ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΝΗΣΙ

Κατά τα έτη 1936-37, στην αποξηραμένη λίμνη διεξάγονταν εργασίες για τη διάνοιξη αποξηραντικών καναλιών. Τότε λοιπόν, έξω από το Νησί, στην τοποθεσία “Νιβερό”, ένας εκσκαφέας χτύπησε επάνω σε ένα μεγάλο πιθάρι, το οποίο και ανασύρθηκε μέσα από τα χώματα. Στο εσωτερικό του υπήρχε ο σκελετός ενός αρκετά εύσωμου ανθρώπου, ο οποίος σαφώς θα τοποθετήθηκε εκεί μετά το θάνατο του. Δυστυχώς όμως δεν έγιναν κάποιες αρχαιολογικές εργασίες, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η περιοχή, όπου βρέθηκε το πιθάρι, ήταν νεκροταφείο, ενώ σήμερα, μετά από τόσες δεκαετίες, είναι αδύνατο να εντοπιστεί το σημείο της ανακάλυψης του, για να γίνουν κάποιες έρευνες από τους αρχαιολόγους. Τα σχετικά με την ανεύρεση του πιθαριού μου τα διηγήθηκε ο Απόστολος Χλιαρόπουλος, ο οποίος περνούσε τότε από την περιοχή “Νιβερό” μαζί με τον Δημήτριο Ζησιόπουλο πηγαίνοντας να κόψουν ραγάζι με το βουβαλάμαξό τους.
Στα βορειοδυτικά του χωριού προς τον Βάλτο υπήρχαν δύο τύμβοι, ο ένας μεγάλος ο οποίος υπάρχει μέχρι και σήμερα και ο άλλος πιο μικρός που βρισκόταν κοντά στις όχθες της λίμνης. Η περιοχή αυτή ξεχώριζε από τα νερά του συχνά πλημμυρισμένου Βάλτου, ενώ η Μεγάλη Τούμπα απεικονίζεται και σε μια τοιχογραφία στο Καθολικό της Μονής των Αγίων Αναργύρων. Όταν αποξηράνθηκε η λίμνη των Γιαννιτσών και διανεμήθηκαν γεωργικοί κλήροι, η έκταση αυτή δόθηκε στους αγρότες για καλλιέργεια. Κάποια ημέρα του 1965, καθώς ο Κων/νος Σαλλιάρας όργωνε με το τρακτέρ του ένα χωράφι στην περιοχή “Φάσα” 1 χλμ. περίπου μακριά από την Μεγάλη Τούμπα, το υνί από το άροτρο έσπασε χτυπώντας επάνω σε μεγάλες ορθογώνιες πέτρες, μία από τις οποίες ανασύρθηκε στην επιφάνεια του εδάφους.(75) Έτσι η τυχαία ανακάλυψη αυτών των ογκολίθων ήταν και η αφορμή για να πραγματοποιηθούν ανασκαφές στην περιοχή της Τούμπας το 1966. Στην ανασκαφή συμμετείχε η αρχαιολόγος κ. Ανδρειωμένου, ο επιμελητής Ιωάννης Τουράτσογλου, ως επιστάτης ο αρχιφύλακας του μουσείου Βεροίας Παν. Ξυλαπετσίδης, ενώ το σχέδιο συμπλήρωσε ο σχεδιαστής Αργ. Κούντουρας.
Οι εργασίες της ανασκαφής απεκάλυψαν θεμέλια αρχαίων κτιρίων, κεραμίδια στέγης, μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, δάπεδα ψηφιδωτά με φυτικά και γεωμετρικά σχέδια, κομμάτια γυαλιού, λαβές και όστρακα μεγάλων αγγείων και αρκετά οστά ζώων. Η πιο σημαντική όμως ανακάλυψη είναι ένα οικοδόμημα με διαστάσεις 15X18 μέτρα, το οποίο ήταν λουτρώνας των ύστερων Ρωμαϊκών χρόνων (3ος-4ος μ. Χ. αιώνας).(76)
Το νότιο τμήμα έχει δύο μακρόστενους χώρους, εφοδιασμένους με “υπόκαυστα”, όπως δείχνουν οι τετράγωνοι πεσσοί πάνω στους οποίους στηριζόταν το δάπεδο του λουτρού. Ανάμεσα στα κενά που αφήνουν οι πεσσοί, κυκλοφορούσε ο θερμός αέρας που δημιουργούσε ένας καυστήρας στην είσοδο του “υποκαύστου”.
Το βόρειο τμήμα έχει τρία μωσαϊκά θέματα με σχέδια φυτικά (φύλλα κισσού) και γεωμετρικά (τεμνόμενοι μελανοί κύκλοι που περικλείουν λευκά τετράγωνα κοίλων πλευρών, τα οποία κοσμούν και μικρότερα τετράγωνα ή μελανά τετράγωνα πλαίσια, που περιέχουν ροδόχροα συμπαγή τετράγωνα, σπυρομαίανδρος κλπ). Στο κέντρο ενός από αυτά υπάρχει κεφαλή γυναικός. Στις ψηφίδες υπάρχει ποικιλία χρωμάτων: μαύρο, φαιό, ιώδες και ροζ.
Οι ηλικιωμένοι κάτοικοι του χωριού που εργάζονταν στο Βάλτο ως ψαράδες, μου ανέφεραν ότι οι δύο Τούμπες του Νησίου, η Τούμπα της Βεργίνας και η Τούμπα της Πέλλας σχημάτιζαν ένα νοητό τρίγωνο, ενώ τη μικρή Τούμπα έξω από το χωριό τους τη χρησιμοποιούσαν οι πλαβατζήδες (βαρκάρηδες) ως ενδιάμεσο σταθμό πριν βγούνε στην ξηρά, καθώς ήταν κοντά στις όχθες του Βάλτου.(77)
Οι χωρικοί του Νησίου πίστευαν ότι τις Τούμπες τις κατασκεύασαν οι αρχαίοι Μακεδόνες. Κατά την αφήγηση τους, οι παλιοί Μακεδόνες ήταν πελώριοι άνθρωποι, σωστοί γίγαντες. Με μία τους κίνηση – μία ντρασκελιά – έκαναν βήματα πάνω από ένα χιλιόμετρο το καθένα, ενώ είχαν και μεγάλη μυϊκή δύναμη. Αυτοί κατασκεύασαν τις Τούμπες κουβαλώντας χώμα με τις ποδιές τους. Όταν όμως σκόνταφταν και έπεφταν κάτω, δεν μπορούσαν να σηκωθούν όρθιοι και πέθαιναν, γι’ αυτό και ο πιο μεγάλος τους όρκος ήταν η φράση “μα το πέσιμο” ή “μα τον σκονταμό”.(78)
Βλέπουμε πως πρόκειται για μια ωραία παράδοση, αφού οι χωρικοί όχι μόνο στη Μακεδονία, αλλά παντού όπου κατοικούσαν άλλοτε ή κατοικούν μέχρι και σήμερα Έλληνες, πίστευαν ότι οι προγονοί τους, οι αρχαίοι Έλληνες ήταν γίγαντες με μεγάλες δυνάμεις, που όμοιοί τους δεν υπάρχουν πια. Η μυθοποίηση αυτή των προγόνων είναι διαδιδομένη σε όλα τα Ρουμλουκιώτικα χωριά. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του μπάρμπα-Πρόδρομου από τη Βεργίνα, την οποία καταγράφει ο Ι.Θ. Κακριδής στο βιβλίο του “Οι Αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική Λαϊκή παράδοση”, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1989, όπου ο πιο πάνω κάτοικος της Βεργίνας διηγείται πώς βρήκε κάποια μέρα ένα σκελετό παλιό, ως εξής: “Είχε μια κολοκύθα! Να, ίσα μ’ έναν ντενεκέ! κάτι αρίδες ου! δύο πήχες! (κι ανοίγει όσο μπορεί τα χέρια του) μωρέ ήταν γίγαντοι οι παλιοί, ίσα με κει απάνω. Και δε φοβούνταν θάνατο, να πεις, δεν πεθαίνανε ποτές. Μονάχα σα σκοντάφτανε και πέφτανε τα μπρούμυτα, άντε, άντε, άντε, πάει τέλεψε. Για κείνου πιο τρανός τους όρκος ήτανε: Μα τον σκονταμό!, γιατί μονάχα αυτόν τρομάζανε”.(79) Υπάρχει όμως και μια άλλη παράδοση στο Νησί σχετικά με τις Τούμπες. Σύμφωνα μ’ αυτήν, πάνω τους οι Έλληνες άναβαν φωτιές, για να ειδοποιηθούν οι κάτοικοι όλων των χωριών για τις επιδρομές των Κράληδων – προφανώς εδώ εννοούνται οι ηγέτες των Σλάβων – και έτσι να καταφύγουν σε ασφαλή κρησφύγετα.(80) Είναι γνωστός από την αρχαιότητα ο τρόπος μεταδόσεως μηνυμάτων διά της φωτιάς, κυρίως δε των ειδήσεων για τις επιδρομές βαρβαρικών φυλών. Αυτές θα ήταν αρκετά συχνές στην περιοχή μας με μεγάλες καταστροφές, για να μείνουν τόσο καιρό στη μνήμη των κατοίκων του Νησίου (η πεδιάδα της Θεσ/νίκης ήταν πάντοτε η περιοχή όπου επικεντρώνονταν το ενδιαφέρον όλων των επιδρομέων και των πολιορκητών της Θεσ/νίκης και της Βέροιας, καθώς ήταν ο πιο κατάλληλος χώρος για τη στρατοπέδευση τους και τον ανεφοδιασμό τους). Και στα γύρω όμως από το Νησί Ρουμλουκιώτικα χωριά είναι κοινή η πεποίθηση ότι πάνω στις Τούμπες έμεναν στρατιώτες, οι οποίοι φύλαγαν την περιοχή και σε περιστάσεις κινδύνου ή ανάγκης ειδοποιούσαν τους χωρικούς ανάβοντας φωτιά.
Στο μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων στο Νησί και στην αυλή της εκκλησίας βρέθηκε επιτύμβιος ενεπίγραφος Μακεδόνικος βωμός των Ρωμαϊκών χρόνων. Η επιγραφή επάνω στο βωμό είναι η εξής:

ΜΑΛΕΙΑΕΛΠ Μαλεια (Ελπ[ίς]
ΜΑΛΕΙΩ ΚΟΡΝ Μαλειω Κορν[ηλί]
ΩΘΕΟΛΟΓ ω θεολογ[ω]
ΟΤΕ ωτε[κνω]
ΜΝΕΙΑΣ μν[είας]
ΧΑΡΙΝ Χ[άριν] (81)

Στις 29 Ιουλίου 1981 ο αγροφύλακας Διαμαντής Πετράς βρήκε κατά τον καθαρισμό αρδευτικού καναλιού από εκσκαφέα, έξω από το Νησί, τμήμα ανάγλυφου θωρακίου και το παρέδωσε στο μουσείο της Βέροιας όπου υπέγραψε και τα σχετικά έντυπα για τη χορήγηση αμοιβής.(82) Μάλιστα η διεύθυνση των προϊστορικών και κλασσικών αρχαιοτήτων του τμήματος μουσείων του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών ενέκρινε με απόφαση της (αρ. πρωτ. ΥΠΠΕ/ΑΡΧ/Α2/φ. 44/74494/4242) τη χορήγηση αμοιβής στο Διαμαντή Πετρά. Το τμήμα αυτό του θωρακίου βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Βέροιας.
Όλα τα ευρήματα που βρέθηκαν στην περιοχή του Νησίου δείχνουν ότι, τουλάχιστον από τα Ρωμαϊκά χρόνια, υπήρχαν εδώ οικισμοί. Στο μέλλον ίσως είμαστε στην ευχάριστη θέση να ανακαλυφθούν και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία θα μας δώσουν κάποια σαφέστερη εικόνα για τους κατοίκους της περιοχής σε παλαιότερες εποχές.

Πηγές : Η ιστορία του χωριού Νησίου και της Μονής των Αγίων Αναργύρων. Σελ. 49 – 51