Σκέφτομαι και γράφω

Γρανίτσα Ευρυτανίας

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2000

Θέμα: “Μια μέρα απ’ τη ζωή του ελαφιού στο δάσος του Παρνασσού”

Ο ήλιος, ολοστρόγγυλος κόκκινος δίσκος, πρόβαλε στα βουνά της ανατολής. Έβαψε κόκκινα τα σύννεφα στον ορίζοντα και χαιρέτησε τις κορυφές του Παρνασσού. Ύστερα κατρακύλησε στις πλαγιές και χάιδεψε απαλά πρώτα τα έλατα και πιο κάτω τα πεύκα. Έπαιξε με τις δροσοσταλίδες της πρωινής δροσιάς πάνω στα φύλλα και λίγο παρακάτω στάθηκε σ’ ένα ξέφωτο, περιτριγυρισμένο από φουντωτούς θάμνους.
Εκεί το περήφανο ελάφι κοιμόταν ακόμη. Μια ηλιαχτίδα γαργάλισε το αυτί του. Μισάνοιξε τα μάτια και χασμουρήθηκε. Ύστερα άπλωσε τα μπροστινά του πόδια, στηρίχτηκε στα πισινά και σηκώθηκε όρθιο. Τίναξε δυνατά το κορμί του, για να διώξει την πρωινή δροσιά από πάνω του κι έξυσε με τα κλαδωτά κέρατα τη ράχη του.
Είχε ξημερώσει πια. Μια καινούρια μέρα άρχιζε. Έκοψε με τα δόντια του έναν τρυφερό βλαστό απ’ το διπλανό θάμνο και αργά αργά άφησε το ξέφωτο και προχώρησε προς το δάσος. Κορφολογούσε βιαστικά τα τρυφερά βλαστάρια των θάμνων, που έβρισκε στο πέρασμά του και κάπου κάπου στεκόταν και κοίταζε γύρω του.
Το δάσος είχε ξυπνήσει. Τα πουλιά πετούσαν από κλαρί σε κλαρί τιτιβίζοντας. Άλλα πάλι συναγωνίζονταν στον κελαηδισμό ενώ πέρα μακριά ακουγόταν η μονότονη φωνή του κούκου. Μια εξαίσια συναυλία, που τη συμπλήρωνε ταιριαστά το αδιάκοπο βουητό των εντόμων.
Μια πεταλούδα ήρθε και κάθισε στο πολύκλαδο κέρατο του ελαφιού. Ούτε που το κατάλαβε. Έχωσε το κεφάλι του κάτω από κάτι θάμνους, για να μαζέψει με το στόμα του μια τούφα τρυφερό χορτάρι. Όμως καθώς πήγε να το σηκώσει, μπλέχτηκαν τα κέρατά του στο θάμνο. Παιδεύτηκε κάμποσο να τα ξεμπλέξει. Γυρίζοντας είδε μια αλεπού που παραμόνευε. Την πήρε στο κυνήγι. Αν την έφτανε, θα την τσάκιζε τα πλευρά με τα δυνατά του κέρατα.
Το ελάφι συνέχισε την περιπλάνησή του στο δάσος. Έφτασε σ’ ένα ρυάκι και πήρε ν’ ανεβαίνει το μονοπάτι δίπλα στην κοίτη, κορφολογώντας τρυφερούς βλαστούς. Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά και ήταν πολύ ζεστός σήμερα. Όμως το ρυάκι που κελάρυζε δίπλα και ο πυκνός ίσκιος των πυκνόφυλλων δέντρων προστάτευαν το ελάφι για να συνεχίσει τη βοσκή του.
Ήταν πια μεσημέρι, όταν έφτασε στην πηγή που ανάβλυζε απ’ τη μασχάλη του βράχου. Με μεγάλη προφύλαξη έσκυψε στο νερό, για να ξεδιψάσει και να δροσιστεί. Ύστερα προχώρησε λίγο πιο πέρα, γονάτισε στα μπροστινά του πόδια και άφησε το κορμί του ν’ αναπαυθεί απαλά πάνω στο καταπράσινο βελούδο, που ήταν στρωμένο στη σκιά μιας πυκνόφυλλης οξιάς. Με κλειστά μάτια άρχισε να μηρυκάζει την τροφή του. Που και που κουνούσε απότομα το κεφάλι του και τίναζε τ’ αυτιά του, για να διώχνει τα ενοχλητικά έντομα.
Αργά το απόγευμα, όταν ο ήλιος ακούμπησε στα βουνά της δύσης και άρχισε να φυσά ελαφρό αεράκι, το ελάφι σηκώθηκε, ήπιε μπόλικο νερό απ’ την πηγή και κατηφόρισε στην πλαγιά του βουνού.
Το πρώτο σκοτάδι το βρήκε στην άκρη ενός καλαμποχώραφου. Αναπάντεχο δώρο για το ελάφι. Έπεσε στις καλαμποκιές με λαιμαργία. Έσπαζε, ποδοπατούσε κι έτρωγε σαν να ήταν νηστικό από μέρες.
Άκουσε το θόρυβο ο χωρικός που κοιμόταν δίπλα στην καλύβα κι έβαλε τις φωνές. Ξύπνησαν κι άλλοι απ’ τα γειτονικά χωράφια. Χτυπούσαν τενεκέδες, ούρλιαζαν, πετούσαν πέτρες.
Τρόμαξε το ελάφι και το ‘ βαλε στα πόδια. Κάτι σκυλιά, που το ακολούθησαν γαυγίζοντας, ούτε που το κατάφεραν να το πλησιάσουν.
Σε λίγο ησυχία απλώθηκε στο οροπέδιο. Στάθηκε το ελάφι δυο λεπτά να πάρει ανάσα και ύστερα ανηφόρισε προς το βουνό. Που και που σταματούσε. Τέντωνε τ’ αυτιά του, ν’ ακούσει, μύριζε τον αέρα κι αφού βεβαιωνόταν πως κανένας κίνδυνος δεν το απειλούσε, συνέχιζε το δρόμο του.
Τα μεσάνυχτα το βρήκαν να κοιμάται ήσυχα στο περιτριγυρισμένο από θάμνους ξέφωτο. Το ολόγιομο φεγγάρι, που γλίστρησε αθόρυβα ανάμεσα στις φυλλωσιές και το είδε, χαμογέλασε ευχαριστημένο.