ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ & ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ ( ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΑ )
Διεύθυνση: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ
Τηλέφωνο: 2333022745

Στην βόρεια είσοδο της πόλης και στην οδό Κων/νου Καραμανλή βρίσκονται τα Κοιμητήρια της πόλης. Η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου χτίστηκε το 1945 – 1948, στη θέση της παλιάς εκκλησίας. Για την παλιά εκκλησία υπάρχει η είδηση ότι την είχε επισκεφτεί ο Κοσμάς ο Αιτωλός, τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν γύριζε όλη την επικράτεια ιδρύοντας σχολεία και εκκλησίες. Σ’ αυτό το χώρο βρίσκεται το Κοιμητήριο που χρησιμοποιούσαν και οι πρόγονοί μας. Η εκκλησία Λειτουργεί τα Ψυχοσάββατα, στα μνημόσυνα και στις “ιδιωτικές Λειτουργίες”.
Ο Ναός πανηγυρίζει στις 2 Μαΐου. Την παραμονή γίνεται Πανηγυρικός Εσπερινός και την ημέρα της γιορτής, ο Όρθρος και η Πανηγυρική Θεία Λειτουργία.

Η ΠΑΛΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

Στον χώρο των σημερινών νεκροταφείων της Αλεξάνδρειας, κι ακριβώς στο ίδιο σημείο, όπου βλέπουμε τον σημερινό ναό του Αγίου Αθανασίου, υπήρχε, μέχρι πριν 30 χρόνια περίπου, μία παλιά εκκλησία, που ήταν χτισμένη από τον 18ο αιώνα. Για κείνη την εκκλησία ο μπαρμπα -Γρηγόρης Αντ. Μοσχόπουλος μου αφηγήθηκε την παρακάτω περιγραφή της:
Ήταν χτισμένη με άψητα πλιθιά. Είχε μήκος 25 μέτρα, φάρδος 8 μέτρα και ύψος 4 μέτρα περίπου. Η θεμελίωση της είχε γίνει με δρύινα κούτσουρα, γιατί στην περιοχή δεν υπήρχαν πέτρες. Το δάπεδο της ήταν χωμάτινο κι ήταν πιο χαμηλό απ’ την έξω επιφάνεια του εδάφους. Στους τοίχους είχε ξύλινους αρμούς (ζωνάρια), ενώ τη σκεπή στήριζαν δοκοί ξύλινοι (αγριντιές), στους οποίους υψώνονταν τα ξύλινα στηρίγματα (παπάδες) της σκεπής. Για τη στήριξη της σκεπής βοηθούσαν δύο κορμοί δένδρων που, σαν κολώνες, ορθώνονταν στο κέντρο της εκκλησίας κι από ένας σε κάθε σειρά στασιδιών.
Μπαίνοντας κανείς από την δυτική – τη “γυναικεία” πόρτα της εκκλησίας, γιατί από κει έμπαιναν παλιά μόνο οι γυναίκες- οδηγούνταν στον γυναικωνίτη, που ήταν τμήμα ξέχωρο από τον υπόλοιπο ναό, απ’ τον οποίο φραζόταν με καφασωτό χώρισμα. Στη μέση αυτού του χωρίσματος υπήρχε πόρτα, ενώ στους τοίχους, δεξιά κι αριστερά, από ένα μικρό παράθυρο. Ο αφηγητής θυμάται ότι το κατώφλι της “γυναικείας” πόρτας ήταν από γκρι πέτρα, ενώ στη νοτιοδυτική γωνία του γυναικωνίτη θυμάται ότι υπήρχαν 3-4 κομμάτια “μάρμαρα”, που έφεραν χρονολογίες “1111”, αλλά το σωστό των χρονολογιών αυτών είναι το 1777. Πάνω από τη “γυναικεία” πόρτα της εκκλησίας θυμάται ακόμη την ύπαρξη μιας εικόνας (τοιχογραφίας;) του Αγίου Αθανασίου, που απ’ τα χρόνια είχε αρχίσει να καταστρέφεται. Την ξαναζωγράφισε το 1917 ο Ρώσος στρατιωτικός Μιχαήλ Ποπώφ, ο οποίος στα χρόνια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου βρισκόταν στον Γηδά ως αιχμάλωτος – λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης – των συμμαχικών Άγγλο-γαλλικών στρατευμάτων της Αντάντ.
Η πόρτα των ανδρών ήταν απ’ την νότια πλευρά της εκκλησίας και στην καμάρα της ήταν σκαλισμένη η χρονολογία 1778. Στον κυρίως χώρο της εκκλησίας υπήρχαν οι δυο σειρές στασίδια, οι δυο κολώνες-κορμοί και άλλα δυο μικρά παράθυρα, από ένα σε κάθε τοίχο. Στο δυτικό άκρο τθ3ν στασιδιών της βόρειας πλευράς υπήρχε η εικόνα του Αγίου Αθανασίου. Στο ανατολικό μέρος της εκκλησίας υπήρχε φυσικά το ιερό, που χωριζόταν με απλό ξύλινο τέμπλο. Στο άγιο μανδήλιο, που υπήρχε στην ωραία πύλη του τέμπλου, ήταν κεντημένη η χρονολογία 1777.
Στο εσωτερικό της εκκλησίας υπήρχαν επίσης και δυο πέτρινα μανουάλια που αποτελούνταν το καθένα από ένα μαρμάρινο κολωνάκι πάνω στο οποίο στηριζόταν η σιδερένια στεφάνη με τις αιχμηρές προεξοχές, όπου κάρφωναν τα κεριά. Το ένα απ’ αυτά τα κολωνάκια φέρει χαραγμένη την χρονολογία 1778. Τούτα, μαζί με κάποιες βάσεις στηρίξεως τους, σπασμένα όπως ήταν, όταν τα εντόπισα και τα φωτογράφισα1, μετά από υπόδειξη μου στην τότε εκκλησιαστική επιτροπή, μεταφέρθηκαν το 1980 στο εσωτερικό του ναού για φύλαξη, γιατί αποτελούν την αρχαιότερη, μοναδική και αδιάψευστη μαρτυρία για την ύπαρξη του οικισμού του Γηδά, τουλάχιστον το 1778.
Τοιχογραφίες δεν υπήρχαν στην εκκλησία, υπήρχαν όμως παμπάλαιες εικόνες. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η σκαφωτή εικόνα του Αγίου Αθανασίου, που ήταν ζωγραφισμένη στο κοίλωμα τμήματος κορμού δένδρου, που ήταν πελεκημένο σαν σκάφη, η οποία υπάρχει και σήμερα στον νέο ναό. Για την εικόνα αυτή μάλιστα ο αφηγητής είχε ακούσει από τον πατέρα του Παπαντώνη, ότι έφθασε στον χώρο της εκκλησίας παρασυρμένη από το νερό μιας μεγάλης πλημμύρας και πως είδαν την εικόνα να πλέει στα νερά που έρρεαν απ’ τη μεριά του Βάλτου προς τα δω, χωρίς να ξέρουν από πού προερχόταν. Ακόμη έλεγαν πως, όταν το 1843 χτίστηκε η εκκλησία της Παναγίας στο σημερινό της χώρο, αυτή η εικόνα του Αγίου Αθανασίου μεταφέρθηκε (άγνωστο για ποιο λόγο) μέσα στην εκκλησία της Παναγίας. Τότε οι τσομπάνηδες έρχονταν κι έλεγαν στην εκκλησιαστική επιτροπή, ότι τις νύχτες έβλεπαν ένα φώς που έφευγε απ’ την εκκλησία της Παναγίας και πήγαινε στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Αυτό το ερμήνευσαν σαν σημάδι, ότι η σκαφωτή εικόνα του Αγίου Αθανασίου ήθελε να πάει πίσω στην παλιά εκκλησία, που έφερε το όνομα του. Έτσι δημιουργήθηκαν πολλά παράπονα απ’ τους κατοίκους, οπότε τελικά μεταφέρθηκε η σκαφωτή εικόνα πίσω στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου και από τότε οι τσομπάνηδες σταμάτησαν να βλέπουν το φως εκείνο. Όσο για τις υπόλοιπες εικόνες, μερικές βέβαια υπάρχουν ακόμη, αλλά πολλοί από τους ντόπιους αναρωτιούνται για την τύχη πολλών από αυτές, που δεν τις βλέπουν πια. Προσωπικά γνωρίζω πως ένας μεγάλος αριθμός παλαιών εικόνων είναι συγκεντρωμένος στον γυναικωνίτη της εκκλησίας της Παναγίας, χωρίς όμως να γνωρίζω αν μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται και οι παλιές εικόνες από τον Αη-Θανάση.
Καμπαναριό δεν είχε η εκκλησία, αλλά, στον χώρο πίσω απ’ το ιερό, υπήρχε κρεμασμένο σε δυο στύλους ένα σήμαντρο. Γύρω απ’ την εκκλησία ο χώρος ήταν γεμάτος από πανύψηλα δέντρα, τα φτελιάδια, που με την πάροδο του χρόνου χάθηκαν κι αυτά. Στον περίβολο της εκκλησίας υπήρχαν και τα “νημόρια” (μνημόρια – μνήματα = τάφοι). Ο χώρος τους ήταν γεμάτος χόρτα κι ανάμεσα τους ήταν διάσπαρτοι καμιά πενηνταριά πέτρινοι σταυροί. Ελάχιστοι απ’ τους σταυρούς αυτούς σώζονται μέχρι σήμερα και φέρουν ονόματα νεκρο5ν και χρονολογίες όπως 1796, 1801, 1849, ενώ οι περισσότεροι χάθηκαν ή δυστυχούς χρησιμοποιήθηκαν σαν μπάζα κατά την κατασκευή των τσιμεντοδιάδρομων του νεκροταφείου.
Ακόμη πρέπει να σημειώσω, ότι, πριν χτιστεί η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, ο οικισμός του Γηδά ήταν χτισμένος γύρω από το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, ανατολικά της σημερινής Αλεξάνδρειας, δίπλα στη σημερινή σιδηροδρομική γραμμή. Στη συνέχεια το χωριό μετακινήθηκε στη θέση νότια των σημερινών νεκροταφείων του Αγίου Αθανασίου, βόρεια του Αμπελότοπου περίπου. Η εκκλησία, την οποία περιγράφω, προφανώς χτίστηκε σε χρόνους ύστερους της εκεί μετεγκαταστάσεως του οικισμού, όπως θα εξηγήσω παρακάτω. Στη συνέχεια το χωριό έφυγε από την θέση του Αγίου Αθανασίου και μετακινήθηκε στη θέση που βρίσκεται η σημερινή Αλεξάνδρεια2. Πάντως ανάμεσα σ’ αυτήν την εκκλησία και τη σημερινή θέση του Α’ Γυμνασίου Αλεξανδρείας υπήρχε “καλντερίμι”, δηλαδή πέτρινος δρόμος, που προφανώς συνέδεε την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου με τον οικισμό του Γηδά, όταν αυτός μετακινήθηκε στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα.
Το σημαντικότερο όμως γεγονός, που συνδέει η μνήμη των Γηδιωτών μ’ αυτή την εκκλησία, είναι η επίσκεψη του νεο-απόστολου ή Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Διηγούνται λοιπόν, πως στην εκκλησία αυτή ή στον χώρο της πέρασε, λειτούργησε και δίδαξε ο Άγιος Κοσμάς. Όπως έχω ήδη γράψει3 το πέρασμα του Κοσμά του Αιτωλού απ’ τον Γηδά χρονολογείται στα 1775 ή στις αρχές 1776. Αν αυτές τις χρονολογίες τις συνδέσουμε, αφ’ ενός με τις υστερότερες χρονολογίες 1777 και 1778, που χαράχτηκαν στην εκκλησία και αφ’ ετέρου με την ιδιαίτερη προσπάθεια, που κατέβαλλε ο Κοσμάς να παρακινεί τους σκλαβωμένους τότε Έλληνες να χτίζουν εκκλησίες και σχολεία, πρέπει να δεχθούμε, πως το χτίσιμο της παλιάς εκκλησίας του Αγ. Αθανασίου πιθανόν να ήταν καρπός του κηρύγματος του φλογερού εκείνου ιεροκήρυκα και πατριώτη.
Πιστεύω δηλαδή, πως η εκκλησία εκείνη δεν υπήρχε, όταν πέρασε από δώ το καλοκαίρι του 17754 ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Μάλιστα, αν συσχετίσουμε και την αφήγηση για την εμφάνιση της εικόνας του Αγίου Αθανασίου με τη πλημμύρα, μπορούμε να δεχθούμε, πως κατά την μεγάλη πλημμύρα, που περιγράφει ο επίσκοπος Καμπάνιας Θεόφιλος, η οποία κατέπνιξε το Ρουμλούκι στα μέσα περίπου του 18ου αιώνα5, έφτασε η εικόνα παρασυρμένη απ’ τα νερά, κι εκεί μάλλον έγινε αρχικά κάποιο απλό προσκυνητάρι για να τιμηθεί ο Άγιος. Έτσι ο Κοσμάς ο Αιτωλός, το 1775, προφανώς μπροστά σε κείνο το προσκυνητάρι στάθηκε, δίδαξε και λειτούργησε, ενώ παράλληλα παρακίνησε το συγκεντρωμένο πλήθος των κατοίκων της περιοχής να χτίσουν ναό προς τιμή του Αγίου Αθανασίου, εντολή την οποία οι Γηδιώτες εκτέλεσαν στα επόμενα δύο χρόνια περίπου (1777).
Η καταστροφή αυτής της εκκλησίας, προκειμένου να κτισθεί η σημερινή εκκλησία που την αντικατέστησε, ήταν, κατά την άποψη μου, αθεράπευτο ατύχημα για την ιστορία της πόλης μας, γιατί καταστράφηκε έτσι το πιο παλιό κτίσμα της. Γι’ αυτό ελάχιστη υποχρέωση των σημερινών αρμόδιων παραμένει να διαφυλάξουν με επιμέλεια όσα κινητά απομεινάρια διασώθηκαν από κείνον τον ναό, προκειμένου να κοσμήσουν μελλοντικά κάποιο ιστορικό μουσείο της πόλης μας. Δεν θα παραλείψω βέβαια να επαναλάβω την προηγούμενη, από 20-2-1984, έκκληση μου να αναρτηθεί επιτέλους στον αυλόγυρο του Αγίου Αθανασίου κάποια πινακίδα ή καλύτερα μία μαρμάρινη επιγραφή, που να μνημονεύει την επίσκεψη του Κοσμά του Αιτωλού στον τόπο μας.-
Αλεξάνδρεια, 25-2-1985/22-8-1991
(Εφημερίδα “Ο ΠΟΛΙΤΗΣ” αρ. φύλλων 6/29-8-1991 και 8/19-9-1991).
1. Γιάννης Δ. Μοσχόπουλος, Ρουμλουκιώτικα σημειώματα 1980-1988, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 36
2. Γιάννης Δ. Μοσχόπουλος, ό.π. σελ. 33 επ.
3.Γιάννης Δ. Μοσχόπουλος, ό.π. σελ. 27 επ.
4.Απ. Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ. Δ’, Θεσ/κη 1973, σελ. 432, όπου γράφει “…Ο Κοσμάς φεύγοντας από το Άγιο Όρος περνά από την Θεσσαλονίκη και προχωρώντας πάντοτε προς Δυσμάς φθάνει στη Βέροια το καλοκαίρι του 1775. Από “ενθύμηση” μαθαίνουμε ότι τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου κήρυξε εκεί, καθώς και στα γύρω χωριά…”. Βλ. και Γ. Χ. Χιονίδης, Σύντομη Ιστορία του Χριστιανισμού στην περιοχή της Βέροιας, Βέροια 1961,. σελ. 43.
5.Γιάννης Δ. Μοσχόπουλος, όπ. σελ. 32.
Πηγές : Ρουμλουκιώτικα Σημειώματα 1989 – 1995, Τόμος 2ος, Γιάννης Δ. Μοσχόπουλος, σελ. : 53 – 58.

Ο Άγιος Αθανάσιος

Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας γεννήθηκε το 296 μΧ (ή το 295 μΧ). Έχει χαρακτηριστεί στύλος της Ορθοδοξίας και Μέγας Πατήρ της Ορθοδοξίας. Οι γονείς του Αθανασίου ήταν φτωχοί αλλά πιστοί και ενάρετοι χριστιανοί. Η οικονομική του κατάσταση δεν του επέτρεπε να λάβει ανώτατη εκπαίδευση, αλλά με την βοήθεια του Θεού κατάφερε μελετώντας μόνος του να φτάσει σε υψηλό επίπεδο στην θεολογία και στην φιλοσοφία. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός γράφει ότι ο Άγιος Αθανάσιος μελέτησε την Αγία Γραφή περισσότερο από κάθε βιβλίο.
Το 312 μΧ (ή το 319) ο Αγιος Αθανάσιος χειροτονείται διάκονος από τον Αλέξανδρο Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Ήδη ενώ ήταν διάκονος, εμφανίστηκε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, το έτος 325 μΧ, που είχε συγκροτηθεί κατά του Αρείου, στην οποία διέπρεψε πάνω από όλους με τον ζήλο του, και με την διδασκαλία του περί Ομοουσίου. Τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως (Πιστεύω) της Α Οικουμενικής Συνόδου ουσιαστικά διαμορφώθηκαν από τον Άγιο Αθανάσιο.
Το έτος 326 μΧ (ή το 328 μΧ), ο Άγιος Αθανάσιος διαδέχθηκε τον Αλέξανδρο, επίσκοπο Αλεξανδρείας, εκλεγμένος από κλήρο και λαό.
Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας αρνήθηκε την κοινωνία προς τον Άρειο, γνωρίζοντας την διαστροφή της γνώμης του και την νόσο της αίρεσης που φώλιαζε ακόμη στην καρδιά του Αρείου. Αμέσως άρχισαν οι συκοφαντίες και οι επιβουλές των Αρειανών εναντίον του Αγίου Αθανασίου. Αλλεπάλληλες φορές εξορίστηκε άδικα, καθώς οι Αρειανοί ή οι Εθνικοί (ειδωλολάτρες) κατάφερναν και επηρέαζαν τους Αυτοκράτορες (Κωνσταντίνος ο Μέγας, Κωνσταντίνος ο υιός, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, και ο Ουάλης). Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, ο υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, εξορίστηκε στην πόλη Τρίβερι (ή Τρέβιρα) της Γαλλίας, κατέφυγε στη Ρώμη, φυγαδεύτηκε και έμεινε καιρό στην έρημο, κρύφτηκε σε υπόγεια μήνες ολόκληρους, υπέμεινε χιλιάδες βάσανα και διωγμούς για 46 έτη. Όταν οι αυτοκράτορες καταλάβαιναν το λάθος τους ή όταν ανέβαινε νέος αυτοκράτορας στον θρόνο, ανακαλούσαν τον ?Αγιο Αθανάσιο από την εξορία μα έπειτα ήταν πάλι υπό διωγμό, μετά από νέες διαβολές και συκοφαντίες από Αρειανούς ή από ειδωλολάτρες.
Τα χρόνια που ο Άγιος Αθανάσιος βρισκόταν σε εξορία τον υποστήριζαν τόσο οι λαϊκοί όσο και μοναχοί της ερήμου. Εκεί στην έρημο γνώρισε τον Μέγα Αντώνιο, του οποίου τον βίο συνέγραψε. Τελικά, φάνηκε σαν φωτεινός αστέρας που έδυε, επιστρέφοντας για τελευταία φορά από την εξορία στον επισκοπικό του θρόνο, όπου με την λαμπρότητα των λόγων του φώτισε τον ορθόδοξο λαό για λίγο ακόμη καιρό και αναπαύτηκε στις 2 Μαΐου του 373 μΧ.
Η μνήμη του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου τιμάται στις 18 Ιανουαρίου και στις 2 Μαΐου.

Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός στο Ρουμλούκι

Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Πατροκοσμάς όπως τον αποκαλούσαν οι χωρικοί σ’ όλη την Ελλάδα και στο Ρουμλούκι, παρά το γεγονός ότι δεν εορτάζεται ως Άγιος στα Ρουμλουκιώτικα χωριά, εν τούτης η μνήμη του διατηρείται ακέραια στους ηλικιωμένους κατοίκους σε ορισμένα απ’ αυτά, οι οποίοι τον περιγράφουν ως έναν σεβάσμιο και ασκητικό γέροντα, που δίδασκε για τον Χριστό, προφήτευε διάφορα μελλούμενα και έλεγε πολλές παράξενες, αλλά σοφές φράσεις.
Το γεγονός ότι διατηρείται η μνήμη του, οφείλεται κυρίως στο ότι ο Πατροκοσμάς πέρασε από το Ρουμλούκι σε μία από τις περιοδείες του και δίδαξε στο σημείο, όπου σήμερα βρίσκεται ο Ιερός Ναός του Αγίου Αθανασίου και το νεκροταφείο της Αλεξάνδρειας.
Εκεί, συμφωνά με την παράδοση, υπήρχε ο παλαιός οικισμός του Γιδά, ο οποίος ας σημειωθεί πρέπει να ήταν ήδη τότε κεφαλοχώρι στο Ρουμλούκι, για να προτιμηθεί ως τόπος διεξαγωγής του κηρύγματος του από τον Άγιο.(Υποσ.1) Κατά συνέπεια, δεν είναι παράδοξο φαινόμενο ότι οι μνήμες για την έλευση του είναι πιο ισχυρές στον Γιδά και στα γειτονικά του χωριά Νεοχώρι, Σχοινάς, Βρυσάκι (Ρέσινα), Νησί, Καψόχωρα, Νησέλι και Παλαιοχώρι.
Είχα την τύχη στην παιδική μου ηλικία να χιλιοακούσω τις σχετικές αφηγήσεις για το κήρυγμα του Πατροκοσμά και τις διδαχές του από τους παππούδες μου Δημήτριο Πανταζόπουλο του Πανταζή, κάτοικο του χωριού Σχοινάς (1895-1975), Γωγοπούλου Αικατερίνη, σύζυγος Θωμά, κάτοικο του χωριού Σχοινάς (1904-1993), το γένος Γεωργίου Δούμπη από το χωριό Νεοχώρι και Δέσποινα Μοσχοπούλου, σύζυγος Διονυσίου (1900-1993), κάτοικος Αλεξάνδρειας, το γένος Παναγιώτη Κυριαζόπουλου.
Όταν οι μνήμες με την μορφή παραμυθιού έδωσαν την θέση τους στο ενδιαφέρον του ερευνητή της ιστορίας και των παραδόσεων του τόπου που τον γέννησε και τον ανέθρεψε και γιατί όχι και του θεολόγου, με την παρότρυνση προς έρευνα ενός από τους Πανεπιστημιακούς διδασκάλους μου, του Γεωργίου Πάσχου, κύριου σήμερα ερευνητή της προσωπικότητας του Πατροκοσμά και μέλους της Επιτροπής που αναζήτησε, εντόπισε και αναγνώρισε τα οστά του στην γείτονα Αλβανία, συνειδητοποίησα την σπουδαιότητα των αφηγήσεων των προγόνων μου και άρχισα να συλλέγω και να καταγράφω όσες αντίστοιχες και ιδίου περιεχομένου εντόπιζα σε όλο το Ρουμλούκι, για να τις παρουσιάσω στο παρόν βιβλίο, έχοντας την πεποίθηση ότι θα συμβάλω και εγώ στο ελάχιστο στην ανάδειξη αυτής της μεγάλης μορφής, του Νεομάρτυρα και Αγίου από το 1927, του Αγίου των σκλάβων όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζεται.
Ο Άγιος Κοσμάς, σε μία από τις περιοδείες του στον Μακεδονικό χώρο, πέρασε και από το Ρουμλούκι. Ο Ιωάννης Μοσχόπουλος μάλιστα, τοποθετεί χρονικά το γεγονός στα τέλη του 1775 ή στις αρχές του 1776.(Υποσ.2)
Ερχόμενος στην περιοχή, σταμάτησε στον χώρο του Αγίου Αθανασίου του Γιδά, όπως προανέφερα και κατά την προσφιλή του συνήθεια κατασκεύασε έναν πρόχειρο σταυρό από κλαδιά δέντρων, τον στερέωσε στο έδαφος και περίμενε να συγκεντρωθούν οι χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής.
Πράγματι, η είδηση της παρουσίας του γέροντα, σύντομα μεταδόθηκε σ’ όλο το Ρουμλούκι και άρχισαν να καταφθάνουν πλήθη κόσμου για να τον ακούσουν. Στην κοσμοσυρροή βέβαια αυτή, ίσως συνέβαλε και η παρότρυνση προς το ποίμνιο του να ακούσουν το κήρυγμα του Πατροκοσμά του τότε Επισκόπου Καμπάνιας Θεοφίλου (1749-1795), ενός από τους πλέον ασκητικούς και φωτισμένους ιεράρχες της εποχής του.
Με το κήρυγμα του Αγίου συνδέονται τρεις παραδόσεις.
Η πρώτη θέλει τον Πατροκοσμά να μην αρχίζει αμέσως την ομιλία του, αλλά να αναμένει τον ερχομό ενός κατοίκου του χωριού Σκυλιτσίου, που όργωνε στο χωράφι του και καθυστέρησε. Σε σχετική ερώτηση του πλήθους για την καθυστέρηση, ο Άγιος τους είπε τον λόγο και προκάλεσε τον θαυμασμό όλων των συγκεντρωμένων όταν ήρθε ο γεωργός και επαληθεύτηκε.
Η δεύτερη αναφέρεται στην διακοπή του κηρύγματος του, για να απευθυνθεί σε μία γυναίκα από την Ρέσινα (Βρυσάκι), που αδημονούσε διότι είχε αφήσει στο σπίτι της το μωρό της να κοιμάται στην κούνια και το ζυμάρι της στην σκάφη (κουπάνα) για να φουσκώσει. Η γυναίκα ανησυχούσε μήπως ξυπνήσει το μωρό και φουσκώσουν πολύ τα ψωμιά και ξεχειλίσει το ζυμάρι από την σκάφη. Ο Άγιος αντιλαμβανόμενος τις ενδόμυχες σκέψεις της, είπε να μην ανησυχεί και ότι θα βρει το μωρό να κοιμάται ήσυχα στην κούνια του και τα ψωμιά έτοιμα για να τα ψήσει, γεγονότα που συνέβησαν προκαλώντας και πάλι τον θαυμασμό των χωρικών.
Σύμφωνα με την τρίτη παράδοση, στα μεγάλα φτελιάρια και καραγάτσια που υπήρχαν στην περιοχή, βρίσκονταν πολλές καλιακούδες, που με τα κραξίματα τους εμπόδιζαν τον Άγιο στο κήρυγμα του. Διακόπτοντας λοιπόν τον λόγο του, ο Πατροκοσμάς γύρισε προς τα δέντρα και είπε: “σωπάστε ευλογημένα” και ως εκ θαύματος οι καλιακούδες κοιμήθηκαν στους κλώνους, για να ξυπνήσουν μετά το πέρας του κηρύγματος.
Μόλις τελείωσε το κήρυγμα, οι κάτοικοι του Γιδά τον ενημέρωσαν για ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο οικισμός τους και που είχε εξελιχθεί σε πραγματική μάστιγα. Επρόκειτο για την ύπαρξη στο χωριό πολλών δηλητηριωδών φιδιών και τους πολλούς θανάτους ζώων και ανθρώπων που οφείλονταν στα τσιμπήματα τους, κυρίως των μωρών τους που βρίσκονταν πεθαμένα μέσα στις κούνιες τους και των μικρών παιδιών στα χωράφια μόλις ξέφευγαν της προσοχής των γονιών τους. Έτσι, ανέφεραν στον Άγιο την απόφαση τους να “χαλάσουν” το χωριό και να μετακινηθούν νοτιοανατολικά, οικοδομώντας τα σπίτια και τις μάντρες τους σε μέρος που δεν θα υπήρχαν φίδια, ζητώντας ταυτόχρονα και την ευλογία του για την επικείμενη μετακόμιση. Ο Πατροκοσμάς θεώρησε σωστή την απόφαση τους και τους έδωσε την ευλογία του, όμως τους συμβούλεψε να μην κλείσουν ποτέ την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου και να την λειτουργούν πάντοτε.
Ο Πατροκοσμάς μιλώντας την γλώσσα των χριστιανών Ελλήνων της εποχής του, είχε ως σκοπό του την τόνωση του θρησκευτικού και εθνικού συναισθήματος των Ελλήνων της ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας. Προέτρεπε τους χριστιανούς να επιστρέψουν στην θρησκεία των προγόνων τους, να χτίζουν εκκλησίες και σχολεία, να μιλάνε την Ελληνική γλώσσα, στην οποία γράφηκαν τα Ευαγγέλια, να τηρούν την αργία της Κυριακής, να αγαπούν την γη, με εργατικότητα να τρυγούν τους καρπούς της κ.α.
Εκτός όμως από τα παραπάνω, συνήθιζε να προφητεύει για τα μελλούμενα, λέγοντας προφητείες τόσο για ιστορικά γεγονότα που θα συνέβαιναν πολύ μετά την εποχή του, αλλά και διάφορες τεχνολογικές και άλλων ειδών ανακαλύψεις, αρκετά ακατανόητες για τους ανθρώπους του αιώνα του, αλλά άκρως εντυπωσιακές και θαυμαστές για το ακροατήριο του. Τέτοιες προφητείες είπε και στην ομιλία του στον Γιδά, που προκάλεσαν τόσο μεγάλη εντύπωση στους Ρουμλουκιώτες, ώστε διατηρήθηκαν από στόμα σε στόμα για πάνω από δύο αιώνες.
Ταυτόχρονα, καταγράφηκαν και σε χειρόγραφα βιβλία, εκ των οποίων η ερευνά μου εντόπισε την ύπαρξη σε δύο γέροντες Ρουμλουκιώτες.
Το ένα κατείχε ο παππούς μου Δημήτριος Πανταζόπουλος του Πανταζή στο χωριό Σχοινάς και το άλλο ο Θωμάς Παπαδόπουλος στο χωριό Νησί και συνήθιζαν να το διαβάζουν στους οικείους και στους συγχωριανούς τους, προκαλώντας τον θαυμασμό τους κάθε φορά που επαληθεύονταν. Δυστυχώς όμως, μετά τον θάνατο τους καταστράφηκαν λόγω άγνοιας των απογόνων τους, στερώντας την έρευνα για τον Άγιο από σημαντικότατα στοιχεία.
Εντούτοις αρκετοί ηλικιωμένοι των χωριών γύρω από τον Γιδά, ενθυμούνται κάποιες από τις προφητείες του Πατροκοσμά, τις οποίες και παραθέτω όπως τις κατέγραψα.
1. “Όντας δα ιδείτε τον Άη Θανάση να σμίγ’ πάλι με τα σπίτια του χωριού, τότε δα έρθ’ του τέλους”.(Υποσ.1) Προφανώς, πρόκειται για προφητεία εσχατολογικού περιεχομένου και λέχθηκε όταν οι κάτοικοι του Γιδά τον ενημέρωσαν για την μετοίκηση τους νοτιοανατολικά της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου και ζήτησαν την ευλογία του για αυτήν τους την μετακίνηση μακριά από το παλαιό χωριό και τον ναό τους.
2. “Στου Καρασμάκ’ δα πλιέξ’ δαμάλ’ δυο χρουνών μέσ’ του αίμα”. Η προφητεία επαληθεύτηκε με την διεξαγόμενη στον Λουδία (Καρασμάκι) μάχη κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο.
3. “Δα γιένουν σιδιρένια πουλιά κι δα ξιρνούν φουτιά”. Αναφέρεται στην κατασκευή των αεροπλάνων και δη των πολεμικών.
Διασώζεται και ως εξής: ‘Όντας δα γιέν’ου μιγάλους πόλιμους, ου ουρανός δεν δα φαινιτι απού τα σιδερένια πουλιά, που δα χτυπιούνται στουν αέρα κι δα ξιρνούν φουτιά στην γη. Ου κόσμους δα κρύβιτι μεσ’ στα χαντάκια για να γλυτώσ’. Δεν δα ξερν’ που να τρουπώσ’ν κι δα φουβούντι. Δα λιέν’ τότι όλ’, ιβγάτι ισείς οι πιθαμέν’ απ’ τα ‘νημόρια, για να σιβούμι ιμείς οι ζουντανοί μέσα”.
4. “Δα γιένουν θηρία ανήμιρα κι δα πιρπατάν’ απάν’ σι δυο ρόδις”. Αναφέ­ρεται στην κατασκευή των αυτοκινήτων και των τρένων. Μάλιστα, όταν το 1895 πρωτοπέρασε το τρένο από τον Γιδά, πολλοί κάτοικοι του θυμήθηκαν την προφητεία του Αγίου, βλέποντας τρομαγμένοι να “τρέχ’ του σιδερένιου αμάξ’ δίχους βάλια ή βόδια”. (Υποσ.5)
5. Η παραπάνω προφητεία διασώζεται και στις παρακάτω τρεις παραλλαγές:
α) “Δα τρέχ’ στουν κάμπου αμάξ’ δίχους βόδια πιό αγλήγουρα κι απ’ τουν λαγό”.
β) “Δα βγει ένας μαύρους καράς κι δα σκίζ’ βουνά, κάμπους κι πουτάμια”.
γ) “Δα πιρπατούν στουν δρόμου σιδηρένια θηρία μη μηγάλα μάτια κι δεν θα μπουρούμι να τα πιάσουμι”.
6. “Δα γιένουν βόδια σιδιρένια κι δα ουργών’ τα χουράφια”. Αναφορά στους γεωργικούς ελκυστήρες (τρακτέρ).
7. “Δα διθεί η ντουνιάς μ’ ένα ράμα”. Αναφορά στην ανακάλυψη του τηλεφώνου και του τηλέγραφου. Διασώζεται και ως εξείς: “Δα δέσιτι ένα σκ’νί μιγάλο, που δα μιλάει. Δα ουμιλούν αφνοί απού ικεί, δα ουμιλάτι ισείς απού ιδώ κι δα καταλαβαίνιστι”.
8. “Δα’ρθεί κιρός που δα βρουμίσ’ν η θάλασσα κι τα πουτάμια κι δα ψουφούν τα ψάρια”. Αναφορά στην μόλυνση των θαλασσών και των ποταμών.
9. “Δα’ρθεί κιρός που δα έχιτι απ’όλα τα καλούδια, αμά μόνου δα τα γλιέπιτι, δεν δα μπουρείτι να τα φάτι”. Πιθανόν αναφέρεται στην μόλυνση από την ραδιενέργεια.
10. “Δα’ρθεί κιρός που ου διάβουλους δα φέρν’ γΰρα μι του κουλουκΰθι τ'”. Ίσως αναφέρεται στους δορυφόρους.
11. “Δα’ρθεί κιρός που οι παπάδις δα γιέν’ χειρότιρ’ κι απ’ τ’ς διαβόλ'”. Αναφέρεται στην διαφθορά του κλήρου.
12. “Δα αγριέψ’ ου τόπους πουλύ”.
13. “Του κακό δα αρχινήσ’ απού ένα μ’κρό κράτους. Ένα μιγαλύτιρου δα του πάρ’. Δα προυσπαθούν να του λύσ’ν στα χαρτιά, αμά δεν δα μπουρούν. Τότι δα γιέν’ μιγάλους πόλιμους. Μιτά δα’ρθεί του τέλους”. Διασώζεται και ως εξής: “Ου μιγάλους πόλιμους δα ξικινήσ’ απ’ τ’ς Ρου-μαίους. Αιτία δα είνι ένα μικρό κρατίδιο. Δα γιέν’ ξαφνικά κι δα τιλειώσ’ γλήγουρα. Δα βαστάξ’ ή τρεις ώρις ή τρεις μέρις”.
14. “Δα γιέν’ κουτιά που δα ουμιλούν. Δα σας ουμιλούν κι δα σας χιριτούν απού μέσα κι ισείς δα τους γλιέπιτι”. Αναφορά στην ανακάλυψη του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.
15. “Δα’ρθεί κιρός που οι γ’νιαίκις δα χάσ’ν τ’ς αντρουπές τ’ς”. “Αυτό του λουλούδ’ (η αντρουπή) είνι όλου αντρουπή, Μνιά μέρα όντας δα χαθεί του άσπρου χρώμα τ’ (από το άνθος), δα χαθεί κι η αντρουπή απ’ τουν κόσμου”. Αναφορές στη χαλάροοση των ηθών.
16. “Χαρά σ’αυτόν που δα έχ’ μία κατσίκα. Μ’αυτήν δα σώσ’ τα πιδιά τ'” .
17. “Τρεις μέρις δα περπατάει κανιένας, για να βρει άνθρουπουν να πει καλημέρα”.
18. “Δα’ρθεί ξαφνικά ή του βόδ’ θ’ απουμείν’ στου χουράφ’ ή τ’άλουγου στ’ αλών'”. Αναφορά στην απελευθέρωση από τους Τούρκους. Η προφητεία επαληθεύτηκε, καθώς μέσα σε ελάχιστο χρόνο αποχώρησαν από την περιοχή μας διερχόμενα τα Τουρκικά στρατεύματα, ενώ οι Ρουμλουκιώτες εγκατέλει­ψαν βιαστικά τα σπίτια και τις περιουσίες τους για να κρυφθούν στις φυσικές κρυψώνες της περιοχής, προκειμένου να αποφύγουν πιθανά αντίποινα των οπισθοχωρούντων Τούρκων. Στο ίδιο θέμα αναφέρονται και οι επόμενες οκτώ:
19. “Πίσου αποΰ μια θΰρα να κρυφτεί κανιένας, δα γλυτώσ’. Δα είνι βιαστικό”.
20. “Μ’αλλνούς δα κοιμ’θείτι κι μ’αλλνοΰς δα ξιμιρώσ’τι”.
21.”Δα’ρθεί ξαφνικά. Να έχιτι ένα σακούλ’ στάρ’ πίσου απ’ τ’ν θύρα. Φεύγουντας να του πάριτι, για να φάν’ τα πιδιά σας. Να έχιτι κι μια χούφτα αλάτ’, για να μην πεινάσ’τι”. Διασώζεται και ως εξής: “Να έχιτι μνια χούφτα αλάτ’ μέσα σ’ ένα σακούλ’ κι να του κριμμάσ’τι στ’ν θύρα. Φεύγ’ντας βιαστ’κά, δα χτυπησ’ του κιφάλι σας στου σακούλ’ κι δα θυμ’θείτι να του πάριτι μαζί σας”.
22. “Να έχιτι δυο θύρις στα σπίτια σας. Αν σας πιάσ’ν την μια, να φύγιτι απ’ τ’ν άλλ'”.
23. “Δα είνι ασφαλείς όσοι προυλάβ’ν να φτάσ’ν στους πρόπουδις του Ουλύμπου”.
24. “Όσοι είνι στα β’νά, δα πάθ’ν πουλλά, αμά μιτά δα είνι καλότυχοι”.
25. “Να παρακαλάτι να είνι μέρα κι όχ’ νύκτα, καλουκαίρ’ κι όχ’ χειμώνας”.
26. “Όσα χουριά είνι κουντά στουν δρόμου, πουλλά δα πάθ’ν. Οι άλλ’ να μην φουβάστι”.
27. “Δα’ρθεί κιρός που δα βρίσκ’ν οι άνθρουπ’ μάλαμα στουν δρόμου τ’ς κι δε δα σκύβ’ν να του πάρ’ν. Για ένα στάχ’ όμους δα σκουτώνουντι, ποιος δα του πάρ'”. Υπάρχει και ως εξής: “Δα’ρθούν κιροί, που οι άνθρουποι δα τρέμ’ν σαν τα φύλλα του δέντρου (ή σαν του φυλλουκάλαμου) απού πείνα κι απού δίψα. Οι θάλασσις δα βρουμίσ’ν, τα ψάρια δα ψουφούν, τα πηγάδια δα στιρέψ’ν κι οι βρύσις δα στύψουν. Ου κόσμους δα τρέμ’ για μια γουλιά νιρό κι δα λιέν’: Θιέ μ’ ας ήταν ιδώ μια γαίδουρουπατ’λιά, να είχι λίγα κατουρά απ’του γουμάρ’, για να βρέξου τα χείλια μ’, γιατί η καρδιά μ’ τρέμ’ για νιρό”.
28. “Μια χούφτα ασήμ’, μια χούφτα αλεύρ'”.
29. “Δα πιθάν’ πουλλοί απού τ’ν πείνα”.
30. “Ό,τ’ σας ζητούν να δίνιτι, φτάν’ να γλυτώνιτι ψ’χές”.
31. “Νά’χιτι σταυρό στου μέτουπου, για να σας γνουρίσ’ν ότι είστι χριστιανοί”.
32. “Δα γιμίσ’ν τα πουτάμια κι οι θάλασσες μι αίμα”.
33. “Μόν’ δα σπέρνιτι κι δεν δα θιρίζ’τι”.
34. “Δα’ρθεί κιρός, που ρόδα μι ρόδα δα σκουτώνουμέστι”. Πιθανόν να αναφέρεται στους θανάτους από τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα.
35. “Δα’ρθούν κι κλέφτις μι πουδήματα”.
36. “Δα’ρθούν τα κόμματα. Δα μαλών’ αναμιταξυ τ’ς οι άνθρουπ’ κι δα χουριστούν σι ουμάδις. Δα λιέν’ άσκημα λόϊα”.
37. “Δα’ρθούν κιροί, που ου άνθρουπους δεν δα θέλ’ να λουϊαστεί κι να ουμιλήσ’ σι άνθρουπου”.
38. “Δα’ρθεί κιρός, που οι άνθρουπ’ δα γιέν’ θηρία ανήμιρα. Ου αδιρφός τουν αδιρφό δα σκουτών’. Τα αδέρφια δεν δα θέλ’ν να λουϊαστούν αναμιταξυ τ’ς κι δεν δα λουγαριάζουντι πως δα σκουτώνουντι”. Μάλλον πρόκειται για αναφορά στους εμφυλίους πολέμους ή την χαλάρωση των οικογενειακών δεσμών.
39. “Δα’ρθεί ένας ψιυδουπρουφήτ’ς. Να μην τουν πιστέψιτι. Δα’ρθεί κι δα φύγ'”.
40. “Δα’ρθεί ου Χριστός κι ου Αντίχριστους. Ου Χριστός δεν δα έχ’ τίπουτι στα χέρια τ’, μόνου την πίστη δα φέρ’. Ου Αντίχριστος δα δίν’ απ’ όλα τα καλούδια. Μιτά δα γιέν’ η Διυτέρα Παρουσία κι ου χουρισμός τουν ανθρώπουν. Όσ’ δα ακ’λουθήσ’ν τουν Αντίχριστο, δα πάν’ στου πυρ του αιώνιου, στα καταχθόνια του Άδη. Όσ’ απουμείν’ μι τουν Χριστό, δα τρών’ μι χρυσά κουτάλια”.
41. “Άτακτους στρατός απ’ όλα τα έθνη δα πιράσ’ απ’ τ’ν Ιγνατία. Δεν δα εμπλακεί τότι στουν πόλεμου η Ιλλάδα”.
42. “Κι η Αλβανία δα έρθ’ στ’ν Τλλάδα”.
43.”Δα γιέν’ πόλιμους μ,ιγάλους κι όλα τα έθνη δα ξισηκουθουν’. Μιγάλ’ φρίκ’ δα γιέν’ τότι. Ου κόσμους δεν δα ξέρ’ πόυ να τρουπώσ’. Όλα τα έθνη δα φεύγ’ν κι δα μαζουχτοΰν’ ιδώ στην Ιλλάδα. Κι η Ρουσία δα μπει στουν πόλιμου μαζί μι άλλους. Όλοι δα μαζωχτούν στα Ματάκια (υπάρχει σχετικό τοπωνύμιο στο χωριό Παλαιοχώρι, δίπλα στο σημερινό στρατιωτικό αεροδρόμιο της Αλεξάνδ­ρειας). Ικεί δα συναντηθούν όλα τα στρατεύματα κι δα γιέν’ μιγάλους χαλασμός. Του αίμα δα τρέχ’ πουτάμ’. Τριών χρουνών δαμάλ’ δα πλιέξ’ τότι στου αίμα. Απου τα Ματάκια του αίμα δα φύγ’ στ’ν θάλασσα κι δα κουκκινίσ’ η θάλασσα. Τότι Άγγιλους Κυρίου, μι τουν σταυρό στα χέρια τ’, δα κατιβεί για να χουρίσ’ τα στρατεύματα. Πέντ’ έξ’ άνθρουπ’ δα βγουν νικητές”.
44. “Δα γιέν’ πόλιμους μιγάλους. Όλα τα έθνη δα μαζωχτούν στην Τουρκία κι η Τουρκία δα σβήσ’ στου τέλους. Δαμάλ’ δυο χρουνών δα πλιέξ’ τότε στου αίμα. Νικητής δα βγει του ξανθό γένους”. Διασώζεται και ως εξής: “Στην πόλη δα μαζωχτούν στρατεύματα απ’ όλα τα έθνη. Δα γιέν’ πόλιμους μιγάλους κι δα χυθεί αίμα πουλύ. Δαμάλ’ τριών χρουνών δα πλιέξ’ τότι μέσ’ στου αίμα. Δα’ρθεί στου τέλους ένας ξανθός ρουμαλαίους και δα σταματήσ’ τουν πόλιμου μι του που δα σηκώσ’ ψηλά του χέρι τ'”.
45.”Καλότυχους όποιους ζήσ’ μιτά τουν γινικό πόλιμου. Δα τρώει μι χρυσά κουτάλια”.
Υποσημειώσεις – παραπομπές
Υποσ.Ι Ι.Μοσχόπουλου, ο.π.π., σελ. 27.
Υποσ.2 Ι.Μοσχόπουλου, ο.π.π., σελ. 28.
Υποσ.3 Την σχετική παράδοση ευγενικά μου παραχώρησε ο Δημήτριος Μπέλλος από το Αρχείο του και την κατέγραψε το Καλοκαίρι του 1997 από την Αθηνά Κακαβή, το γένος Μανωλοπούλου από την Αλεξάνδρεια.
Υποσ.4 Η προφητεία παραχωρήθηκε από τον Δημήτριο Μπέλλο, ο οποίος την κατέγραψε το καλοκαίρι του 1997 από την Αθηνά Κακαβή, το γένος Μανωλοπούλου από την Αλεξάνδρεια.
Υποσ. 5 Προφορική μαρτυρία της Μαρίας Πανταζοπούλου το γένος Θωμά Γωγόπουλου από τον Σχοινά, που την άκουσε από την θεία της Λούλουδα Γωγοπούλου, σύζυγος Αποστόλου, το γένος Τσουμάρα, κάτοικο το 1892 του Γιδά.
Αποσπάσματα από το βιβλίο: ¨Τ’ Αντέτια μας¨, Ήθη και έθιμα από το Ρουμλούκι. Δημήτριος Πανταζόπουλος, Αλεξάνδρεια 2001, σελ. 376 – 383.