Το Νησί στις αρχές του αιώνα μας ήταν παραλίμνιο και ένα από τα κεφαλοχώρια του Ρουμλουκιού.(Ι) Ήταν τσιφλίκι του γνωστού μεγαλοεβραίου της Θεσ/νίκης Μοδιάνο ή σενιόρ Γιαννακό, όπως τον αποκαλούσαν οι χωρικοί, ο οποίος κατά την αφήγηση των γερόντων είχε στην κατοχή του 72 τσιφλίκια.(2) Το 1911 ο Μοδιάνο πούλησε το Νησί για 12 οκάδες λίρες στους αδερφούς Γιασίμ μπέη και Σεφκέτ μπέη και στους Ριζά μπέη, Οσμάν μπέη, Φαϊτ μπέη, Μωαμέτ μπέη, Ναζίμ μπέη, Κενάν μπέη, Σαβαλιάν μπέη, Σατιτζίμ μπέη και Σαδιτάν μπέη. Όλοι οι μπέηδες διέμεναν στη Θεσ/νίκη, ενώ στο κονάκι τους στο χωριό, που ήταν ένα πέτρινο κτίριο στο χώρο που κατέχει σήμερα η οικογένεια του ιερέα Ευάγγελου Μπλιάμπτη, είχαν ως αντιπρόσωπο τους (σούμπαση) τον Ευθύμιο Νταρταγιαννόπουλο (Κολτσίδας), ως αγροφύλακα τον Τζιβίτ και ως φύλακα τον Ιλιάηζ. Μετά την απελευθέρωση, οι Οσμάν μπέης, Σεφκέτ μπέης και Γιασίμ μπέης έφυγαν για την Τουρκία. Μάλιστα, όταν εισήλθε στο χωριό τμήμα του Ελληνικού στρατού, ο Οσμάν μπέης ζήτησε από τους Νησιώτες να τον φυγαδεύσουν και αυτοί τον έκρυψαν στην εκκλησία και το βράδυ κρυφά τον έβγαλαν έξω από το χωριό. Οι υπόλοιποι μπέηδες ήταν Αλβανοί και παρέμειναν στο Νησί μέχρι το 1924. Το Νησί αναγνωρίστηκε ως κοινότητα με το Β.Δ. της 28-6-1918 και απαρτιζόταν από τους συνοικισμούς Νησίου, Ρέσιανης, Καταφυγίου και Μονής Αγίων Αναργύρων.(3)
Κατά την παράδοση το χωριό, πολύ παλιά, ήταν διασκορπισμένο ανά 5-10 σπίτια σε διάφορα σημεία, βόρεια στην τοποθεσία “Μπάχτσι”, ανατολικά και νοτιοανατολικά της σημερινής του θέσης, εκεί όπου υπήρχε ξηρά και δεν κατακλυζόταν από τα νερά του Βάλτου. Όταν όμως βρέθηκαν τα οστά των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού μέσα σε όστρακο θαλάσσιας χελώνας πάνω σε νησάκι ενός παραποτάμου του Αλιάκμονα και αρχικά χτίστηκε εκεί ένα εκκλησάκι και στη συνέχεια ιδρύθηκε μοναστήρι, άρχισαν σταδιακά οι Νησιώτες να συγκεντρώνονται κοντά σ’ αυτό και δημιούργησαν έναν ενιαίο πια οικισμό. Μάλιστα εγκαταστάθηκαν ανατολικά του μοναστηριού, αφού την προέκταση προς τα δυτικά την καθιστούσε αδύνατη ο παραπόταμος του Αλιάκμονα. Ο παραπόταμος αυτός υπάρχει μέχρι και σήμερα πίσω από την παλαιά εκκλησία του χωριού (το Καθολικό της Μονής) ως στραγγιστική τάφρος. Έτσι, στο Νησί βλέπουμε την εκκλησία να βρίσκεται έξω από το χωριό στα δυτικά του, αμέσως μετά τα τελευταία σπίτια, σε αντίθεση με τον συνηθισμένο τύπο Ελληνικού χωριού που έχει την εκκλησία στο κέντρο του. Σύμφωνα με αφήγηση του Σωτηρίου Σαλλιάρα προς τον γιό του Αντώνιο, τη μεταφορά των χωρικών που διέμεναν στην τοποθεσία “Μπάχτσι”, κοντά στο μοναστήρι, την παρότρυνε ο Αβδουραμάν μπέης, ιδιοκτήτης των εκτάσεων του χωριού κατά τα έτη 1850-1880• (ο Αβδουραμάν μπέης πούλησε έπειτα το τσιφλίκι του Νησίου στο Μοδιάνο).(4)
Κατά τις αφηγήσεις των γερόντων του χωριού, το Νησί οφείλει το όνομα του στην αναφερόμενη πιο πάνω γειτονική προς το χωριό νησίδα του παραποτάμου του Αλιάκμονα, στην οποία είχαν βρεθεί τα οστά των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού και είχε χτιστεί το μοναστήρι.(5) Κατά την άποψη μου, είναι πιθανόν το Νησί να ονομάστηκε έτσι, διότι σε παλαιότερη εποχή ήταν χτισμένο επάνω σε εκτάσεις που δεν κατακλυζόταν από νερά, όταν δεν είχε διαμορφωθεί στην τελευταία της έκταση και μορφή η λίμνη των Γιαννιτσών. Υπέρ αυτής, πιστεύω ότι συνηγορεί και το γεγονός ότι πολλά χωριά και τοποθεσίες στο Ρουμλούκι, όπως Νησέλι, Νησελούδι, Πλατύ, Κορυφή, Άμμος, Ψήλωμα κ.α., οφείλουν το όνομα τους στην διαμόρφωση του εδάφους, καθώς επίσης και η ανακάλυψη, στην περιοχή “Φάσα” Ρωμαϊκού λουτρώνα του 3ου ή 4ου μ. Χ . αιώνα, που, μας δείχνει ότι στην περιοχή αυτή είχε ήδη διαμορφωθεί ξηρά από τους Ρωμαϊκούς χρόνους, σε αντίθεση με την γύρω λιμνοθάλασσα και σαφώς και κάποιος οικισμός, για να υπάρχει ο λουτρώνας.
Το χωριό αναφέρεται σαν αγρόκτημα με την ονομασία “Πρόνοια Νησίου” στον Χρυσόβουλο Λόγο του Ιωάννου Ε΄ Παλαιολόγου το έτος 1344, για την Σουλτανίνα Ξένη μοναχή, χήρα του Αλεξίου Σουλτάνου που ήταν προνοιάριος στην περιοχή της Ρέσινας και του Νησίου. (6) Μετά το θάνατο του η Πρόνοια δόθηκε στο γιό του. Το Χρυσόβουλο διατάζει να πάρει μερίδιο από την Πρόνοια και η Σουλτανίνα Ξένη. Τα έσοδα δε της Πρόνοιας υπολογίζονταν σε 360 υπέρπυρα (νομίσματα της εποχής εκείνης). (7) Έτσι γνωρίζουμε επώνυμα την ύπαρξη τους στην περιοχή του Ρουμλουκιού κατά τους Βυζαντινούς χρόνους. Τον 14ο αιώνα η πεδιάδα της Βέροιας καταλαμβάνεται από τους Τούρκους, οι οποίοι της δίνουν και το όνομα “Ρουμλούκι”, λόγω του ανόθευτου του ελληνικού της πληθυσμού. Το Νησί στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας ανήκε στο βακούφι του Γαζή Εβρενός Μπέη, όπως φαίνεται από μία φορολογική καταγραφή του 1771, την οποία παρουσιάζει ο Βασίλης Δημητριάδης βάση των Τουρκικών τεφτεριών του Ιστορικού Αρχείου Θεσ/ νίκης.(8) Αναφέρεται ως Αda Giftligi, χωρίς όμως να αναγράφεται το ποσόν του φόρου που πλήρωναν οι κάτοικοι του, διότι αυτός δινόταν κατ’ αποκοπήν (maktu).(9) Την ίδια περίπου εποχή γίνεται αναφορά του χωριού και στις εγκυκλίους του Επισκόπου Καμπάνιας Θεοφίλου (1749-1795).(10) Επίσης, στα ίδια χειρόγραφα αναφέρεται και η Μονή των Αγίων Αναργύρων, που ήταν κοντά στο Νησί, στην οποία εκκλησιαζόταν οι κάτοικοι του και από τα έσοδα της πληρωνόταν οι δάσκαλοι του σχολείου, που λειτουργούσε στις εγκαταστάσεις της και στο οποίο φοιτούσαν τα παιδιά τόσο του Νησίου, όσο και των γειτονικών χωριών.(11) Προϊστάμενος στο μοναστήρι ήταν τότε ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Θεοφίλου ο παπά-Κοσμάς.
Σε ένα έγγραφο του Τουρκικού αρχείου της Βέροιας που έχει εκδώσει ο Ι. Βασδραβέλλης, βλέπουμε ότι κάποιος κάτοικος του χωριού κατέφυγε στα Τουρκικά δικαστήρια για την έκδοση διαζυγίου. Το έγγραφο αναφέρει: Ό υποτελής ονόματι Χρήστος Μήτρου εκ του χωρίου Νησί διαζευχθεί ενώπιον του ιεροδικείου την σύζυγο του ονόματι Μάτα, θυγατέρα Γεωργούση. Εφ’ω κατεχωρίσθη η παρούσα πράξις τη 29η Ζιλ Χετζέ 1227 (2 Ιανουαρίου 1813). Οι μάρτυρες αρχικλητήρ Χασάν αγάς και κλητήρ Χασάν”.(12) Το 1804 ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων ασκούσε ήδη εξουσία Γενικού Επόπτου των Δερβενίων επί της Ηπείρου, Νοτίου Αλβανίας, Θεσσαλίας και Δυτικής Μακεδονίας, λαμβάνοντας τον ουλουφέν του (επιχορήγηση) και από τους Καζάδες της Βέροιας και της Νάουσας ως Βαλής της Ρούμελης. Τότε άρχισε να αρπάζει περιουσίες μουσουλμάνων και χριστιανών και να τοποθετεί στα καταλαμβανόμενα τσιφλίκια επιστάτες του (σουμπασήδες). Τα τσιφλίκια αυτά τα καλλιεργούσαν χριστιανοί ραγιάδες και τα εισοδήματα τους τα έστελναν οι σουμπασήδες στον Αλή. Μεταξύ των τσιφλικιών αυτών ήταν και το Νησί, το οποίο βρισκόταν υπό την κυριαρχία του Αλή μέχρι τον Μάρτιο του 1820.(13) Όλο αυτό το διάστημα οι χωρικοί του Νησίου, όπως και των περισσοτέρων χωριών και τσιφλικιών της μεταξύ Αλιάκμονος και Γενιτσών χώρας, υποβλήθηκαν στην τιμαριωτική δουλεία και υπέφεραν τα πάνδεινα από τον πλεονέκτη Αλή.(14)
Το χωριό θα πρέπει να πυρπολήθηκε μετά την κατάπνιξη της επανάστασης του 1822 στην Νάουσα και την Βέροια, κατά την οποία καταστράφηκαν ολοσχερώς 120 οικισμοί και χωριά στην περιοχή της σημερινής Ημαθίας και τα χωριά του Ρουμλουκιού πυρπολούνταν το ένα μετά το άλλο. (15) Στο ιστορικό αρχείο της Μητροπόλεως της Θεσ/νίκης σώζονται τουρκιστί τίτλοι κυριότητας της Μονής των Αγίων Αναργύρων κατά το έτος 1845.(16) Αργότερα η μετάφραση τους όπως και η μετάφραση του Τουρκικού κτηματολογίου του χωριού, θα αποτελέσουν αντικείμενο ξεχωριστής εργασίας, η οποία θα μας δώσει αρκετά στοιχεία για το ιδιοκτησιακό καθεστώς στην περιοχή του Νησίου και των γύρω χωριών, καθώς και πληροφορίες για τα τοπογραφικά δεδομένα και την διαμόρφωση του εδάφους την εποχή αυτή.
Αναφορά, επίσης, για το Νησί γίνεται και σε ένα πίνακα “εκκαθάρισης οφειλομένων προς την Θεολογικήν Σχολήν (Χάλκη) παρά των ιερέων της Επισκοπής Καμπάνιας από του έτους 1871-1876”, που συντάχτηκε στην Κουλακιά στις 27 Δεκεμβρίου 1877 από τον Επίσκοπο Καμπάνιας Γρηγόριο Β τον Γιάνναρη και στην οποία το Νησί φαίνεται ως ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της περιοχής με 75 οικογένειες, έναν ιερέα και μία εκκλησία.(17) Στις οδοιπορικές σημειώσεις του Ν. Σχινά, το Νησί αναφέρεται ως τσιφλίκι πεδινό με 55 οικογένειες χριστιανικές, που βρισκόταν κοντά στη Μονή των Αγίων Αναργύρων και απείχε 1/2 της ώρας από το Καταφύγι και 20′ της ώρας από την Ρέσινα.(18) Στο βιβλίο του Α. STRUCK “ DIE MAKEDONISCHEN NIEDERLANDE “, SARAJEVO 1908, παρουσιάζεται πάλι από τα πολυπληθέστερα χωριά της Καμπάνιας με 60 σπίτια (την εποχή εκείνη σε κάθε σπίτι διέμεναν περισσότερες από μία οικογένειες, δηλαδή του πατέρα και των παντρεμένων γιων του).(19) Τέλος, το 1910 φαίνεται να έχει 340 κατοίκους ορθόδοξους Έλληνες, σύμφωνα με την “Εθνολογική Στατιστική των Βιλαετίων Θεσ/νίκης και Μοναστηρίου” του Αθανασίου Χαλκιόπουλου, που εκδόθηκε στην Αθήνα το ίδιο έτος.
Οι Νησιώτες κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν κολίγοι (“τσιφτί” τους αποκαλούσαν οι Τούρκοι) και καλλιεργούσαν εκτάσεις των μπέηδων του χωριού. Από την παραγωγή τους έδιναν το 10% για την δεκάτη (φόρο στο Τουρκικό κράτος) και από το υπόλοιπο το μισό στους μπέηδες, ενώ το άλλο μισό έμενε σ’ αυτούς. Οι άντρες του χωριού πλήρωναν και το “μπιντέλι”, έναν ειδικό φόρο για να μην στρατεύονται στον Τουρκικό στρατό. Στο χώρο του κονακιού υπήρχαν μεγάλοι κουτσεροί (αποθήκες – αποξηραντήρια), στους οποίους αποθηκεύονταν το καλαμπόκι των μπέηδων.
Οι γεωργοί, αφού θέριζαν το καλαμπόκι τους στο χωράφι, το μετέφεραν στο χώρο του κονακιού με τα βουβαλάμαξά τους και εκείτο ξεφλούδιζαν. Το μερίδιο του μπέη το αποθήκευαν στους κουτσερούς και έπειτα έπαιρναν το δικό τους και πήγαιναν στα σπίτια τους. Πολλές φορές από το μπροστινό μέρος έβαζαν το καλαμπόκι του μπέη στους κουτσερούς και από το πίσω το έβγαζαν κρυφά από τρύπες, που άνοιγαν στα τοιχώματα τους (πλοκαριές) και αφού το φόρτωναν βιαστικά στα αμάξια τους, το πήγαιναν στα σπίτια τους και το έκρυβαν. Άλλοτε πάλι έδιναν λίγα μιτζίτια στον Τζιβίτ τον αγροφύλακα, για να παραβλέπει σκόπιμα και πήγαιναν τα βράδια στα χωράφια, έκοβαν όσο καλαμπόκι μπορούσαν και το μετέφεραν με άλογα ή αμάξια στα σπίτια τους, όπου το έκρυβαν για να γλυτώσουν από την δυσβάστακτη φορολογία ό,τι ήταν δυνατόν από τους κόπους μιας ολόκληρης χρονιάς, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα και μικρότερη παραγωγή.
Για το σιτάρι υπήρχε η εξής διαδικασία. Οι γεωργοί θέριζαν το χωράφι τους και μετέφεραν με το βουβαλάμαξό τους τα δεμάτια στα οικόπεδα τους, όπου υπήρχαν αλώνια. Εκεί τα αλώνιζαν και περίμεναν να έρθει ο σούμπασης, για να μετρήσει την σοδειά. Ο σούμπασης μετρούσε πόσες κρήνες σιτάρι ήταν (μία κρήνη αντιστοιχούσε με 5 κούτλες, δηλαδή 60 οκάδες) και έπειτα υπολόγιζε την ποσότητα για την δεκάτη και τον μπέη. Και στο σιτάρι προσπαθούσαν οι κολίγοι να γλυτώσουν ό,τι ήταν δυνατόν από την παραγωγή τους αφήνοντας κατά το λίχνισμα αρκετό σπόρο να πέφτει μέσα στο άχυρο. Στον χώρο του κονακιού υπήρχε και ένας ψηλός πέτρινος νουβουρός (υπαίθρια μάντρα), στον οποίο κλείνονταν τα ζώα των Νησιωτών που βρίσκονταν από τον αγροφύλακα να βόσκουν μέσα σε καλλιέργειες των μπέηδων. Για να τα πάρουν πίσω, έπρεπε να πληρώσουν ορισμένο ποσό ως πρόστιμο, το “καπάκι” όπως το έλεγαν, ανάλογα με τη ζημιά και το είδος του ζώου.
Οι κάτοικοι του Νησίου ασχολούνταν σε μεγάλη έκταση και με την κτηνοτροφία, αφού ήταν αφορολόγητη, αλλά και με το ψάρεμα στο Βάλτο. Εξω από το χωριό υπήρχαν τρεις σκάλες στις τοποθεσίες “Ψήλωμα”, “Καταφιώτ’κο” και “Μπάχτσι” (στην σκάλα αυτή σκοτώθηκε από τους Τούρκους ο Γκόνος). Με τις πλάβες τους γυρνούσαν όλη τη λίμνη και ψάρευαν μεγάλες ποσότητες από ψάρια και χέλια. Το μεγαλύτερο μέρος απ’ αυτά το πουλούσαν σε Βεροιώτες και Ναουσαίους εμπόρους που έρχονταν στο χωριό με άλογα, στα οποία είχαν κρεμασμένα γαλίκια (μεγάλα κοφίνια), για να βάζουν τα ψάρια. Οι ψαράδες πήγαιναν πολύ πρωί στον Βάλτο, για να μαζέψουν τα ψάρια που έπιαναν στα δίχτυα, τα νταούλια και τα κατίκια τους και έτσι να προλάβουν τους εμπόρους στο χωριό για να τα πουλήσουν. Πολλές φορές πάλι έμεναν για αρκετές ημέρες στον Βάλτο και διανυχτέρευαν στις καλύβες-πατώματα, που ήταν κατασκευασμένες σε νησίδες ή πάνω σε χοντρούς πασσάλους, στερεωμένους στον πυθμένα της λίμνης. Τα πατώματα αυτά των Ρουμλουκιωτών ψαράδων την εποχή του Μακεδόνικου Αγώνα μετατράπηκαν σε φρούρια – ορμητήρια των Μακεδονομάχων στον ιδιόμορφο αμφίβιο πόλεμο τους με τους Κομιτατζήδες και μερικές έμειναν στην ιστορία, όπως η καλύ¬βα στην Τούμπα Νησίου, στην Τού¬μπα Καλντιρμά, στην Στρεμπε-νιώτ’κια Μπάρα, στου Κούγκα το πάτωμα, στου Κρουστάλλη τη μάζα, στα Κρεβάτια, στην Τούμπα Τριχοβίοτας, στου Γιώργου Μηνόπου-λου το πάτωμα κ.α.
Τα σπίτια των χωρικών τα κατασκεύαζε ο μπέης, ο οποίος είχε το δικαίωμα να διώξει κάποιον από το σπίτι του, αν δεν του απέδιδε αρκετά από την καλλιέργεια τμημάτων του τσιφλικιού του και να τοποθετήσει κάποιον άλλον που ήταν πιο εργατικός. Όποιος δεν είχε ζευγάρι μπορούσε να ζητήσει από τον μπέη, όπως επίσης και τον σπόρο για την σπορά. Τα σπίτια ήταν κατασκευασμένα με δοκάρια και είχαν τοιχώματα από πλοκό (πλεγμένες βέργες ρακίτας), ενώ η σκεπή τους ήταν από ραγάζι. Ο πρόχειρος τρόπος κατασκευής τους ήταν επιβεβλημένος, λόγω των συχνών πλημμυρών, εξασφαλίζοντας έτσι την στερεότητα τους. Με τις πλημμύρες κατακλυζόταν από τα νερά της λίμνης και του Αλιάκμονα πολλές εκτάσεις γύρω από το χωριό, ενώ οι χωρικοί μετακινούνταν με τις βάρκες τους. Αρκετοί ηλικιωμένοι θυμούνται να πηγαίνουν με τις βάρκες τους ακόμη και στην εκκλησία και να τις δένουν έξω απ’ αυτήν. Εξαιτίας δε της στασιμότητας των νερών, που έδιναν την εικόνα ενός μεγάλου τραπεζιού, οι Τούρκοι αποκαλούσαν την περιοχή του Νησίου “σοφρά”, δηλαδή τραπέζι. Τα νερά αποχωρούσαν πλήρως κατά τον Ιούνιο και σε πολλούς νερόλακους (μπουλντούκες) παρέμενε εγκλωβισμένος μεγάλος αριθμός ψαριών, που τα συνέλεγαν με απόχες οι χωρικοί. Λόγω των πολλών νερών υπήρχε μεγάλη υγρασία, η οποία ήταν και η αιτία εμφανίσεως διαφόρων ασθενειών, όπως της φυματίωσης και της πνευμονίας και λόγω των πολλών κουνουπιών, της ελονοσίας, με αποτέλεσμα την ύπαρξη μεγάλης θνησιμότητας. Η τελευταία μεγάλη πλημμύρα έγινε το 1936, κατά την οποία καταστράφηκαν ολοσχερώς όλες οι καλλιέργειες.
Στο χώρο του κονακιού υπήρχαν και περί τις 20 οικογένειες γύφτων, που έμεναν σε μικρά καμαράκια, το ένα δίπλα στο άλλο, από την άκρη του οικοπέδου των αδερφών Κων/νου και Σωτηρίου Σαλλιάρα μέχρι το μοναστήρι. Ήταν υπάλληλοι των μπέηδων, ενώ στον ελεύθερο χρόνο τους εξασκούσαν τα γνωστά επαγγέλματα της φυλής τους. Κοντά στο Καταφύγι υπήρχε ξεχωριστό νεκροταφείο γι’ αυτούς. Έμειναν στο χωριό μέχρι το 1912, οπότε και το εγκατέλειψαν μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Στο χωριό υπήρχε και μπακάλικο μαζί με καφενείο, που ανήκε στον Θωμά Κούτρη από την Βέροια. Ήταν διώροφο πέτρινο κτίριο, που ο δεύτερος όροφος ήταν το σπίτι του Κούτρη και το οποίο βρισκόταν πίσω από το κονάκι. Πυρπολήθηκε την ημέρα που οι Βούλγαροι έκαψαν το χωριό, αφού πρώτα πήραν μαζί τους όλη την πραμάτεια από το μπακάλικο. Στου Κούτρη λοιπόν το μπακάλικο συγκεντρώνονταν τα βράδια οι Νησιώτες, για να πιουν τη ρακί και το κρασί τους. Από τους καλύτερους θαμώνες ήταν και οι μπέηδες. Καθόταν εκεί από το πρωί ως το βράδυ και έπιναν με μεγάλη ευχαρίστηση και χωρίς να ενοχλούν τους χριστιανούς ρακί, ποτό που δεν ήταν απαγορευμένο από το κοράνι, αφού δεν είχε ανακαλυφθεί, όταν αυτό γράφτηκε.
Οι μπέηδες δεν ενοχλούσαν τους Έλληνες του χωριού, όταν αυτοί ήταν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους κατά το μοίρασμα της σοδειάς. Όπως αναφέρω πιο πάνω, πολλές φορές έκαναν παρέα με τους Νησιώτες και έπιναν μαζί τη ρακί τους στο καφενείο του χωριού. Άλλοτε πάλι παρέβλεπαν, όταν οι χωρικοί έκλεβαν γεννήματα από το μερίδιο, που έπρεπε να τους δώσουν. Χαρακτηριστικά, η Θεανώ Μανωλοπούλου θυμάται τον Οσμάν μπέη να απαντά σ’ αυτούς, που του έλεγαν ότι διάφοροι Νησιώτες τον κλέβουν στο μοίρασμα της παραγωγής με τα εξής λόγια: “δεν πειράζει, από το δικό τους κλέβουν”. Επιπλέον, ο ίδιος ήταν πολύ δίκαιος στη λύση των διαφορών μεταξύ των κολήγων για την καταπάτηση καλλιεργειών από διάφορα κοπάδια ζώων. Σ’ αυτούς πήγαιναν πρώτα και οι ομάδες των Λαζαρίνων και των Ντουνουλίνων και χόρευαν μπροστά στο κονάκι, πριν ξεκινήσουν για το υπόλοιπο χωριό. Οι γυναίκες των μπέηδων ελάχιστες φορές διέμεναν στο χωριό, ενώ όταν έρχονταν, κάθονταν συνέχεια μέσα στο κονάκι, κυρίως σε ένα ειδικά διαμορφωμένο χώρο στο χαγιάτι, όπου υπήρχαν στις άκρες καφασωτά πλέγματα, για να μη τις βλέπουν από το δρόμο. Τα παιδιά τους, όπως ο γιος του Μωαμέτ μπέη ο Γιμνί, παρακολουθούσαν μαθήματα μαζί με τα χριστιανόπουλα στο σχολείο του χωριού. Αρκετές φορές έρχονταν στο χωριό και Τουρκικός στρατός, που όμως δεν προέβαινε σε ενοχλητικές ενέργειες εις βάρος των Νησιωτών και των περιουσιών τους.
Οι μπέηδες ακόμη δεν περιόριζαν καθόλου τους Νησιώτες στην άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, ενώ αντίθετα ενίσχυαν το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων όσο περισσότερο μπορούσαν, αφού του είχαν δωρίσει πολλά στρέμματα καλλιεργήσιμης γης και του πρόσφεραν με τις στάμνες το λάδι για τις ανάγκες του, ως ευχαριστία στους Αγίους Κοσμά και Δαμιανό για τα διάφορα θαύματα που έκαναν.
Μία χρονιά οι γύφτοι υπάλληλοι μαζί με Νησιώτες αλώνιζαν με δέκα δοκάνες το σιτάρι του Οσμάν μπέη, που το είχαν σε μεγάλες θημωνιές προς το μέρος των σπιτιών του Θωμά Μπομπίνα. Στην γιορτή όμως της Αγίας Μαρίνας οι Νησιώτες παρακάλεσαν τον μπέη να μην εργαστούν, γιατί αυτήν την ημέρα δε δούλευε κανένας χριστιανός στο χωριό. Αυτός όμως δεν τους το επέτρεψε και επιπλέον βλασφήμησε. Έτσι οι χριστιανοί υποχρεώθηκαν να εργαστούν και κατά το μεσημέρι πήραν φωτιά οι θημωνιές, προλαβαίνοντας να σώσουν μόνο τα άλογα από τις φλόγες. Ο Οσμάν μπέης θεώρησε την φωτιά στις θημωνιές ως τιμωρία από την Αγία Μαρίνα για την ασέβεια του στην εορτή της και από εκείνη τη χρονιά τηρούσε αργία την ημέρα αυτή και δώριζε πολλές στάμνες με λάδι στο μοναστήρι. Ο ίδιος μάλιστα κάθε Κυριακή μόλις χτυπούσε η καμπάνα, πήγαινε ντυμένος με τα γιορτινά του ρούχα στην εκκλησία, άναβε το κερί του, έκανε μετάνοια μπροστά στα εικονίσματα χωρίς να τα ασπαστεί και στη συνέχεια έφευγε χωρίς να ενοχλήσει τους χριστιανούς που εκκλησιαζόταν.
Μουχτάρηδες (πρόεδροι της Κοινότητας) εκείνη την εποχή ήταν οι Θωμάς Παπαδόπουλος, Αντώνιος Τουτούσης, Βασίλειος Σπανός και ο ιερέας Νικόλαος Γιαννόπουλος. Η εκλογή του μουχτάρη γινόταν από τους γέρους του χωριού, οι οποίοι συγκεντρώνονταν μία Κυριακή μετά τη Θεία Λειτουργία στον νάρθηκα της εκκλησίας και αποφάσιζαν για το ποιος θα ήταν ο καινούργιος μουχτάρης, στον οποίο παραδίδονταν και η βούλα (σφραγίδα) της Κοινότητας. (20)
Το 1908 χειροτονήθηκε ιερέας ο Νικόλαος Γιαννόπουλος ύστερα από πρόταση στον Επίσκοπο Καμπάνιας του Μακεδονομάχου οπλαρχηγού Γιώτα Γκόνου, ενώ μετά εφημέριος ήταν ο παπά Γιώργος Βαρσαμόπουλος, που πήγε στη Μικρά Ασία. όπου και σκοτώθηκε από τους Τούρκους κατά τον διωγμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Δάσκαλοι στο χωριό ήταν δύο αδέρφια από τη Βέροια, οι Κων/νος και Στέφανος Βαφείδης, που συμμετείχαν και στον Μακεδονικό Αγώνα και έπειτα με χρονολογική σειρά κάποιος Ολύμπης, ένας Ντελιόπουλος από το Μεγάλο Αλάμπορο (Πρασινάδα), ο παπά Μηνάς Σταμπουλής από το Λουτρό και ο Μανώλης Σαμαράς από το Γιδά.(21) Σαν σχολείο είχαν τα κτίρια της Μονής των Αγίων Αναργύρων, ενώ οι δάσκαλοι πληρωνόταν και αυτοί από τα έσοδα του μοναστηριού και διέμεναν στα κελιά του. Στο σχολείο του Νησίου παρακολουθούσαν μαθήματα και παιδιά από το Καταφύγι και τη Ρέσινα, αλλά και από το Νιχώρι, ακόμη και μετά την απελευθέρωση. Αναφορές για το σχολείο του Νησίου υπάρχουν από την εποχή του Επισκόπου Κομπανίας Θεοφίλου (1749-1795) μέχρι και τις αρχές του αιώνα μας. (22) Σε μία στατιστική που παρουσιάζει τον αριθμό των διδασκάλων και των μαθητών, τις ανάγκες σε κτίρια και διδακτικό προσωπικό των Ελληνικών Δημοτικών σχολείων της εκπαιδευτικής περιφέρειας Βεροίας το έτος 1923, αναφέρονται τα εξής: Νησί: γλώσσα ομιλούμενη υπό των κατοίκων: η Ελληνική, βαθμός σχολείου: 1 τάξιον μικτόν, αριθμός διδασκάλων και διδασκαλισσών αναγκαιούντων προς συμπλήρωσιν: 1, αριθμός μαθητών: 50, αριθμός μαθητριών: 12, σύνολον μαθητών: 62, κατάστασις σχολικού κτιρίου: κάκιστη, ποσόν το οποίο δύναται να διαθέσει η Κοινότητα: 15.000 δρχ, παρατηρήσεις: δέον ανεγερθεί νέον. (23)
Το 1908, όταν επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, επιστρατεύτηκαν βίαια στον Τουρκικό στρατό πολλοί χριστιανοί, λόγω της τυπικής ισότητας που δόθηκε σε όλα τα έθνη που κατοικούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Απ’ όλα τα χωριά του Ρουμλουκιού υπηρέτησαν τότε αρκετοί άντρες στα Τουρκικά στρατεύματα. Από το Νησί μνημονεύονται οι Γρηγόριος Γιοβανόπουλος και Δημήτριος Αγγελόπουλος ως πυροβολητές και για δύο χρόνια οι Γεώργιος και Σωτήριος Μανωλόπουλος. Πριν την απελευθέρωση οι Θωμάς Μπομπίνας, Νικόλαος Σπανός και Αντώνιος Τουτούσης πήγαν μία ημέρα για ψώνια στη Βέροια και στον γυρισμό τους και έξω από την Βέροια τους σκότωσαν Τούρκοι, αφού πρώτα τους λήστεψαν και τα άλογα τους γύρισαν χωρίς τους καβαλάρηδες τους στο χωριό. Κατά την απελευθέρωση του 1912, η Θεανώ Μανωλοπούλου που τότε ήταν 20 χρονών, θυμάται τους Τούρκους στρατιώτες να οπισθοχωρούν ερχόμενοι από την Βέροια από τον “μεγάλο τον τζαντέ” (αμαξωτή οδός Θεσ/νίκης – Βέροιας) κατά ασύνταχτες ομάδες και τον δρόμο να έχει κοκκινίσει από τα φέσια που φορούσαν στα κεφάλια τους. Ο ιερέας Ευάγγελος Μπλιάμπτης μου ανέφερε ότι σχεδόν όλες οι οικογένειες του Νησίου είχαν καταφύγει στα πατώματα του Βάλτου με τις πλάβες τους και κυρίως τα γυναικόπαιδα για μεγαλύτερη ασφάλεια. Στο χωριό είχαν μείνει ελάχιστοι άντρες, κυρίως οι γέροι. Οι Τούρκοι στρατιώτες δεν ενόχλησαν καθόλου τους Νησιώτες, αφού άλλωστε το χωριό τους δεν βρισκόταν ακριβώς επάνω στον δρόμο για την Θεσ/νίκη. Η Ελισσαβετ Μισυροπούλου θυμάται τον Δημήτριο Κασσιγεωργόπουλο και τη γυναίκα του, μαζί με μερικούς άλλους Νησιώτες να βρίσκονται στην Ρέσινα και να προσφέρουν στους πεινασμένους Τούρκους τυρί και κεχρί, που το είχαν σε ένα μεγάλο καζάνι και τον παππού τον Κουτσάνα να φουρνίζει όλη τη μέρα ψωμί και να το μοιράζει σ’ αυτούς. Στο Βάλτο οι Νησιώτες έμειναν δύο ημέρες. Οταν πέρασαν όλοι οι Τούρκοι από την Ρέσινα, μερικοί γέροι πήγαν στην άκρη της λίμνης και ειδοποίησαν τους εκεί κρυμμένους συγχωριανούς τους να βγουν έξω και να επιστρέψουν στο χωριό. Στο Νησί εισήλθε και μία ίλη ιππικού, η οποία κατέλυσε στο σπίτι του Γιάνκου Αμιωτη. Στον Γεώργιο Μαυροπουλο έμεινε αξέχαστη η στιγμή που ένας αξιωματικός εκφώνησε λόγο στους συγκεντρωμένους Νησιώτες, ενώ αυτοί πανηγύριζαν με χορούς και τραγούδια στην πλατεία του χωριού, γιατί ήρθε το Ελληνικό στο χωριό τους και ελευθερώθηκαν από τους Τούρκους. Τον Φεβρουάριο του 1913, στον νάρθηκα της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων έγινε και η καταγραφή όλων των αρρένων κατοίκων του χωριού από επιτροπή του Ελληνικού στρατού με επικεφαλή έναν αξιωματικό. Τις ηλικίες των παιδιών τις έλεγαν στην επιτροπή η μπάμπω Σαλλιάρενα και η Θυμώ Λότσιου, που ήταν μαμές στο χωριό.
Την ίδια χρονιά κατατάχθηκε στον Ελληνικό στρατό ο Βασίλειος Σαλλιάρας και αιχμαλωτίστηκε αργότερα κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου από τα Γερμανικά στρατεύματα και αφού παρέμεινε για αρκετό καιρό σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως αιχμαλώτων στην Γερμανία, επέστρεψε μετά το τέλος του πολέμου στο Νησί με πολύ άσχημη την κατάσταση της υγείας του.
Την εποχή αυτή συνελήφθησαν από απόσπασμα του Βενιζελικού στρατού οι Νησιώτες Βασίλειος Λοτσιόπουλος και Ευθύμιος Καραγιάννης ως λιποτάκτες. Δούλεψαν για λίγο καιρό σε καταναγκαστικά έργα στην σιδηροδρομική γραμμή και μετά (παραμονή της Κυριακής του Θωμά) τους εκτέλεσαν για παραδειγματισμό, τον πρώτο έξω από τον Σχοινά, ενώ τον δεύτερο στην πλατεία του Νησίου. Λιποτάκτες ήταν και άλλοι 14 Νησιώτες, που κρυβόταν στο Βάλτο. Για να τους βγάλουν έξω, χρησιμοποιήθηκε και το πυροβολικό των συμμαχικών στρατευμάτων, που απαρτιζόταν από Γάλλους, Κινέζους και Αραπάδες. Τα βαρέα πυροβόλα τα είχαν στην τοποθεσία “Αμμούδα”, ενώ τα ορειβατικά δίπλα στο σπίτι του παπά Βαγγέλη Μπλιάμπτη και τα καθοδηγούσε ο Αναστάσιος Μαυρόπουλος, που όμως τους έδειχνε αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν που βρισκόταν οι λιποτάκτες. Ενώ δηλαδή αυτοί ήταν κρυμμένοι έξω από το χωριό στην τοποθεσία “Προυσάκα”, τα πυροβόλα έριχναν μέσα στον Βάλτο. Μάλιστα ένα απόσπασμα από Κινέζους γυρνούσε μέσα στο χωριό και αναζητούσε τους λιποτάκτες, ενδιαφερόμενοι όμως περισσότερο να συλλέξουν γι’ αυτούς κότες από τα κοτέτσια.
Το 1916-1917 αρκετοί Νησιώτες, ανάμεσα τους και ο Γεώργιος Μαυρόπουλος μαζί με τον πατέρα του Δημήτριο, μετέφεραν με τα βουβαλάμαξά τους επ’ αμοιβή άχυρο στα συμμαχικά στρατεύματα στο λεγόμενο Μακεδονικό Μέτωπο.
Το 1917 το Νησί θρήνησε 40 θύματα από τη λεγόμενη Ισπανική γρίπη. Χαρακτηριστικά μνημονεύεται η περίπτωση μιας τριμελούς οικογένειας, που οι Νησιώτες κατάλαβαν ότι πέθαναν από τη δυσοσμία που έβγαινε από τα αποσυνθεμένα πτώματα τους και ήταν επί τέσσερις ημέρες άταφα πάνω σ’ ένα αμάξι μπροστά στην εκκλησία, γιατί δεν πήγαινε κανείς να τους θάψει από φόβο μήπως κολλήσει την αρρώστεια.
Στα τέλη του 1917 ο Δημήτριος Μαυρόπουλος φιλονίκησε με τον μπέη του και εγκατέλειψε το χωριό με την οικογένεια του. Εμειναν για δύο χρόνια στους κασλάδες (βοσκότοπους) του Σχοινά και το 1919 εγκαταστάθηκαν στη Ρέσινα, όπου υπήρχε μόνο η οικογένεια του Κουκάτσκα. Την ίδια χρονιά άρχισαν να εγκαταλείπουν σταδιακά το Νησί και άλλες οικογένειες, όσες είχαν πληγεί από τις μεγάλες πλημμύρες που έγιναν τότε. Μέχρι το 1920 είκοσι οικογένειες εγκαταστάθηκαν στη Ρέσινα και μαζί με αυτές του Κουκάτσκα και του Μαυρόπουλου, έδωσαν ξανά ζωή στο Βυζαντινό αυτό χωριό.
Ο πληθυσμός του Νησίου, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν πολλά θύματα με την επιδημία της γρίπης του 1917, καθώς επίσης και την μετοίκηση μέχρι το 1920 είκοσι οικογενειών στην γειτονική Ρέσινα, παραμένει στα παλαιά επίπεδα, λόγω κυρίως της εγκατάστασης το 1914 σ’ αυτό προσφυγικών οικογενειών από την Ανατολική Θράκη, οι οποίες διέμεναν τότε προσωρινά στα κελιά και στους ξενώνες του μοναστηριού. Αργότερα το 1926 εγκαθίστανται μόνιμα στο χωριό πρόσφυγες από την Μικρά Ασία (περιοχή της Σμύρνης και της Προύσσας), οι οποίες έμεναν πιο πριν στην Πτολεμαϊδα. Μετά το 1936, με την διανομή των χωραφιών από τον αποξηραμένο Βάλτο, δίνονται γεωργικοί κλήροι σε πρόσφυγες από τον Πόντο και σε ακτήμονες από το Δάσκιο, Φυτειά, Σέλι, Γουμένισσα, Νέα Σάντα Κιλκίς και Μελισσοχώρι. Το 1938 ήρθαν στο Νησί μερικές οικογένειες από το Δάσκιο και πρόσφυγες από τον Πόντο, οι οποίοι είχαν προηγουμένως εγκατασταθεί στη Γουμένισσα, ενώ το 1941 Βλάχοι από το Σέλι και τέλος το 1953 Σαρακατσάνοι από τη Χαλκιδική.(24)
Μέχρι το 1924 έρχονταν έξω από Νησί και τη Ρέσινα Αλβανοί γκέκηδες (νομάδες) και ξεχείμαζαν τα πρόβατα τους από τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου μέχρι του Αγίου Γεωργίου, μισθώνοντας τους κασλάδες από τους μπέηδες του Νησίου και διέμεναν σε δικά τους καλύβια. (25) Σ’ αυτά τα δύο χωριά έρχονταν ο Ισλιάμης με τον αδερφό του Μουράτ και ο Βελισάσος, που καταγόταν από το Ελβασάν της Αλβανίας και είχαν πάνω από 3.000 πρόβατα.
Το 1912 με την απελευθέρωση, μοίρασαν τα πρόβατα τους στους Νησιώτες, για να αποφύγουν την επίταξη τους από τον Ελληνικό στρατό, χωρίς όμως να κατορθώσουν να σώσουν πολλά. Από αυτούς τους γκέκηδες ο Μουράτ ήταν ο πιο μισητός, αφού με την παραμικρή αιτία ή και αναίτια χτυπούσε με το καμουτσίκι του τους χριστιανούς. Συχνές όμως ήταν οι φιλονικίες τους με τους γκέκηδες των άλλων χωριών. Μία χρονιά μάλιστα έγινε πραγματική μάχη με τους γκέκηδες του Καψοχωρίου στην τοποθεσία ‘του Ραμή μπέη ο μπαχτσές” και στην οποία σκοτώθηκαν δεκάδες πρόβατα, ενώ τραυματίστηκε και ένας συγγενής του Ισλιάμη. Οι Νησιώτες μίσθωναν και αυτοί από τους μπέηδες εκτάσεις από τους κασλάδες και είχαν ως σύνορο τους με τους γκέκηδες την τοποθεσία “Λευκάρα”. Από την “Λευκάρα” μέχρι το χωριό βοσκούσαντα κοπάδια των Νησιωτών.
Οι Νησιώτες τηρούσαν με ευλάβεια όλα τα Ρουμουκιώτικα έθιμα. Κάθε χρόνο την πρώτη μέρα του Μαρτίου έβγαιναν τα παιδιά του σχολείου στο χωριό, κρατώντας στα χέρια τους ομοίωμα της Χελιδόνας, για να τραγουδήσουν τα πανάρχαια χελιδονίσματα, προκειμένου να συγκεντρώσουν αυγά για τον δάσκαλο τους, ενώ πήγαιναν και στο γειτονικό Καταφύγι και τη Ρέσινα. Στα Ρουγκάτσια συμμετείχαν τα παλικάρια του χωριού, μεταξύ των οποίων μνημονεύονται οι Βασίλειος Σιάφαλος, Αθανάσιος Μαυρόπουλος, Νικόλαος Καραγιάννης, Θωμάς Καραγιάννης, Γρηγόριος Δαλιγκάρος, Αντώνιος Τσιτούρας, Γρηγόριος Μπέρσος, Θωμάς Δάρλας, Νικόλαος Σαλλιάρας, Αντώνιος Σαλλιάρας, Περικλής Γιαννόπουλος και Αντώνιος Γιαννόπουλος. Οι κοπέλες του χωριού έπαιρναν μέρος στο έθιμο της Ντουντουλίνας και των Λαζαρίνων. Ξακουστή για τη συμμετοχή της στις Λαζαρίνες έμεινε η ομάδα τεσσάρων κοριτσιών, της Ευμορφίας Μπλιάμπτη, Βενετίας Τσιτούρα, Αμυγδαλιάς Ντάλλα και της Αναστασίας Σαλλιάρα.
Το μεσοχώρι του χωριού ήταν απέναντι από το κονάκι. Εκεί υπήρχε μία τούμπα, πάνω στην οποία συγκεντρώνονταν κάθε Κυριακή οι Νησιώτες μετά το μεσημεριανό φαγητό και χόρευαν με ζουρνάδες και νταούλια ή με τραγούδια που τραγουδούσαν οι ίδιοι. Πρέπει να αναφερθούν και τα ονόματα δύο Νησιωτών, του Θωμά Κασσιγεωργόπουλου και του Γρηγορίου Δαλίγκαρου, που ήταν δεινοί χορευτές των Ρουμλουκιώτικων χορών, κυρίως δε των Ρουγκατσιάρικων και η φήμη τους είχε περάσει τα όρια του χωριού τους.
Παλιές τοποθεσίες έξω από το Νησί: “Λούστρα”, “Παλιούρια”, “Τ’ Παπά τ’ Αλών'”, “Προυσάκα”, “Νιβερό”, “Γελαδαριά Καταφιώτ’κια”, “Γούρνες”, “Λευκάρα”, “Καλαμούκια”, “Φάσα”, “Ψήλωμα”, “Παλιολέβαδο”, “Μπάχτσι”, “Κλέφτικια Γούρνα”.
Πηγές : Η ιστορία του χωριού Νησίου και της Μονής των Αγίων Αναργύρων. Σελ. 7 – 19