίστα, από τις οποίες η μία είναι ντυμένη με φουστάνι και η άλλη με χαρακτηριστική ενδυμασία των γυναικών του Ρουμλουκιού (σαγιάδες και κατσούλι) κρατώντας στάμνα, να βρίσκονται μάλλον σε χώρο συλλογής νερού (πηγάδι;) ενώ στο βάθος δεσπόζει ο όγκος από τα υπολείμματα της καμμένης έπαυλης. Φαίνεται ότι σώζονταν μόνο η ανατολική και η δυτική τοιχοποιία της έπαυλης, με τις δύο καμινάδες. Διακρίνονται εύκολα τμήματα της χωρίς παράθυρα ισόγειας σιταποθήκης, και τα μεγάλα και πολλά ανοίγματα παραθύρων του ανωγείου, ενώ το υπόλοιπο μεσαίο τμήμα του οικοδομήματος φαίνεται ότι είχε καταρρεύσει. Βλέπουμε επίσης καθαρά το ισόγειο σπίτι της αυλής του Col. Synge, από όπου οι Αλβανοί σωματοφύλακές του πυροβολούσαν τους ληστές του καπετάν Νίκου, καθώς και τα αναχώματα (όχτος) της παλιομάνας που περνούσε τότε νότια από την άλλοτε έπαυλη. Ο υπότιτλος της φωτογραφίας (καρτ-ποστάλ) αναφέρεται στο «ΤURKOVITCI – μικρό χωριό πάνω στο δρόμο Θεσσαλονίκης – Βέροιας. Ρωμαϊκά ερείπια.» (Μοσχόπουλος 2008α, σ. 12-13.)

Το κονάκι της Μελίκης

Κατά την επανάσταση του Κολινδρού, όταν την 1η Ιανουαρίου 1878 οι επαναστάτες έκοψαν τη συγκοινωνία μέσω του Αλιάκμονα ποταμού, η πρώτη επιθετική τους ενέργεια κατά των Τούρκων, σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Γιώτη Ναούμ, ήταν ότι με το πρώτο έδωσαν φωτιά στο κονάκι του Γιαχγιά μπέη από το χωριό Μελίκη, ο οποίος ήταν Αλβανός στην καταγωγή και ο πιο τρομερός εχθρός των χριστιανών εκείνης της περιφέρειας. Το ένα μετά το άλλο και σε λίγο διάστημα τα κονάκια των Τούρκων μπέηδων έγιναν στάχτη για εκδίκηση για όσα υπέφεραν από αυτούς ολόκληρους αιώνες. (Χιονίδης 1984, σ. 90, 91)
Ο Γιώργης Μελίκης στο βιβλίο του «Τα λαογραφικά της Μελίκης», δημοσιεύει μία φωτογραφία από αυτό το κονάκι, με καθισμένο έναν ένοπλο και την ομάδα του. Το κτίριο φαίνεται διόροφο και παρά τα μεγάλα ανοίγματα των παραθύρων οι τοίχοι φέρουν επίσης πολεμότρυπες. (Μελίκης 1984, σ. 102) Η θέση του βρισκόταν σε χώρο μάλλον πίσω από τη σημερινή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.

Το κονάκι του Γιδά (Γκινταχώρ) (σωζόμενο)


Στην Αλεξάνδρεια, στη βόρεια πλευρά του σημείου συμβολής της οδού Μακεδονομάχων με την οδό Σχολείων, στο υπ’ αριθμόν 651 οικόπεδο σώζεται το τούρκικο κονάκι του Γιδά ή Γκινταχώρ, όπως το συναντάμε στους τουρκικούς φορολογικούς καταλόγους και στο οθωμανικό κτηματολόγιο.
Πρόκειται για ένα διόροφο κτίσμα με ανατολικό προσανατολισμό, αποτελούμενο από ισόγειο, πρώτο όροφο με δίρριχτη στέγη, η οποία διακόπττεται από σοφίτα – παρατηρητήριο, που υψώνεται σε τρίτο επίπεδο με επίσης δίρριχτη στέγη, σε σταυροειδή θέση σε σχέση με την στέγη του πρώτου ορόφου. Το ισόγειο του σημερινού σωζόμενου κονακιού είναι κτισμένο από ψημένα τούβλα, τα οποία φέρουν το μονόγραμμα Ι Μ (που μάλλον δηλώνουν το όνομα του ιδιοκτήτη Ισίν Μπέη ;), αλλά το πίσω τμήμα της τοιχοποιίας του είναι από άψητα πλιθιά. Ο δεύτερος όροφος και η σοφίτα του τρίτου ορόφου είναι από ελαφριά ξυλοκατασκευή (τσιατμάς) με επίχρισμα. Επίσης το κτίριο έχει και νότια προσθήκη, της οποίας το ισόγειο χρησιμοποιούνταν ως σταύλος, ενώ στον δεύτερο όροφο ως κουζίνα. Κτίσθηκε το 1908 από Αλβανούς γκέκηδες μαστόρους, κατά την προφορική μαρτυρία του Γρηγόρη Αντ. Μοσχόπουλου, το οποίο ανήκε στον τελευταίο τσιφλικά του Γιδά τον Ισίν μπέη, ο οποίος ζούσε στην Κωνσταντινούπολη. (Μοσχόπουλος 1989, σ. 48 επ.).
Κατά την ίδια μαρτυρία πριν από αυτό υπήρχε ένα «χαμηλό» κονάκι του γέρου πατέρα του, το οποίο βρισκόταν βορειότερα από αυτό, στο όμορο οικόπεδο του αρτοποιού Κελεκίδη.
Σύμφωνα με το κτηματολόγιο του τσιφλικιού του Γκινταχώρ (Γιδάς) το οποίο αναφέρεται στα έτη 1875-1912, που σώζεται στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας (Τα έγγραφα του κτηματολογίου του Γιδά, υπάρχουν στο τεφτέρι Γ/10 Γιοκλαμά με ημερομηνία σύνταξης την 20η Ιουνίου 1875 και μεταφράσθηκαν ύστερα από την οικονομική συνδρομή του Δήμου Αλεξάνδρειας στις 31 Μαΐου 1993) παλιότερος ιδιοκτήτης του τσιφλικιού του Γιδά ήταν από το 1875 ο Μεχμέτ Σεφίκ πασάς γιος του Αχμέτ Τεβφίκ μπέη, ο οποίος με κάθε επιφύλαξη μπορεί να θεωρηθεί ιδιοκτήτης του τσιφλικιού του Γιδά πριν το 1875. Ο Μεχμέτ Σεφίκ πασάς, που ήταν απόγονος του Γαζή Εβρενός (Φάρος της Μακεδονίας, 17 Αυγ. 1883 αρ. φ. 793), διέμενε στη Θεσσαλονίκη και ανήκε στις αριστοκρατικές οικογένειες της πόλης. Εξελέγη μάλιστα το 1875 και μέλος του Γενικού Διοικητικού Συμβουλίου των δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης (Ερμής, 3 Μαΐου 1875 αρ. φ. 7). Συνήθιζε όμως να έρχεται συχνά στο Γιδά, για να επιβλέπει τις εργασίες συλλογής της εσοδείας του κτήματός του.
Στο κτηματολόγιο καταγράφονται το 1898 οι ιδιοκτησιακές μεταβολές που προήλθαν ύστερα από το θάνατο του Μεχμέτ Σεφίκ. Στην πρώτη σειρά των τίτλων ιδιοκτησίας και στην πρώτη εγγραφή βρίσκεται καταγραμμένο το κονάκι του Μεχμέτ Σεφίκ. Περιγράφεται ως εξής: «Μεγάλο κονάκι και κατάστημα προϊόντων (δημητριακών καρπών), δωμάτια των σέκμπαν (υπηρέτες που φρόντιζαν τα κυνηγετικά σκυλιά) και στάβλος». Στην τέταρτη εγγραφή καταγράφεται ένα δεύτερο κονάκι σαφώς μικρότερο του πρώτου, με κήπο.
Στις 28 Ιανουαρίου 1898 και λόγω θανάτου του Μεχμέτ Σεφίκ πασά οι 169 τίτλοι ιδιοκτησίας του τσιφλικιού, εγγράφονται σε καινούρια τεφτέρια και μεταβιβάζονται σε δύο παιδιά του. Έτσι μεταξύ των κτιρίων που μεταβιβάσθηκαν στον Αχμέτ Μουχσίν ήταν το «μεγάλο κονάκι» με το γυναικωνίτη, τον πύργο, τέσσερις χωριστούς στάβλους, κ. ά. Τα ανωτέρω κτίρια συνόρευαν από τις δυο πλευρές με δρόμους και από τις άλλες δύο με ιδιοκτησίες του Μεχμέτ Σεφίκ. Στην Αϊσέ χανούμ μεταβιβάσθηκαν μεταξύ των άλλων και «τόπος δύο στάβλων και καταστήματος και πύργου και μισού μαγαζιού». Τα οικήματα αυτά συνόρευαν ανατολικά με το «κονάκι του Μουχσίν μπέη» δυτικά με δρόμο, βόρεια με «Τάσο και εκκλησία» και νότια με δρόμο.
Από όλ’ αυτά προκύτπει ότι και ο Γιδάς διέθετε και κονάκια και πύργο, για λόγους ασφάλειας των ιδιοκτητών τσιφλικούχων. Εκείνο το παλιό κονάκι είναι συνδεδεμένο και με την απαγωγή του ιδιοκτήτη του τσιφλικιού του Γιδά Μεχμέτ Σεφίκ πασά από την ομάδα του λησταντάρτη Κατσαρού τον Ιούλιο του 1883. («Φάρος της Μακεδονίας» της 31-08-1883 αριθμός φύλλου 797 – «Φάρος της Μακεδονίας» δημοσιεύθηκε στις 03-09-1883 αριθμός φύλλου 798 – Ερμής 1875, σ.3)

Το κονάκι αυτό μετά την απελευθέρωση περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο και παραχωρήθηκε μετά στον ηπειρώτη γιατρό Δ. Βετσόπουλο, οι απόγονοι του οποίου συνεχίζουν να το έχουν στην ιδιοκτησία τους.

Το κονάκι στο Μικρογούζι (σημερινό Μακροχώρι)




Στο Μακροχώρι αναφέρεται ότι υπήρχαν πολλά κονάκια Τούρκων μπέηδων (Παπαμαργαρίτης 1995). Σε καρτ ποστάλ της εποχής του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου εικονίζεται ένα σημαντικό διώροφο κεντρικό κτίριο, το οποίο ο υπότιτλος παρουσιάζει ως caravan serail ή grand café. Επίσης διώροφα πυργόσπιτα από το Μακροχώρι εικονίζονται και σε διάφορες καρτ – ποστάλ και φωτογραφίες.

Το κονάκι στο Νιχοράμπαλι (σημερινό Νεοχωρόπουλο)

Από τον περιηγητή Άντολφ Στρούκ έχουμε την περιγραφή του κατά το 1906. Αναφέρει λοιπόν τα εξής «… Εδώ συναντήσαμε το χαρακτηριστικό σ’ όλη την πεδιάδα της λίμνης των Γιαννιτσών κονάκι του κτηματία. Αυτό είναι ένα διόροφο κτίσμα με μια επίπεδη σκεπή από κεραμίδια, της οποίας η συναρμολόγηση των πασσάλων κατά ένα μέρος έχει γίνει από στεγνωμένα αργιλώδη κεραμίδια και κατά ένα άλλο μέρος είναι ντυμένα από ακατέργαστα σανίδια και δοκάρια. Κάτω βρίσκονται τα δωμάτια αποθήκευσης ή οι σταύλοι και στο πάνω πάτωμα που συνήθως εξείχε από όλες τις πλευρές ισόμετρα και στηριζόταν ομοιόμορφα με αντιστηρίγματα, βρισκόταν η κατοικία με μια βεράντα, προεξέχον μέρος του δωματίου ………. και ………………….. Το σπίτι του ιδιοκτήτη, που σε σύγκριση με τις γύρω χαμηλές αγροτικές καλύβες είναι αξιόλογο, το στεφανώνουν χωρίς εξαίρεση γερές και κατειλημμένες φωλιές πελαργών (σελ. 22), που κάνουν το ωραίο τοπίο να σε θέλγει. …» (Struck 1908, σ. 21, 22)

Το κονάκι στο Νησελούδι (σωζόμενο)

Πρόκειται για διώροφο κτίσμα με μεγάλα ανοίγματα παραθύρων, νεώτερης χρονολογίας οικοδόμησής του, που σημαίνει, ότι είχε διαλυθεί σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα ανασφάλειας των ιδιοκτητών τσιφλικούχων.


Παρόμοιας αρχιτεκτονικής είναι το κονάκι στο Μυλοβό 1 , (Γέφυρα Πιερίας) (σωζόμενο) και το κονάκι στο Λιμπάνοβο 2, (Αιγίνιο Πιερίας) (σωζόμενο)

Το κονάκι του Σχοινά (σωζόμενο)

Ήταν ισόγειο και μεταξύ των τελευταίων Τούρκων ιδιοκτητών του αναφέρεται ο Ουρφάν μπέης, μετά το θάνατο του οποίου περιήλθε στην κόρη του, Ναζιφέρ Χανούμ, σύζυγο του ονομαστού Οθωμανού της Θεσσαλονίκης Ραχμή μπέη, που ήταν από τους πρωτεργάτες του κινήματος των Νεότουρκων. Σήμερα ανήκει στην ιδιοκτησία της οικογένειας των κληρονόμων Αντωνίου Βεζύρογλου, οι οποία έκανε κάποιες μετατροπές σ’ αυτό, το διατηρεί σε πολύ καλή κατάσταση και εξακολουθεί να το χρησιμοποιεί ως αγροικία. (Πανταζόπουλος Δ. 2006, σ. 34 επ. σ. 87επ.)

Το κονάκι της Ξεχασμένης (σωζόμενο)





Προφανώς είναι το νεότερο σωζόμενο, αφού σύμφωνα με χαραγμένες χρονολογίες που υπάρχουν στην μετώπη των τζακιών του πρέπει να κτίσθηκε στη δεκαετία του 1920 και τελευταίος Αλβανός ιδιοκτήτης του φέρεται να ήταν ο Νεκί Χουσνί, αλλά στην πράξη μεταβίβασης (1924-1925) εμφανίζεται στη θέση του πωλητή ο Εβραίος Γιονάς Γιακό Σαρφατί από τον οποίο το αγόρασε ο Στέφανος Γρηγορόπουλος και στην συνέχεια το κατοίκησε η οικογένειά του μέχρι το 2009.
Πρόκειται για διώροφο κτίσμα από τούβλα που φέρουν την επιγραφή του κεραμοποιείου ΑΛΒΙΟΝ, προερχόμενο μάλλον από το κεραμοποιείο του Γιουδά Άλβο στα Μόδια της Βέροιας (την πληροφορία οφείλω στον Γ. Λιόλιο). Στον επάνω όροφο υπάρχουν δύο χώροι με τζάκια (το ένα φέρει εγχάρακτη την χρονολογία 1928), ενώ εντυπωσιάζει ο χώρος υποδοχής με το εξαιρετικής ποιότητας διάκοσμο της οροφής του με φυτικές παραστάσεις.
Κλείνοντας την σημερινή ανακοίνωσή μου, νομίζω ότι, επειδή τίποτε δεν αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου, τα σωζόμενα μέχρι σήμερα κονάκια (που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χτίστηκαν με χρήματα από τη φορολόγηση των προπαππούδων μας) πρέπει να χαρακτηρισθούν διατηρητέα, πρέπει να συντηρηθούν ώστε να συνεχίσουν να υπάρχουν, αφενός για να θυμίζουν εκείνες τις εποχές, αφετέρου και για να επαναχρησιμοποιηθούν ως κτίρια που μπορούν να στεγάζουν πολιτιστικές δράσεις των τοπικών κοινωνιών των οικισμών, στα όρια των οποίων υφίστανται.-
Σας ευχαριστώ

Αλεξάνδρεια Ημαθίας
ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Ερευνητής της Ιστορίας και Λαογραφίας
Τηλ. 23330-25005 / mosio@otenet.gr