Το Νησί όπως και όλα τα Ρουμλουκιώτικα χωριά συμμετείχε ενεργά στον Μακεδονικό Αγώνα, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες τόσο με τους χωρικούς του όσο και με τους καλόγερους της Μονής των Αγίων Αναργύρων. Η ενεργός αυτή συμμετοχή του, σε συνδυασμό με την παραλίμνια θέση του, ήταν η αιτία που υπήρξε μαζί με τον Σχοινά, Νιχώρι, Καταφύγι, Γιδά, Τριχοβίστα, Καβάσιλα, Σκυλίτσι, Σταυρό και Μικρογούζι, τόπος εξόρμησης των Κομιτατζήδων του Βάλτου. Απ’ αυτόν έβγαιναν οι Βούλγαροι τις πλάβες τους (βάρκες χωρίς καρίνα) και με αρχηγούς τους αδίστακτους Αποστόλ Βοεβόδα, Ζλατάν Βοεβόδα, Γιοβάντση Βοεβόδα, Σάββα Βοεβόδα, Καλλιμάνη Βοεβόδα, Λούκα, Καρατάσο, Χατζή, Στέργιο Βλάχο και Μητρούση Τζανέσωφ, τρομοκρατούσαν τους κατοίκους των παραπάνω χωριών, οι οποίοι έπαψαν νο> μπαίνουν άφοβα στη λίμνη για ψάρεμα και για το κόψιμο ραγαζιού και ρακίτας. (26) Σε μια επιστολή ενός συνεργάτη του Λάμπρου Κορομηλά από το Ελληνικό προξενείο της Θεσ/νίκης, με το ψευδώνυμο “Προμηθέας”, προς τον καπετάν Πετρίλο (Κώστα Μπουκοβάλα), με ημερομηνία 24-5-1905, η οποία υπάρχει στο αρχείο του πιο πάνω καπετάνιου, διαβάζουμε: “τα χωριά Σκινά, Νησί, Τριχοβίστα και Σκυλίτσι, τα ευρισκόμενα παρά τη λίμνη είναι πολύ φοβισμένα, διότι ενοχλούνται από τους εν τη λίμνη Βουλγάρους και πρέπει να εμψυχωθούν”. (27) Παρόλα αυτά όμως οι Νησιώτες, όπως και το σύνολο των Ρουμλουκιωτών παραμένουν ακλόνητα πιστοί στον Ελληνισμό και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διατηρώντας ταυτόχρονα τα πανάρχαια Ελληνικά έθιμα και τραγούδια τους, την γυναικεία παραδοσιακή τους στολή και κυρίως το καθαρά Ελληνικό γλωσσάρι τους, με τις λίγες επιρροές από ξενικές διαλέκτους και την πληθώρα των αρχαιοελληνικών λέξεων και φράσεων.
Έτσι λοιπόν οι χωρικοί του Νησίου δεν υποκύπτουν στους εκβιασμούς των Βουλγάρων, που από το 1902 τους πίεζαν να ανοίξουν Βουλγάρικο σχολείο στο χωριό και συνεχίζουν ακούραστα να εργάζονται ως πλαβατζήδες (βαρκάρηδες), μεταφορείς εφοδίων, ανδρών και όπλων από το Κλειδί στο Βάλτο, σύνδεσμοι, συνεργάτες, πληροφοριοδότες και οδηγοί Ελλήνων ανταρτών στη λίμνη.(28) Συμμετείχαν επίσης και ένοπλα στον αγώνα, ενώ επιστρατεύονταν για μία εβδομάδα όλοι οι άνδρες του χωριού με τη σειρά στα σώματα των Μακεδονομάχων του Βάλτου.
Το 1905 οι Βούλγαροι συνέλαβαν τους αδερφούς Αργύριο και Φώτιο Σπανό του Κων/νου, 14 και 16 χρονών αντίστοιχα, όταν μπήκαν στο Βάλτο για να στήσουν βρόχια ή κατ’ άλλους για να μαζέψουν κουκλίτικα αυγά, (αυγά νερόκοτας), τους οδήγησαν στο Τσέκρι και αφού τους σκότωσαν, τους αποκεφάλισαν και κρέμασαν τα κεφάλια τους σε δέντρα, τα οποία βρήκαν στη θέση αυτή οι Έλληνες οπλίτες του Μακεδονικού Αγώνα καταδιώκοντας τους κομιτατζήδες.(29)
Το 1906 και πιο συγκεκριμένα το βράδυ της 14ης προς 15ης Μαρτίου οι κομιτατζήδες βγαίνουν με τις πλάβες τους στην σκάλα του Νησίου και μπαίνουν μέσα στο χωριό με σκοπό να το κάψουν. (30) Ο Αντώνιος Σαλλιάρας στηριζόμενος στην αφήγηση του πατέρα του Σωτηρίου, έναν από τους συμμετέχοντες στον Μακεδονικό Αγώνα από το Νησί, αναφέρει ως αφορμή της επιδρομής των Κομιτατζήδων στο χωριό, την πυρπόληση από Έλληνες αντάρτες μερικών τουρκικών οικιών στο χωριό Γκόλο-Σέλο (Γυμνά), στο οποίο είχαν σημαντικά ερείσματα οι Βούλγαροι.(31).
Πράγματι, τις ημέρες αυτές τα Ελληνικά σώματα της λίμνης έδειξαν έντονη κινητικότητα, προσβάλλοντας την 12η Μαρτίου το Γκόλο Σέλο (Γυμνά), την 13η την Αγία Μαρίνα της Βέροιας και την 14η την Γκολέσανη (Λευκάδια) Ναούσης. (32) Κατά συνέπεια, είναι πολύ πιθανό το ενδεχόμενο η επίθεση των Κομιτατζήδων στο Νησί και η πυρπόληση του να είναι ενέργεια αντιποίνων προς τις Ελληνικές επιθέσεις στα δικά τους χωριά.
Πυρπολήθηκαν πάντως 22 σπίτια και πολλοί στάβλοι, αχυρώνες και μαντριά. Η Ελισάβετ Μισυροπούλου, το γένος Κων/νου Κοντόπουλου, που κατοικούσε την εποχή εκείνη στο Νησί, μου ανέφερε ότι το πρώτο σπίτι που έκαψαν οι Βούλγαροι ήταν το πατρικό της και ότι μέσα στους πυροβολισμούς που έριχναν στον αέρα, φώναζαν “ζαγκόλεμ – ζαγκόλεμ”, δηλαδή “σφάξτε – σφάξτε”. Θυμάται μάλιστα ότι ο παππούς της, αφού απομάκρυνε τα μέλη της οικογένειας του από το σπίτι σε μέρος ασφαλές, προσπαθούσε να βγάλει τα ζώα από τους στάβλους που καιγόταν, καταφέρνοντας να σώσει από τις φλόγες μόνο λίγα ζώα. Τους κάηκαν 22 αγελάδες και 16 βουβάλια. Αλλά και ο ιερέας Ευάγγελος Μπλιάπτης μου είπε ότι η οικογένεια του έχασε 14 μεγάλα ζώα στην πυρπόληση του χωριού, ενώ ο Απόστολος Χλιαρόπουλος αναφέρει ότι οι Βούλγαροι αφαίρεσαν από τις μάντρες του χωριού περί τις 200 αγελάδες, τις οποίες και πήραν μαζί τους φεύγοντας. Στο χωριό εκείνη την εποχή, ο Θωμάς Κούτρης από την Βέροια είχε ένα διώροφο πέτρινο κτίριο, στο κάτω μέρος του οποίου ήταν το μπακάλικο και επάνω το σπίτι του. Βρισκόταν περίπου απέναντι από το οικόπεδο που κατέχουν σήμερα οι Κων/νος και Σωτήριος Σαλλιάρας. Οι Κομιτατζήδες λοιπόν, αφού πήραν όλη την πραμάτεια από το μπακάλικο, του έβαλαν φωτιά. Ήταν το τελευταίο οίκημα που κάηκε, αφού πυρπολήθηκαν όλα τα σπίτια μέχρι αυτό του Δημητρίου Δάρλα και το κονάκι του μπέη (βρισκόταν στο χώρο, όπου σήμερα είναι το οικόπεδο της οικογένειας του ιερέα Ευαγγέλου Μπλιάμπτη). Κατά τις αφηγήσεις του Δημητρίου Πανταζόπουλου από τον Σχοινά και του Βασιλείου Τζανόπουλου από την Τριχοβίστα, από τα χωριά τους διακρίνονταν η φωτιά στο Νησί και υπήρχε στους κατοίκους τους κάποια αναταραχή και φόβος μήπως είχαν και αυτοί την ίδια τύχη με τους Νησιώτες. Μάλιστα οι Σχοινιώτες ζήτησαν προστασία για το χωριό τους και για το γειτονικό Νιχώρι από τον Ραχμή μπέη του Σχοινά, να επαγρυπνούν δηλαδή οι 2-3 Αλβανοί ένοπλοι που είχε για φρουρά στο κονάκι του.
Η πυρπόληση όμως του χωριού δεν ήταν και χωρίς θύματα. Κάηκε ζωντανός μέσα στο σπίτι του ο οκτάχρονος Θωμάς Σπανός του Βασιλείου. Οι Βούλγαροι δεν επέτρεψαν στη μητέρα του παιδιού να μπει στο σπίτι για να το σώσει, παρόλο που αυτό φώναζε συνεχώς για βοήθεια. Το πρωί όταν έσβησε η φωτιά, τον βρήκαν απανθρακωμένο να κρατάει τα σίδερα του παραθύρου, από το οποίο προσπαθούσε να βγει μάταια έξω για να σωθεί. Ακόμη οι κομιτατζήδες φεύγοντας σκότωσαν με ξιφολόγχη τον Κων/νο Σπανό. (33) Δε σκότωσαν άλλους και έφυγαν χωρίς να κάψουν όλο το χωριό είτε γιατί ήθελαν να τρομοκρατήσουν μόνο τους κατοίκους του Νησίου είτε γιατί φοβήθηκαν μήπως παρουσιαστεί τουρκικό απόσπασμα, το οποίο εμφανίστηκε την άλλη μέρα και αφού είχαν εγκαταλείψει αρκετές ώρες πριν το χωριό οι Βούλγαροι.
Το βράδυ αυτό οι Νησιώτες εγκατέλειψαν το χωριό. Η οικογένεια του ιερέα Ευαγγέλου Μπλιάμπτη έμεινε μέχρι το πρωί στην τοποθεσία “κλέφτικια γούρνα” μαζί με άλλους. Αρκετοί κατέφυγαν στη Ρέσινα, ενώ το πρωί πήγαν στο χωριό μόνο οι άντρες. Άλλες πάλι οικογένειες έφυγαν για πάντα από το Νησί και εγκαταστάθηκαν στη Γιαννιτσίδα, στο Καταφύγι, στον Σχοινά, και στο Νιχώρι. Στον Σχοινά εγκαταστάθηκαν οι οικογένειες Μαργαρίτη και Κουτσάνα. Ο Γεώργιος Μαργαρίτης πήγε στον Σχοινά με μόνη περιουσία τα ρούχα που φορούσαν τα μέλη της οικογένειας του, αφού όλα τα υπάρχοντα του κάηκαν στο Νησί. Η Θεοδώρα Μισυροπούλου, το γένος Θεοδώρου Τούπαρη μου ανέφερε πως αρκετές οικογένειες είχαν πεινάσει τότε στο Νησί και θυμόταν ότι πήγαιναν τα βράδια κρυφά στις αποθήκες των μπέηδων και αφού άνοιγαν τρύπες στα τοιχώματα τους (πλοκαριές) από την πίσω πλευρά τους, έπαιρναν σιτάρι και καλαμπόκι για να τραφούν και να μην πεθάνουν από την πείνα, αφού ήταν ακόμη Μάρτιος και οι νέες σοδειές θα συλλέγονταν το καλοκαίρι.
Μετά την πυρπόληση του Νησίου, τον Μάρτιο του 1906 τα σώματα του Αναγνωστάκου και του Ρήγα, με βάση τις καλύβες της Τριχοβίστας και του Τσέκρι αντίστοιχα, περιπολούσαν τα παραλίμνια χωριά κατά την νύκτα και τα προστάτευαν από τις βουλγαρικές συμμορίες, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας εξερευνούσαν συνήθως την λίμνη, κινούμενοι με τις πλάβες, με σκοπό να εντοπίσουν τυχόν νέες Βουλγαρικές καλύβες. (34)
Ωστόσο οι Νησιώτες συνέχιζαν να προσφέρουν υπηρεσίες στον Αγώνα και δεν επηρέασε καθόλου την δράση τους η πυρπόληση του χωριού τους. Οι Αντώνιος Παπαδόπουλος, Γεώργιος Σπανός, Κων/νος Σπανός, Σωτήριος Πιπέρκος, Γεώργιος Μαργαρίτης, Γεώργιος Καραγιάννης, Δημήτριος Καραγιάννης, Αντώνιος Τουτούσης, Βασίλειος Μπελογιάννης, Γεώργιος Μπελογιάννης, Βασίλειος Καραγιάννης, Σωτήριος Σαλλιάρας, Θωμάς Γκαμπράνης, Στέφανος Δάρλας, Θεόδωρος Δαλιγκάρος, Βασίλειος Τσαπουρλιάνος, Στέφανος Παντόπουλος, Αθανάσιος Γκαμπράνης, Δημήτριος Κασσιγεωργόπουλος, Αθανάσιος Μπλιάμπτης, Θωμάς Σπανός, Δημήτριος Κοντόπουλος και Κων/νος Κοντόπουλος πρόσφεραν κατάλυμα στους Μακεδονομάχους και όργωναν με τις πλάβες τους τα υδάτινα μονοπάτια του Βάλτου, εκτελώντας χρέη μεταφορέων, συνδέσμων, οδηγών και εργατών – επισκευαστών των Ελληνικών πατωμάτων (οχυρωμένες καλύβες). Όλοι οι παραπάνω Νησιώτες υπηρετούσαν και ως οπλίτες στα σώματα του Βάλτου, επιστρατευόμενοι με τη σειρά ανά μία εβδομάδα ή για να χρησιμοποιηθούν ως επικουρικές δυνάμεις των καπεταναίων, όταν οι περιστάσεις και οι ανάγκες του Αγώνα το επέβαλλαν. 0 ιερέας Νικόλαος Γιαννόπουλος ήταν τακτικός τροφοδότης των σωμάτων των καπεταναίων Γιώτα Γκόνου, Εμμανουήλ Μπενή και Παναγιώτη Παπατζανετέα. Οι χωρικοί του Νησίου χρησιμοποιούνταν επίσης και για τη διάνοιξη καινούργιων υδάτινων μονοπατιών και την συντήρηση των παλαιών, με το κόψιμο του ραγαζιού μέσα στην αδιαπέραστη βλάστηση του Βάλτου. Για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα υπηρέτησαν ως οπλίτες στα σώματα του Βάλτου οι Σπανός Βασίλειος του Δημητρίου, Καραγιάννης Γεώργιος, Καραγιάννης Ευθύμιος, Καραγιάννης Αργύριος, Δέλλας Κων/νος του Θωμά, Παπαδόπουλος Κων/νος, Δέλλας Γεώργιος του Θωμά, Ντέλλας Ευθύμιος και Ευθύμιος Νταρταγιαννόπουλος.(35) Για τον τελευταίο έχει εκδώσει πιστοποιητικό ο Παπατζανετέας, αρχηγός του διαμερίσματος Βέροιας – Γιαννιτσών, όπου γράφει ότι ο Ευθύμιος Νταρταγιαννόπουλος συμμετείχε στο σώμα του από τον Φεβρουάριο του 1906 έως τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, δείχνοντας παραδειγματική πειθαρχία, καρτερία, τιμιότητα, γενναιότητα και πατριωτισμό, λαμβάνοντας μέρος σε όλες τις μικροεπιχειρήσεις ενάντια στους Βουλγάρους, ενώ υπηρέτησε και σε άλλα σώματα.
Στο χωριό ερχόταν συχνά πολλοί καπετάνιοι του Βάλτου με τους άντρες τους, όπως οι Γκόνος, Στέφος, Κάλλας, Πετρίλος, Νικηφόρος, Παπατζανετέας, Καβοδόρος, Μπενής, Καψάλης και Άγρας. Στα Νησιώτικα σπίτια έβρισκαν πάντοτε μια ζεστή γωνιά στο τζάκι, φαγητό και κρασί, ενώ δεν έλειπαν και τα γλέντια με γκάιντες, ζουρνάδες και νταούλια. Μάλιστα η Θεανώ Μανωλοπούλου μου είπε πως στο σπίτι του Κων/νου Σπανού πήγαιναν πιο συχνά οι Μακεδονομάχοι και τα γλέντια τους κρατούσαν ως το πρωί. Στα τέλη του 1906 συνελήφθησαν για συμμετοχή και βοήθεια προς τα ανταρτικά σώματα από Τούρκους χωροφύλακες ο Γεώργιος Μαργαρίτης, ο κουνιάδος του Σωτήριος Πιπέρκος, οι Γεώργιος και Βασίλειος Μπελογιάννης και αρκετά μέλη της Επιτροπής Αγώνος του χωριού, σχεδόν δέκα άτομα. Μάλιστα τον Γεώργιο Μαργαρίτη (ήταν από τους καλύτερους τροφοδότες των ανταρτών στο Βάλτο και μεταφορέας πυρομαχικών από το Κλειδί στο Νησί και από εκεί στα Ελληνικά πατώματα) του είχαν στήσει ενέδρα οι Τούρκοι έξω από τον Σχοινά προς τη μεριά της λίμνης, την ώρα που μετέφερε έγγραφο μήνυμα της Επιτροπής Αγώνος του Νησίου προς την αντίστοιχη επιτροπή του Σχοινά. Ευτυχώς, το μήνυμα δεν έπεσε στα χέρια των Τούρκων, αφού ο Μαργαρίτης το εξαφάνισε καταπίνοντας το, όπως είχε διαταγή να κάνει σε τέτοια περίπτωση. Πάντως όλοι οι συλληφθέντες Νησιώτες φυλακίστηκαν στις Τουρκικές φυλακές της Θεσ/νίκης και αποφυλακίστηκαν το 1908, όταν. οι Νεότουρκοι μετά την επιτυχία τού κινήματος τους, έδωσαν αμνηστία σε όλους τους φυλακισμένους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στις αρχές Απριλίου του 1906 ο καπετάν Γαρέφης αποβιβάστηκε με 28 άντρες και αρκετό οπλισμό (200 βραχύκανα όπλα Γκρα) για τις ανάγκες του Ρουμλουκιού στις εκβολές του ποταμού Λουδία. Κατόπιν διέσχισε με πλάβες την κάτω λίμνη των Γιαννιτσών και εισήλθε στο δυτικό τμήμα της, όπου και παρέδωσε το φορτίο των όπλων στα εκεί εγκατεστημένα σώματα.(36) Στη συνέχεια ανατέθηκε στο σώμα αυτό από το Προξενείο της Θεσ/νίκης η καταδίωξη των Βουλγαρικών τσετών Λούκα και Καρατάσου. Έτσι ο Γαρέφης με τους άντρες του εξήλθε από την λίμνη και με πλήρη μυστικότητα κατευθύνθηκε δια μέσου Πάϊκου – Κρουσιάρι στην επαρχία Καρατζόβας (Εορδαίας), προκειμένου να συναντηθεί με τα σώματα των φοβερών αρχικόμιτατζήδων Λούκα και Καρατάσου, που είχαν το ορμητήριο τους στην περιοχή αυτή και να τους εξοντώσει, για να απαλλαγούν οι Ελληνικοί πληθυσμοί από την τυραννική και δολοφονική τους δράση. Στην επιτυχία της αθόρυβης αυτής μετακίνησης του Γαρέφη και των ανδρών του προς την Καρατζόβα συνέβαλαν οι Νησιώτες οδηγοί, που επιστρατεύτηκαν γι’ αυτό το σκοπό.(37)
Ο Γαρέφης στις 22/23 Αυγούστου κύκλωσε στα Σαρακατσάνικα καλύβια των Καραφυλλαίων (στο σημερινό χωριό Γαρέφη της Αριδαίας) τις Βουλγάρικες τσέτες του Λούκα και του Καρατάσου και ενήργησε νυχτερινή αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον τους, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 15 Κομιτατζήδες, μεταξύ των οποίων και οι δύο βοεβόδες, τους οποίους σκότωσε ο ίδιος ο Γαρέφης, ενώ τραυματίστηκε θανάσιμα και αυτός για να υποκύψει αργότερα στο Μορίχοβο. Έτσι απαλλάχτηκε από την τυραννία τους ο Ελληνισμός της Καρατζόβας, αλλά και της περιοχής του Βάλτου, αφού μέχρι σ’ αυτόν επέκτειναν τη δράση τους.
Όπως ανέφερα πιο πάνω αρκετοί Νησιώτες συμμετείχαν ένοπλα στα Ελληνικά σώματα του Βάλτου, λαμβάνοντας μέρος σε πολλές μάχες. Μνημονεύονται ιδιαίτερα οι μάχες στο Αλκούνιτης περιφέρειας Γιαννιτσών με αρχηγό τον Κλάπα, όπου έλαβε μέρος και ο Νησιώτης Ευθύμιος Καραγιάννης ο οποίος και σκοτώθηκε στην καλύβα “Χότζα”, στην τοποθεσία “Νταλμπίνα” υπό τον Έλληνα οπλαρχηγό Καψάλη, στις συνεχόμενες συμπλοκές στην καλύβα “Κούγκα” κοντά στο Ζερβοχώρι υπό τον καπετάν Άγρα, στις οποίες οι Έλληνες κατόρθωσαν να κρατηθούν παρ’ όλες τις απώλειες στις θέσεις τους, 800 μόλις μέτρα από τις Βουλγάρικες καλύβες του Ζερβοχωρίου, όπου συμμετείχαν κατά διαστήματα και αρκετοί Νησιώτες, καθώς και στην επιδρομή από τους Καπετάν Μανώλη (Μπενής) και Καπετάν Παναγιώτη (Παπατζανετέας) στο χωριό Μπρανιάτες (Νέα Νικομήδεια), όπου συνελήφθησαν και εφονεύθησαν 5 εκβουλγαρισθέντες Έλληνες (κάποιος Σωτήρης, ο Λιόλιος με τον γιό του, ο Αραμπατζής και ένας γελαδάρης), οι οποίοι, όντας πράκτορες των Βουλγάρων, κατατρομοκρατούσαν τον Ελληνικό πληθυσμό.(38)
Κατά την διάρκεια των εργασιών για την κατασκευή της καλύβας “Κούγκα” από το σώμα του Άγρα και με την συνδρομή των χωρικών από το Ρουμλούκι, γινόταν συνεχώς επιθέσεις και παρενοχλήσεις από τους Βουλγάρους, όπως αναφέρω και πιο πάνω, διότι έβλεπαν τους Έλληνες να εδραιώνονται πολύ κοντά στις δικές τους εγκαταστάσεις και καλύβες και μάλιστα στο αρχηγείο τους. (39) Τότε σκοτώθηκαν και δύο οπλίτες του Άγρα, ο Ευθύμιος Μπασδάκης και ο Δημήτριος Κοντογιάννης τους οποίους παρέλαβε ο Ιωάννης Υψηλάντης, ταμίας και διαχειριστής του σώματος μαζί με τον Άγρα και τους μετέφεραν στο Νησί, όπου τους ενταφίασε ο Υψηλάντης. (40) Άλλωστε τις πρώτες ημέρες της εγκατάστασης τους στην λίμνη και λόγω της έλλειψης των μαγειρικών σκευών μέχρι την πλήρη τακτοποίηση τους, τροφοδοτούνταν από τη Βέροια μέσω της σκάλας του Νησίου.(41)
Το 1906 υπήρξε και άλλο θύμα. Αυτή τη φορά ο δεκαεπτάχρονος Ευθύμιος Ντέλλας (Τσιόνος) σε μία μάχη μέσα στο Βάλτο. Πιο συγκεκριμένα, την 11η Ιουνίου έγινε εξόρμηση με 12 πλάβες στη Βουλγαρική καλύβα “Αλή μπέη Λάκκα” από τα σώματα Αναγνωστάκου και Παπατζανετέα, με συνολική δύναμη 40 άντρες από την καλύβα Τσέκρι, προκειμένου να επιτευχθεί η κατάληψη της. (42) Μεταφέρω αυτούσια την περιγραφή του περιστατικού από τα απομνημονεύματα του Παπατζανετέα: “Πριν προχωρήσω μέσα στο δρόμο για την καλύβα (Αλή μπέη) είπα στο Θωμά το Γιαννιτσιώτη, που ήξερε τους δρόμους να έρθει στην πλάβα μου, μα εκείνος δε θέλησε και ήρθε ο Θύμιος, ένα παιδάκι 17 χρονών από το χωριό Νησί, που το είχαν κάψει οι Βούλγαροι πριν φτάσω εγώ στη λίμνη.
Ξαφνικά ακούστηκαν πυροβολισμοί από τη μεριά των Βουλγάρων και συγχρόνως πυροβόλησε και όλο μου το σώμα. Μα την ίδια στιγμή μας αντιπυροβολούσαν και εκείνοι μου σκότωσαν τον Θύμιο από το Νησί, που ήταν στην πρώτη πλάβα. Το καημένο το παιδί είχε πέσει πρηνηδόν μέσ’ το μονόξυλο, αλλά με τα γόνατα μαζεμένα νομίζοντας πως θα τον προφυλάξει το ξύλο της πλάβας. Η σφαίρα μπήκε από την κορυφή του κεφαλιού του και βγήκε από το δεξιό του μάτι”. (43) Η Θεανώ Μανωλόπουλου μου ανέφερε ότι ο Θύμιος Ντέλλας (αδερφός της μητέρας της) ήταν μόλις 8 ημέρες παντρεμένος όταν σκοτώθηκε και ότι στάλθηκε μήνυμα από τους αντάρτες του Βάλτου στο Νησί, για να πάει η οικογένεια του να παραλάβει το πτώμα του για να το θάψει. Χαρακτηριστικά μάλιστα, θυμόταν να τον θρηνεί πιο πολύ απ’ όλους η ηλικίας 101 χρονών γιαγιά του. Στις διεξαγόμενες μάχες με τους Κομιτατζήδες στο Βάλτο σκοτώθηκαν και οι Κων/νος Δέλλας του Θωμά και Κων/νος Παπαδόπουλος, που ήταν και οι δύο οπλίτες σε Ελληνικό σώμα. (44)
Κοντά όμως στο Νησί και μέσα στο Βάλτο, ο καπετάν Εμμανουήλ Μπενής ή καπετάν Μανώλης όπως τον αποκαλούσαν οι Ρουμλουκιώτες, όταν πήρε διαταγή από το Ελληνικό Προξενείο της Θεσ/νίκης να εγκατασταθεί μόνιμα στη λίμνη των Γιαννιτσών, κατασκεύασε με την συνδρομή των χωρικών σε 48 ώρες, καινούργιο πάτωμα (οχυρωμένη καλύβα) στη νησίδα “Τούμπα Νησίου”. Μάλιστα ο ίδιος ο Μπενής είχε υψώσει εκεί την Ελληνική σημαία, μετά από την πληροφορία ότι το Βουλγαρικό αρχηγείο είχε υψώσει Βουλγαρική σημαία στην καλύβα “Οσλομποντά”, που σημαίνει στην Βουλγαρική “ελευθερία”.(45) Την τοποθεσία που είχε μέσα στο Βάλτο την καλύβα του ο καπετάν Γιώτας Γκόνος, την ονόμαζαν οι Νησιώτες “Στρεμπενιώτ’κια μπάρα” προς τιμήν κάποιου Στρεμπενιώτη που σκοτώθηκε εκεί από τους Βούλγαρους (προφανώς ο Στρεμπενιώτης καταγόταν από το Στρέμπενο της Δυτικής Μακεδονίας).
Στις 3-2-1907 διεξήχθη υπό τις διαταγές του καπετάν Ρούβα μεγάλη μάχη κοντά στο Νησί μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων. (46) Την 1η Μαΐου το σώμα του Ανθυπασπιστού Ιωάννη Γαρέζου (καπετάν Λέφας) αποτελούμενο από 10 άντρες και τους οπλαρχηγούς Γεώργιο Φιλικό, Γεώργιο Βλάχο και Δημήτριο Ράφτη, διάβηκε την Ελληνο-τουρκική μεθόριο και μετά από εξαήμερη πορεία έφθασε στην Μονή των Αγίων Πάντων (πάνω από τα Παλατίτσια).(47) Εκεί του ανατέθηκε από το Κέντρο της Θεσ/νίκης η γενική αρχηγία της λίμνης και στο σώμα του εντάχθηκαν 17 άντρες από την ομάδα του Ιωάννη Δεμέστιχα (καπετάν Νικηφόρος). Οι άντρες του κατά την διάρκεια της ημέρας θα κρύπτονταν κάτω από το ένδυμα του αγρότη, κατά τη νύχτα θα δρούσαν όμως ως αντάρτες, με την βοήθεια και των συμμετεχόντων στον Αγώνα χωρικών. Πράγματι βρέθηκαν οι κατάλληλες ενδυμασίες και το σώμα του Γαρέζου έδρασε σε όλα τα χωριά του Βάλτου με κύρια ορμητήρια το Τσέκρι και το Νησί. (48) Το καλοκαίρι του 1908, όταν οι Νεότουρκοι πήραν με το κίνημα τους την εξουσία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, παραχώρησαν αμνηστία σ’ όλα τα ένοπλα σώματα που δρούσαν μέχρι τότε, ενώ ταυτόχρονα τα υποδέχθηκαν στις πόλεις και τα χωριά με τιμές ηρώων και πολλές εορταστικές εκδηλώσεις. Στην σκάλα του Νησίου βγήκαν με τις πλάβες τους οι καπετάν Γιώτας Γκόνος και καπετάν Αποστόλης Ματόπουλος με τους άνδρες τους. Τους υποδέχθηκαν εκεί με ζουρνάδες και νταούλια οι Νησιώτες, κάτοικοι γειτονικών χωριών και ο Χαλίλ μπέης των Καβασίλων, μαζί με άλλους μπέηδες. Ο Χαλίλ μπέης ο οποίος ήταν μεγάλος φιλέλληνας (η μητέρα του ήταν Ελληνίδα από την Ήπειρο και ο ίδιος είχε βοηθήσει παντιοτρόπως τους Έλληνες αντάρτες καθ’ όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα), πρόσφερε στον Γκόνο μία ανθοδέσμη και εκφωνώντας έναν μικρό λόγο είπε ότι ήρθε η ώρα να σμίξουν όλοι οι λαοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως έσμιξαν τα λουλούδια της ανθοδέσμης. (49) Στη συνέχεια ανέβασαν τους Έλληνες αντάρτες σε αμάξια και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς το Νησί, όπου και διοργανώθηκε γλέντι προς τιμήν τους, ενώ την επόμενη μέρα (16 Ιουλίου) ο Γκόνος με το σώμα του παρουσιάστηκε στη Θεσ/νίκη όπου είχαν ήδη αφιχθεί από την προηγούμενη οι άλλοι Έλληνες αρχηγοί του Ρουμλουκιού και τους παρατέθηκε γεύμα στο ξενοδοχείο “Κολόμβο”. (50)
Όμως, και μετά την ανακήρυξη του Τουρκικού Συντάγματος, το Νησί δεν ξεφεύγει της προσοχής των Κομιτατζήδων και προσφέρει ακόμη δύο κατοίκους του στο βωμό των θυσιών. Οι Δημήτριος Καραγιάννης και Βασίλειος Σπανός πήγαν για ψάρεμα στη λίμνη και θα διανυκτέρευαν στην καλύβα “Κρεβάτια”. Εκεί, καθώς κοιμόντουσαν, τους επιτέθηκαν δύο Βούλγαροι, ο Βοντές και ο Παλιόσας, παλιοί Κομιτατζήδες και οι δύο τους και τους σκότωσαν εξαιτίας της δράσης που ανέπτυξαν στην λίμνη με τα Ελληνικά σώματα, ενώ στη συνέχεια έκαψαν τα πτώματα τους μαζί με την καλύβα, για να τους βρει απανθρακωμένους την άλλη μέρα ο Γεώργιος Καραγιάννης.(51)
Στον Μακεδονικό Αγώνα πρόσφερε τα μέγιστα και το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, συνεχίζοντας έτσι τους μακροχρόνιους αγώνες του για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα οι καλόγεροι φρόντιζαν για την αδιάκοπη λειτουργία του δημοτικού σχολείου για τα παιδιά του Νησίου και των γύρω χωριών, τονώνοντας έτσι την εθνική συνείδηση στα παιδιά του Ρουμλουκιού. Στις εγκαταστάσεις του διέμεναν τα διερχόμενα από την περιοχή Ελληνικά σώματα, καθώς και οι τραυματίες από τις διεξαγόμενες στο Βάλτο μάχες μέχρι την πλήρη ανάρρωση τους.(52) Στο Καθολικό της Μονής (της σημερινής παλαιάς εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων) γινόταν οι συσκέψεις των οπλαρχηγών και των καπεταναίων του Βάλτου, όπως των καπετάν Γκόνου, καπετάν Αποστόλη Ματόπουλου, καπετάν Κάλλα, καπετάν Γαρέζου, καπετάν Νικηφόρου, καπετάν Άγρα, καπετάν Στέφου, καπετάν Πετρίλου, καπετάν Μανώλη (Μπενής), καπετάν Παναγιώτη (Παπατζανετέας).(53) Ο τελευταίος στα απομνημονεύματα του, αναφερόμενος στην επάνοδο του στη λίμνη από την Αθήνα την άνοιξη του 1907, λέγει: “Εκεί την τέταρτη μέρα (στην καλύβα της Τριχοβίστας), όπου ήταν ο αρχηγός Κάλλας, πριν ακόμη ξημερώσει έφθασε ο αρχηγός του Κέντρου Βέροιας Ανάστασης Σιορ Μανωλάκης μαζί με τον Ιμπραήμ (έναν από τους τροφοδότες) και με πήρε έξω, σε μία Μονή του Νησίου, όπου μου εξήγησε την όλη κατάσταση του σώματος Κάλλα καθώς και την κατάσταση έξω στα χωριά και μου είπε ότι όλα αυτά θα τα αναφέρει με έκθεση του στο Γενικό Κέντρο της Θεσ/νίκης”.(54) Επιπλέον, οι καλόγεροι διέθεταν από τα έσοδα του μοναστηριού χρήματα, τρόφιμα και όπλα για την τροφοδοσία και τον ανεφοδιασμό των σωμάτων των πιο πάνω Μακεδονομάχων καπεταναίων. (55) Για την ασφάλεια του μοναστηριού από τα αντίποινα των Κομιτατζήδων, λόγω της εθνικής του δράσης, είχε οργανωθεί 10μελής ένοπλη ομάδα από τους κατοίκους του χωριού που το φύλαγαν όλο το 24ωρο.(56)
Έξω από το Νησί, στην σκάλα του χωριού, στην τοποθεσία “Μπάχτσι” σκοτώθηκε ύστερα από ενέδρα Τουρκικού αποσπάσματος ο καπετάν Γιώτας Γκόνος, την ώρα που ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί με τους άντρες του στις πλάβες για να μπει στο Βάλτο. (57) Ο Γεώργιος Μόδης στο βιβλίο του “Μακεδόνικος Αγών και Μακεδόνες Αρχηγοί” γράφει: “Ένα βράδυ του 1909 (η ακριβής ημερομηνία είναι 12-02-1911) ο Γκόνος που είχε καταφύγει μετά το Χουριέτ (Τουρκική μεταπολίτευση) στην Αθήνα και είχε επιστρέψει στην Μακεδονία μαζί με τον Λάζο Δουγιάμα, τον Καραϊσκάκη και άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς, καθώς έφτανε στην σκάλα του Νησίου για να ξαναμπεί στο δικό του βασίλειο, στον αγαπητό και αχώριστο Βάλτο, Τουρκικό απόσπασμα κρυμμένο στα καλάμια τον υποδέχθηκε με τουφεκιές. Δεν πρόλαβε ν’ ανέβει στην πλάβα και αντιπυροβόλισε όρθιος στις τουφεκιές που έπεσαν γύρω του. Οι άλλοι που ερχόταν από πίσω του ρίχτηκαν καταγής και γλύτωσαν. Τον πρόδωσαν, όπως τότε πίστευαν, ο άλλοτε υπαρχηγός του Αποστόλης Ματόπουλος από το Γιδά και ο γιατρός Αντωνάκης, που είχε προσφέρει άλλοτε επίσης πολύτιμες υπηρεσίες, αλλά τώρα είχαν και οι δύο στενούς δεσμούς με το Νεοτουρκικό Τζεμιέτ (Κομιτάτο). Ο Αποστόλης έφυγε στην Αμερική. Ο Αντωνάκης τιμωρήθηκε σκοτώνοντας τον οι δικοί μας. Φαίνεται ο Κων. Ρέντης, Προξενικός τότε υπάλληλος δεν υπήρξε πολύ ξένος στην απόφαση της καταδίκης του”. (58)
Ο ιερέας Ευάγγελος Μπλιάμπτης μου περιέγραψε τα παραπάνω γεγονότα στηριζόμενος στην αφήγηση του θείου του Θωμά Σπανού ως εξής: Ό Αποστόλης Ματόπουλος μαζί με τον γιατρό Αντωνάκη πρόδωσαν και παρέδωσαν στους Τούρκους κρυμμένα όπλα των Μακεδονομάχων. Εν τω μεταξύ ο Γκόνος είχε γυρίσει από την Αθήνα και κρυβόταν στο σπίτι του Γεωργίου Καραγιάννη στο Νησί. Όταν έμαθε ότι ο Αποστόλης, ο πρώην υπαρχηγός του, παρέδωσε τα όπλα, θέλησε να πάει στο Γιδά με μερικούς άντρες του για να τον σκοτώσει. Ο Γκόνος με τους άντρες του πήγαν στο Γιδά, αλλά επειδή δεν βρήκαν τον Αποστόλη επέστρεψαν στο Νησί και κάθισαν στην περιοχή “Γούρνες” έξω από το χωριό. Μαζί τους ήταν και ο Θωμάς Σπανός από το Νησί (τον αποκαλούσαν Γκούφλια ή Ψευτάκο, γιατί ήταν πολύ επιτήδειος στο να λέει ψέματα και να προβάλλει δικαιολογίες), τον οποίο έστειλε ο Γκόνος μέσα στο χωριό, για να ανιχνεύσει και να διαπιστώσει αν μπορούσε να μπει σ’ αυτό ο ίδιος με τους άντρες του. Στο σπίτι όμως του Γεωργίου Καραγιάννη είχε έρθει Τουρκικό απόσπασμα από το Γιδά, για να συλλάβει τον Γκόνο, ενώ άλλοι Τούρκοι κρύφτηκαν έξω από το χωριό. Στο δρόμο οι χωροφύλακες συνέλαβαν το Σπανό και τον οδήγησαν στο σπίτι του Καραγιάννη, για να τον ανακρίνει ο αξιωματικός τους. Στις ερωτήσεις του Τούρκου αξιωματικού, ο Σπανός απάντησε ότι ήταν τσομπάνος και ότι ερχόταν από τα πρόβατα του, που τα είχε έξω από το χωριό. Όταν όμως τον ρώτησαν γιατί είχε γενειάδα, αφού ήταν χαρακτηριστικό των ανταρτών, αυτός τους απάντησε ότι οι τσομπάνοι έχουν έθιμο να αφήνουν αξύριστα τα γένια τους, όταν γεννάνε τα πρόβατα τους. Με αυτή την δικαιολογία και ανταποκρινόμενος απόλυτα στο παρανόμι “Ψευτάκος” που του είχαν δώσει οι συγχωριανοί του, απέφυγε την σύλληψη του από τους Τούρκους χωροφύλακες.
Βλέποντας όμως οι Τούρκοι πως ο Γκόνος δεν έμπαινε στο Νησί, υποχρέωσαν τον Αργύριο Καραγιάννη να τους οδηγήσει στη σκάλα του χωριού και έστησαν ενέδρα περιμένοντας τον Γκόνο. Αυτός, καθώς ο Θωμάς Σπανός δεν ερχόταν προς συνάντηση του, κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε μέσα στο χωριό και μαζί με τους άντρες του κατευθύνθηκε στη σκάλα, για να μπούνε στο Βάλτο με τις πλάβες τους. Μπροστά βάδιζε ο Γκόνος, τον οποίο πυροβόλησαν οι Τούρκοι μόλις ανέβηκε πάνω σε ένα ιντέκι (είδος αναχώματος που υπήρχε δίπλα στη σκάλα, για να προφυλάσσει το χωριό από τα νερά του συχνά πλημμυρισμένου Βάλτου), τους οποίους δεν αντιλήφθηκε αφού ήταν κρυμμένοι στα καλάμια του Βάλτου. Έπεσε κάτω νεκρός χτυπημένος από μία σφαίρα στο κεφάλι, ενώ οι άλλοι πρόλαβαν και καλύφθηκαν και στη συνέχεια κρύφθηκαν αποφεύγοντας τη σύλληψη τους”.
Ο Απόστολος Χλιαρόπουλος, στηριζόμενος στην αφήγηση του Γεωργίου Καραγιάννη μου ανέφερε ότι ο Αργύριος Καραγιάννης ειδοποίησε το Βασίλειο Τσαπουρλιάνο να τρέξει να ενημερώσει τον Γκόνο για τις προθέσεις των Τούρκων να του στήσουν ενέδρα στη σκάλα του χωριού και έτσι να μην κατευθυνθεί προς αυτήν. Δυστυχώς όμως ο Τσαπουρλιάνος δεν πρόλαβε το Γκόνο στην τοποθεσία “Γούρνες”, αφού είχε ήδη αναχωρήσει για την σκάλα.
Ο Ανδρέας Κυρόπουλος από το Γιδά στηριζόμενος στην αφήγηση του Γεωργίου Κούγκα, ενός από τους τροφοδότες του Γκόνου στο Βάλτο μου είπε τα εξής: “Ο Γκόνος ενημέρωσε το Δημήτριο Κυριαζόπουλο, παλιό συνεργάτη του στο Βάλτο, ότι θα πήγαινε στο Γιδά για να σκοτώσει τον Αποστόλη Ματόπουλο. Ο Κυριαζόπουλος ανέφερε στον Αποστόλη τις προθέσεις του Γκόνου και έτσι αυτός έφυγε από το χωριό, ενώ ταυτόχρονα ειδοποίησε την Τουρκική χωροφυλακή. Οι Τούρκοι αρχικά έστησαν ενέδρα στον Γκόνο και στους άντρες του στην τοποθεσία “Γεφυράκια” έξω από τον Γιδά (εκεί που σήμερα βρίσκεται η Μηχανική Καλλιέργεια), όμως ο Γκόνος δε φάνηκε και έτσι κατευθύνθηκαν στο Νησί, στο οποίο διεξήγαγαν έρευνα και ανακρίσεις προς ανεύρεση του”. Μάλιστα τον Γεώργιο Κούγκα τον είχαν καλέσει οι Τούρκοι στο Νησί για να αναγνωρίσει το σκοτωμένο Γκόνο, τον οποίο είχαν τότε τοποθετημένο επάνω σε μία “λισά” (φαρδιά σανίδα με τέσσερις χειρολαβές, που την χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν τις ακαθαρσίες των ζώων έξω από τον στάβλο).
Ο Γεώργιος Μαυρόπουλος μου ανέφερε ό,τι όταν ο Γκόνος ήρθε από την Αθήνα και έμενε στο Νησί, ο Γρηγόριος Γιοβανόπουλος που ήταν ράφτης στο χωριό, του έραψε καινούργια αντάρτικη στολή. Η Θεανώ Μανωλοπούλου θυμόταν τον Γκόνο να τον φέρνουν σκοτωμένο οι Τούρκοι στο χωριό, έχοντας τα πόδια του δεμένα με σχοινί από ένα αμάξι και το σώμα του να σέρνεται στο έδαφος. Το αμάξι ήταν του Βασιλείου Τσαπουρλιάνου που τον συνάντησαν οι Τούρκοι έξω από το χωριό, πηγαίνοντας στη σκάλα για να προλάβει τον Γκόνο και να το ν ενημερώσει για τη ν Τουρκική ενέδρα και τον υποχρέωσαν να φέρει το βουβαλάμαξό του στην σκάλα, για να μεταφέρουν το νεκρό καπετάνιο. Έτσι τον πήγαν στην πλατεία του Νησίου και μπροστά στους συγκεντρωμένους Νησιώτες χτυπούσαν το άψυχο σώμα. Ρώτησαν μάλιστα τον ιερέα Νικόλαο Γιαννόπουλο αν γνώριζε το νεκρό και αυτός τους απάντησε αρνητικά, φοβούμενος μήπως είχε την ίδια τύχη με τον Γκόνο. Τη σωρό του Γκόνου την πήραν οι Νησιώτες και καθώς οι Τούρκοι τους απαγόρευσαν να τελέσουν την νεκρώσιμη ακολουθία, τον έθαψαν στο νεκροταφείο του χωριού τους στις 13 Φεβρουαρίου 1911, ενώ αργότερα οι συγγενείς του μετέφεραν τα οστά του στην γενέτειρα του τα Γιαννιτσά.(59) Όλο το Ρουμλούκι θρήνησε τότε τον αδικοχαμένο οπλαρχηγό Γιώτα Γκόνο, που τον υπεραγαπούσαν οι Ρουμλουκιώτες για την παλικαριά του και τους ευγενείς τρόπους συμπεριφοράς του. Για πολλά χρόνια ήταν διάχυτη και η εντύπωση ότι ο θάνατος του ήταν αποτέλεσμα προδοτικής ενέργειας του Καπετάν Αποστόλη Ματόπουλου. Δυστυχώς ο Αποστόλης το 1912 έφυγε για την Αμερική, όπου και πέθανε, χωρίς ποτέ να του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί η άποψη του για το θάνατο του Γκόνου και να αποκρούσει τις κυκλοφορούμενες φήμες.
Μετά την δολοφονία του Γκόνου, κάποιος κομιτατζής βοεβόδας (οπλαρχηγός) του Βάλτου έστειλε μήνυμα στο Νησί στους Βασίλειο Καραγιάννη, Θωμά Γκαμπράνη του Νικολάου και Στέφανο Δάρλα του Γεωργίου να τον συναντήσουν στη σκάλα του Νησίου, για να τους μιλήσει. Οι Νησιώτες όμως αυτοί θεώρησαν ύποπτο το κάλεσμα του κομιτατζή, γιατί συμμετείχαν παλιά στα Ελληνικά σώματα του Βάλτου και αποφάσισαν να εγκαταλείψουν για λίγο καιρό το χωριό τους. Έτσι ο Καραγιάννης πήγε στη Μέση, ενώ ο Γκαμπράνης και ο Δάρλας στην ελεύθερη Ελλάδα στη Λάρισα, απ’ όπου και επέστρεψαν μετά την απελευθέρωση.(60)

Πηγές : Η ιστορία του χωριού Νησίου και της Μονής των Αγίων Αναργύρων. Σελ. 21 – 31

« ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΥΡΠΟΛΗΣΗ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΤΟ 1906 ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ ΚΟΜΙΤΑΤΖΗΔΕΣ »

Γράφει ο Δημήτρης Πανταζόπουλος, ερευνητής της ιστορίας και της λαογραφίας στο Ρουμλούκι.
Η πολύχρονη ενασχόλησή μου, από μικρό παιδί, με την διερεύνηση της ιστορίας της μικρής μου πατρίδας, του Ρουμλουκιού, υπήρξε μια συναρπαστική διαδρομή, συνοδευόμενη με ποικίλα συναισθήματα, όπως της απογοήτευσης και της αγωνίας, αλλά και της χαράς και της ικανοποίησης, που ενίοτε εναλλάσσονταν. Πράγματι, ήταν δύσκολη πορεία, καθώς οι αρχειακές πηγές ήταν ελάχιστες και αρκετά περιπετειώδης η προσπάθεια να εντοπιστούν και βεβαίως να είναι προσβάσιμες στον ερευνητή. Ταυτόχρονα, οι προφορικές πηγές για τα ιστορικά δεδομένα υπήρξαν σχεδόν μηδαμινές, αφού δεν έλαβε χώρα μια οργανωμένη προσπάθεια συστηματικής καταγραφής και ταξινόμησής τους, ενώ ο πανδαμάτωρ χρόνος ήταν αδυσώπητος, αφού οι ηλικιωμένοι γηγενείς αυτόπτες και δια βίου μάρτυρες μιας άλλης εποχής έφυγαν από την ζωή.
Το τελευταίο πρόβλημα σχεδόν ξεπεράστηκε μετά από μια αγωνιώδη και πάνω από 20 χρόνια περιήγησή μου σε όλα τα Ρουμλουκιώτικα χωριά με ένα δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι στο χέρι, όπου κατέγραψα με την μορφή συνεντεύξεως (βάση συγκροτημένου ερωτηματολογίου και κατόπιν ελεύθερης τοποθέτησης του ερωτώμενου) πάνω από 380 ηλικιωμένους Ρουμλουκιώτες. Το πρώτο δε πρόβλημα άρχισε σταδιακά να ξεπερνιέται, καθώς τα τελευταία χρόνια είδαν το φως της δημοσιότητας δεκάδες άρθρα, μελέτες, ανακοινώσεις ή βιβλία, ιστορικού περιεχομένου με σαφή αναφορά και στην περιοχή του Ρουμλουκιού, ενώ ταυτόχρονα και οι γηγενείς συγγραφείς εξέδωσαν πληθώρα βιβλίων. Στο σημείο αυτό βέβαια, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης και δικαίως, γιατί γράφονται από τον υποφαινόμενο όλα τα ανωτέρω και που αποσκοπούν. Σαφέστατα δεν πρόκειται για περιαυτολογία ή κατάδειξη εγωιστικών και ματαιόδοξων διαθέσεων (μακριά από εμένα τέτοιες συμπεριφορές). Απλά, ως λάτρης της επιστήμης της Κλειούς και κατά συνέπεια ερασιτέχνης ερευνητής της τοπικής ιστορίας, (άλλωστε οι σπουδές μου άπτονται στον χώρο της θεολογίας), θέλησα να μεταδώσω στους συντοπίτες αναγνώστες μου και να τους κάνω κοινωνούς στην χαρά του ερευνώντα όταν ανακαλύπτει κάποιο στοιχείο, μια πληροφορία, μια εργογραφία που αφορά το περιεχόμενο της πρότερης έρευνάς του, φωτίζοντας ένα περιστατικό, ένα ιστορικό γεγονός και από μια άλλη πλευρά, άγνωστη μέχρι σήμερα.
Πρόκειται λοιπόν για νέες πληροφορίες, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας σχετικά με την πυρπόληση του χωριού Νησί από τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες το 1906. Είναι μια εκτενής αναφορά που περιέχεται στο βιβλίο που εξέδωσε το 1909 ο Αμερικάνος δημοσιογράφος Albert Sonichsen με τίτλο «Οι αναμνήσεις ενός Μακεδόνα αντάρτη» και που κυκλοφόρησε στην Νέα Υόρκη από τις εκδόσεις «Duffield and Company» (τί ειρωνεία να το ανακαλύπτουμε εμείς οι γηγενείς Ρουμλουκιώτες σχεδόν μετά από 100 χρόνια!). Στο σημείο αυτό βέβαια πρέπει να ευχαριστήσω δημόσια τον φίλο μου δάσκαλο Γρηγόριο Γιοβανόπουλο, που στα πλαίσια της εκπόνησης του μεταπτυχιακού του εντόπισε και μου συνέστησε την άνω έκδοση (μετάφραση στα Ελληνικά).
Ευθύς εξαρχής, ο αναγνώστης εύκολα μπορεί να πλανηθεί από τον τίτλο και να νομίσει ότι πρόκειται για μια προσπάθεια κατάδειξης των Ελληνικών δικαίων για τον χώρο της ιστορικής Μακεδονίας. Τουναντίων όμως, ο συγγραφέας παρουσιάζει τα δεδομένα από την πλευρά των Βούλγαρων Κομιτατζήδων, καθώς είχε ενστερνιστεί τις απόψεις και τις ιδαιοληψίες τους και είχε μάλιστα ενταχθεί στα ένοπλα σώματά τους, δίπλα στους αρχικομιτατζήδες Λούκα Ιβάνωφ και Αποστόλ Πέτκωφ, λαμβάνοντας μέρος και σε μάχες με τους Έλληνες Μακεδονομάχους. Στο σημείο αυτό βέβαια, έγκειται και η σπουδαιότητα των πληροφοριών που μας δίνει, καθώς προέρχονται από την «αντίθετη» πλευρά και προπάντων από έναν αυτόπτη μάρτυρα και ενεργό μέτοχο στην πυρπόληση του Νησίου, αφιερώνοντας ένα ολόκληρο κεφάλαιο. Έτσι, περιγράφει λεπτό προς λεπτό όλα τα γεγονότα, από τις διεργασίες προς λήψη της σχετικής απόφασης, μέχρι και την εκτέλεσή της και τον αντίκτυπο που είχε. Βέβαια, καταθέτει την άποψη των Βουλγάρων, με όλο τον σχετικό εξωραϊσμό και την αφαίρεση όλων εκείνων των στοιχείων που πιθανόν θα επέφεραν αρνητικά σχόλια ή την καταδίκη της πράξης και των στόχων της από τους αναγνώστες του συμπατριώτες Αμερικάνους, που βρίσκονταν χιλιάδες μίλια μακριά από τον τόπο, όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα και ήσαν εύλογα παντελώς άσχετοι με τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στον Μακεδονικό χώρο. Άλλωστε, διαπιστώνεται εναγώνια η προσπάθειά του και ο σκοπός του αυτός είναι να προσεταιριστεί την κοινή γνώμη της πατρίδας του υπέρ των Βουλγαρικών απόψεων για την Μακεδονία.
Πριν παρουσιάσω τί γράφει ο συγγραφέας, θα ήθελα να καταθέσω το τι έχω γράψει για την πυρπόληση του Νησίου με βάση τις προφορικές πηγές των υπερήλικων κατοίκων του και των λίγων γραπτών και που περιέχεται στο βιβλίο μου «Η ιστορία του χωριού Νησί και της Μονής των Αγίων Αναργύρων, δύο θεματοφύλακες της Ρωμιοσύνης στον Βάλτο», αλλά και για πρώτη φορά δημόσια την διαδικασία καθορισμού της ακριβής ημερομηνίας της πυρπόλησης.
Οι υπερήλικες λοιπόν γηγενείς Νησιώτες αυτόπτες μάρτυρες της πυρπόλησης διηγούνταν τα γεγονότα καταθέτοντας μόνο την εποχή που συνέβηκε, δηλαδή την Άνοιξη και το έτος 1906. Παρά τις επίμονες ερωτήσεις μου, ήταν αδύνατον να προσδιορισθεί ακριβώς η ημερομηνία, καθώς τότε ήταν παιδιά ή έφηβοι. Στο μόνο σημείο που υπήρξε απόλυτη συμφωνία ήταν ότι την βραδιά εκείνη πυρπολήθηκε μέσα στο σπίτι του ζωντανός ο οκτάχρονος Βασίλειος Σπανός του Θωμά και φονεύθηκε με ξιφολόγχη ο Κων/νος Σπανός. Ταυτόχρονα, οι γραπτές πηγές από τα απομνημονεύματα των Μακεδονομάχων ή των ερευνητών του Μακεδονικού Αγώνα δεν έδιναν πιο ακριβή στοιχεία. Ώσπου έπεσε στα χέρια μου η έκδοση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (Δ.Ι.Σ.), όπου καταγράφεται ρητώς η ημερομηνία που σκοτώθηκε ο Κων/νος Σπανός και πιο συγκεκριμένα το βράδυ της 14ης προς 15ης Μαρτίου 1906. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συνδυάζοντας την γραπτή πηγή με τις προφορικές μαρτυρίες, προσδιόρισα την ακριβή ημερομηνία πυρπόλησης και αφού δημοσίευσα την σχετική πληροφορία στον τοπικό τύπο, καθιερώθηκε και ο επίσημος εορτασμός από την Κοινότητα Νησίου.
Στην συνέχεια θα παραθέσω τα σχετικά αποσπάσματα από το βιβλίο μου, για να κατανοήσει ο αναγνώστης μέσα από τις μνήμες των αυτοπτών μαρτύρων τι έγινε την βραδιά εκείνη (οι αφηγήσεις υπάρχουν ηχογραφημένες στο αρχείο μου).
«…Το 1906 και πιο συγκεκριμένα το βράδυ της 14ης προς 15ης Μαρτίου οι κομιτατζήδες βγαίνουν με τις πλάβες τους στην σκάλα του Νησίου και μπαίνουν μέσα στο χωριό με σκοπό να το κάψουν. Ο Αντώνιος Σαλιάρας στηριζόμενος στην αφήγηση του πατέρα του Σωτηρίου, έναν από τους συμμετέχοντες στον Μακεδονικό Αγώνα από το Νησί, αναφέρει ως αφορμή της επιδρομής των Κομιτατζήδων στο χωριό, την πυρπόληση από Έλληνες αντάρτες μερικών τούρκικων οικών στο χωριό Γκόλο – Σέλο (Γυμνά), στο οποίο είχαν σημαντικά ερείσματα οι Βούλγαροι.
Πράγματι, τις ημέρες αυτές τα Ελληνικά σώματα της λίμνης έδειξαν έντονη κινητικότητα, προσβάλλοντας την 12η Μαρτίου το Γκόλο – Σέλο (Γυμνά), την 13η Μαρτίου την Αγία Μαρίνα της Βέροιας και την 14η Μαρτίου την Γκολέσανη (Λευκάδια) Ναούσης. Κατά συνέπεια, είναι πολύ πιθανό το ενδεχόμενο η επίθεση των Κομιτατζήδων στο Νησί και η πυρπόλησή του να είναι ενέργεια αντιποίνων προς τις Ελληνικές επιθέσεις στα δικά τους χωριά.
Πυρπολήθηκαν πάντως 22 σπίτια και πολλοί στάβλοι, αχυρώνες και μαντριά. Η Ελισσάβετ Μισυροπούλου, το γένος Κων/νου Κοντόπουλου, που κατοικούσε την εποχή εκείνη στο Νησί, μου ανέφερε ότι το πρώτο σπίτι που έκαψαν οι Βούλγαροι ήταν το πατρικό της και ότι μέσα στους πυροβολισμούς που έριχναν στον αέρα, φώναζαν «ζαγκόλεμ – ζαγκόλεμ», δηλαδή «σφάξτε – σφάξτε». Θυμάται μάλιστα ότι ο παππούς της, αφού απομάκρυνε τα μέλη της οικογένειάς του από το σπίτι σε μέρος ασφαλές, προσπαθούσε να βγάλει τα ζώα από τους σταύλους που καιγόταν, καταφέρνοντας να σώσει από τις φλόγες μόνο λίγα ζώα. Τους κάηκαν 22 αγελάδες και 16 βουβάλια. Αλλά και ο ιερέας Ευάγγελος Μπλιάμπτης μου είπε ότι η οικογένειά του έχασε 14 μεγάλα ζώα στην πυρπόληση του χωριού, ενώ ο Απόστολος Χλιαρόπουλος αναφέρει ότι οι Βούλγαροι αφαίρεσαν από τις μάντρες του χωριού περί τις 200 αγελάδες, τις οποίες και πήραν μαζί τους φεύγοντας. Στο χωριό εκείνη την εποχή, ο Θωμάς Κούτρης από την Βέροια είχε ένα διόροφο πέτρινο κτήριο, στο κάτω μέρος του οποίου ήταν το μπακάλικο και επάνω το σπίτι του. Βρισκόταν περίπου απέναντι από το οικόπεδο που κατέχουν σήμερα οι Κων/νος και Σωτήριος Σαλιάρας. Οι Κομιτατζήδες λοιπόν, αφού πήραν όλη την πραμάτεια από το μπακάλικο, του έβαλαν φωτιά. Ήταν το τελευταίο οίκημα που κάηκε, αφού πυρπολήθηκαν όλα τα σπίτια μέχρι αυτό του Δημητρίου Δάρλα και το κονάκι του μπέη (βρισκόταν στο χώρο, όπου σήμερα είναι το οικόπεδο της οικογένειας του ιερέα Ευάγγελου Μπλιάμπτη). Κατά τις αφηγήσεις του Δημητρίου Πανταζόπουλου από τον Σχοινά και του Βασιλείου Τζανόπουλου από την Τριχοβίστα, από τα χωριά τους διακρίνονταν η φωτιά στο Νησί και υπήρχε στους κατοίκους τους κάποια αναταραχή και φόβος μήπως είχαν και αυτοί την ίδια τύχη με τους Νησιώτες. Μάλιστα οι Σχοινιώτες ζήτησαν προστασία για το χωριό τους και από το γειτονικό Νιχώρι από τον Ραχμή μπέη του Σχοινά, να επαγρυπνούν δηλαδή οι 2 – 3 Αλβανοί ένοπλοι που είχε για φρουρά στο κονάκι του. Η πυρπόληση όμως του χωριού δεν ήταν και χωρίς θύματα. Κάηκε ζωντανός μέσα στο σπίτι του ο οκτάχρονος Θωμάς Σπανός του Βασιλείου. Οι Βούλγαροι δεν επέτρεψαν στη μητέρα του παιδιού να μπει στο σπίτι για να το σώσει, παρόλο που αυτό φώναζε συνεχώς για βοήθεια. Το πρωί όταν έσβησε η φωτιά, τον βρήκαν απανθρακωμένο να κρατάει τα σίδερα του παραθύρου, από το οποίο προσπαθούσε να βγει μάταια έξω για να σωθεί. Ακόμη οι κομιτατζήδες φεύγοντας σκότωσαν με ξιφολόγχη τον Κων/νο Σπανό. Δεν σκότωσαν άλλους και έφυγαν χωρίς να κάψουν όλο το χωριό, είτε γιατί ήθελαν να τρομοκρατήσουν μόνο τους κατοίκους του Νησίου είτε γιατί φοβήθηκαν μήπως παρουσιαστεί τουρκικό απόσπασμα, το οποίο εμφανίστηκε την άλλη μέρα και αφού είχαν εγκαταλείψει αρκετές ώρες πριν το χωριό οι Βούλγαροι. Το βράδυ αυτό οι Νησιώτες εγκατέλειψαν το χωριό. Η οικογένεια του ιερέα Ευαγγέλου Μπλιάμπτη έμεινε μέχρι το πρωί στην τοποθεσία «κλέφτικια γούρνα» μαζί με άλλους. Αρκετοί κατέφυγαν στην Ρέσινα, ενώ το πρωί πήγαν στο χωριό μόνο άντρες. Άλλες πάλι οικογένειες έφυγαν για πάντα από το Νησί και εγκαταστάθηκαν στη Γιαντσίδα, στο Καταφύγι, στον Σχοινά και στο Νιχώρι. Στον Σχοινά εγκαταστάθηκαν οι οικογένειες Μαργαρίτη και Κουτσάνα. Ο Γεώργιος Μαργαρίτης πήγε στον Σχοινά με μόνη περιουσία τα ρούχα που φορούσαν τα μέλη της οικογένειάς του, αφού όλα τα υπάρχοντά του κάηκαν στο Νησί. Η Θεοδώρα Μισυροπούλου μου ανέφερε πως αρκετές οικογένειες είχαν πεινάσει τότε στο Νησί και θυμούνταν ότι πήγαιναν τα βράδια κρυφά στις αποθήκες των μπέηδων και αφού άνοιγαν τρύπες στα τοιχώματά τους (πλοκαριές) από την πίσω πλευρά τους, έπαιρναν σιτάρι και καλαμπόκι για να τραφούν και να μην πεθάνουν από την πείνα, αφού ήταν ακόμη Μάρτιος και οι νέες σοδιές θα συλλέγονταν το καλοκαίρι.
Μετά την πυρπόληση του Νησίου, τον Μάρτιο του 1906 τα σώματα του Αναγνωστάκου και του Ρήγα, με βάση τις καλύβες Τριχοβίστας και του Τσέκρι αντίστοιχα, περιπολούσαν τα παραλίμνια χωριά κατά την νύκτα και τα προστάτευαν από τις Βουλγαρικές συμμορίες, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας εξερευνούσαν συνήθως την λίμνη, κινούμενοι με τις πλάβες, με σκοπό να εντοπίσουν τυχόν νέες Βουλγαρικές καλύβες».
Για να δούμε όμως πως μας δίνει τα γεγονότα ο «φίλος» μας Αμερικάνος δημοσιογράφος μέσα από αποσπάσματα από το αφιερωμένο κεφάλαιο στο βιβλίο του για την πυρπόληση του Νησίου (Κεφάλαιο V).
Σύμφωνα με τις σημειώσεις του συγγραφέα τα γεγονότα άρχισαν στις 10 Μαρτίου με την επίθεση των Μακεδονομάχων στην Αγία Μαρίνα, όπου προσέβαλλαν οι Έλληνες σπίτια Κομιτατζήδων. Η Επιχείρηση αυτή ήταν αφορμή να δέχεται πιέσεις ο αρχικομιτατζής Λούκας για να προκαλέσει αντίποινα στα Ελληνικά χωριά. Ο Σόνισεν τον πλησίασε κατόπιν παράκλησης άλλων συντρόφων τους, για να τον πείσει και ο Λούκας του είπε: «Ναι, θα το κάνω. Ο Ακρίτας (Κων/νος Μαζαράκης) και οι χασάπηδες του κρύβονται στους βάλτους, κάτω ακριβώς από το Ελληνικό χωριό Νησί. Δεν έχουν σταθερές κρυψώνες. Κρύβονται παντού, εκεί που ούτε ο διάβολος δεν μπορεί να τους βρει. Από το Νησί προμηθεύονται και ταχυδρόμους και οδηγούς. Αν κάψουμε το Νησί, θα φύγουν και ίσως σταθούμε τυχεροί και τους πετύχουμε σε κανένα ξέφωτο. Όταν δεν μπορούμε να πλησιάσουμε τα ίδια τα ερπετά, τότε καίμε τις φωλιές τους».
Ο Σόνισεν όμως του αντέτεινε: «πως την επόμενη ημέρα όλες οι εφημερίδες της Ευρώπης θα δημοσιεύουν τα γεγονότα με εξαιρετική υπερβολή, τονίζοντας το θάνατο αθώων γυναικόπαιδων. Η καλή γνώμη της Ευρώπης για μας θα χαθεί, θα πουν πως όλοι ίδιοι είναι, Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι».
Απαντώντας του ο Λούκας λέγει: «…Δεν είναι αυτό που με κάνει να διστάζω μόνο επειδή είναι ένα απαίσιο πράγμα. Θα προτιμούσα να χτυπώ τους πραγματικούς ενόχους. Αν μου πεις πως θα φθάσω στον Έλληνα Επίσκοπο δεν θα κάψω κανένα χωριό…Αλλά, άλλη μια επίθεση αν κάνουν, μετά θα είναι η σειρά μας.»
Το ίδιο βράδυ όμως της συζήτησής τους κατέφθασε ασμένως ο έτερος αρχικομιτατζής Αποστόλ, για να ζητήσει ενισχύσεις, καθώς δεχόταν επίθεση ένα από τα χωριά της περιοχής του. Μετέφερε την πληροφορία ότι είδαν τις πλάβες των Ελλήνων να φεύγουν προς τα νότια του Νησίου.
Η απόφασή τους πλέον να πυρπολήσουν το Νησί είχε ήδη ληφθεί. Να τι αναφέρει ο Σόνισεν: «Θα έχουμε ακόμη κι άλλα τέτοια επεισόδια», παρατήρησε ο Λούκα. Δεν συζητήσαμε άλλο για τη γνώμη της Ευρώπης.
Κοιμηθήκαμε αμέσως και σηκωθήκαμε με την ανατολή. Οι άνθρωποι από τη Βέροια μας έστειλαν δώδεκα μπουκάλια μπύρα δώρο. Τα άδεια μπουκάλια τώρα ήταν γεμάτα πετρέλαιο που τα κρατούσαν προσεκτικά οι άντρες μας.
Αργότερα, είκοσι πέντε από εμάς επιβιβαστήκαμε σε οκτώ πλάβες και αφήσαμε πίσω μας μόνο έξι άντρες. Ο Αποστόλ και οι δικοί του μας περίμεναν. Συνολικά ξεκινήσαμε πενήντα άντρες. Ο Θόδωρος έφυγε πρώτος με πέντε πλάβες για αναγνώριση. Οι υπόλοιπες πλάβες ήταν λίγα μέτρα πίσω, η μια κοντά στην άλλη. Προχωρούσαμε νοτιοδυτικά, προς τη λίμνη των Γιαννιτσών, μέσα από τελείως διαφορετικά τοπία απ’ όσα είχαν αντικρίσει μέχρι τώρα. Δεν υπήρχε ούτε ένα δέντρο, τα χορτάρια ήταν τόσο κοντά που μπορούσε κανείς να δει τα πάντα γύρω του. Ταξιδεύαμε πολύ γρήγορα. Σε μερικά σημεία τα χόρτα του βάλτου ήταν ελάχιστα και οι υδάτινοι διάδρομοι εξαιρετικά φαρδείς. Μας έπιασε νευρική ευθυμία, τόσο που αναφερόμαστε γελώντας στο μακεδονικό ναυτικό και στους ναυάρχους Λούκα και Αποστόλ.
Το απόγευμα μπήκαμε σε ένα βαθύ και ορμητικό ποτάμι που το ίδιο το ρεύμα του μας πήγαινε για περίπου δύο ώρες. Μια ώρα πριν το ηλιοβασίλεμα ξαναπήραμε την κατεύθυνση των καλαμιώνων του Βάλτου, ώσπου σε λίγο φάνηκε ένα μικρό νησί και η καλαμωτή σκεπή μιας καλύβας. Εκεί αποβιβαστήκαμε, φάγαμε ψωμί και τυρί για βραδινό και οι κωπηλάτες μας ξεκουράστηκαν. Ο προορισμός μας ήταν πολύ κοντά, κανένας δεν μιλούσε, όλοι ψιθύριζαν. Ο Λούκα έδωσε τις τελικές διαταγές. Το σύνθημα ήταν οι λέξεις «Μακεδονία» και «Ελευθερία». Όποιος δεν απαντούσε το παρασύνθημα, ήταν εχθρός.
Μόλις σουρούπωσε, αρχίσαμε να σερνόμαστε ανάμεσα στους καλαμιώνες. Στους πρόποδες ενός χαμηλού λόφου φάνηκαν σπίτια και μερικοί άνθρωποι που μπαινόβγαιναν.
Είχε νυχτώσει πια για τα καλά όταν κινήθηκε ξανά η πλάβα μας. Ήμουν μαζί με τον Λούκα και τον Αποστόλ στην ίδια πλάβα και ο κωπηλάτης μας ήταν ένα παλικάρι που ψάρευε σ’ εκείνα τα μέρη εδώ και ένα χρόνο. Φτάσαμε και πηδήξαμε έξω στην κοίτη ενός μικρού ρυακιού που έφτανε μέχρι τ’ ανοιχτά. Ήρθαν και οι άλλες πλάβες, δέσανε κοντά μας και όλοι μαζί ξεκινήσαμε. Μπήκαμε σ’ ένα δρομάκι παράλληλο με το ρυάκι και ένα μονοπάτι μας οδήγησε κατ’ ευθείαν στο χωριό.
Ο Αποστόλ και οι άντρες του ξεκίνησαν για το πάνω μέρος του χωριού, ενώ ο Λούκα με είκοσι άντρες, που ο καθένας τους κρατούσε ένα μπουκάλι κηροζίνη, τράβηξαν για το κάτω. Οι υπόλοιποι οκτώ από μας πιάσαμε και ελέγχαμε τον κεντρικό δρόμο μην τυχόν και έχουμε εκπλήξεις από τον τουρκικό στρατό που φρουρούσε ένα χωριό μισή ώρα απόσταση.
Έτσι όπως ήμασταν εκεί μέσα στην σκόνη, άκουγα το επίμονο γάβγισμα των σκυλιών. Κάπου μακριά στα χωράφια, ένας τσοπάνης σφύριξε στο ανήσυχο κοπάδι του. Οι στέγες των σπιτιών διακρίνονταν στο απαλό φως του φεγγαριού, αλλά πουθενά δεν μπορούσα να δω ανθρώπους, αν και ήξερα ότι ήταν εκεί. Η αναμονή ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί.
Ξαφνικά η καρδιά μου χοροπήδησε. Μια κόκκινη μπάλα γλίστρησε στον τοίχο ενός σπιτιού. Μια λάμψη και γλώσσες φωτιάς απλώθηκαν γρήγορα στον ουρανό. Αν υπήρχαν κραυγές ανθρώπων δεν με άφηναν να τις ακούσω τα γαβγίσματα των σκυλιών. Και αμέσως μετά ακούστηκαν τρεις ριπές από Μάνλιχερ.
Άλλο ένα σπίτι καιγόταν στο κάτω μέρος του χωριού, ενώ το πρώτο ήδη κατέρρεε. Παρακολουθούσαμε τις φλόγες και το βρυχηθμό της φωτιάς. Παντού μαύρες φιγούρες έτρεχαν πάνω κάτω. Πιο πολλά σπίτια καίγονταν τώρα. Σ’ ένα απ’ αυτά ακούστηκαν πυροβολισμοί από τα παλικάρια του καπετάν Κώστα. Από τη στέγη έβγαινε πυκνός καπνός που ενωνόταν σ’ ένα τεράστιο ολόμαυρο σύννεφο στον ουρανό. Ο χρόνος σε τέτοιες καταστάσεις δεν υπολογίζεται. Μπορεί να πέρασαν μια δυο ώρες, πάντως ολόκληρο το χωριό έγινε μια στήλη φωτιάς. Εν τω μεταξύ, εμείς οι οκτώ είμαστε οι σιωπηλοί θεατές. Τα μάτια μου μια κοιτούσαν τη φωτιά και μια το δρόμο με το φόβο του τουρκικού στρατό. Είδα μια αστραπή και άκουσα κοφτές και δυνατές διαταγές. Φώναξα απελπισμένα:
«Οι ηλίθιοι. Πού είναι; Γιατί δεν έρχονται; Ο Τουρκικός στρατός είναι εδώ, πάνω απ’ τα κεφάλια μας».
«Δεν είναι στρατός», φώναξε ο Αντόν, που στεκόταν δίπλα μου, «είναι οι Έλληνες αντάρτες». Σκύψαμε γρήγορα και κοιτάξαμε το δρόμο. Ο καπετάν Κώστας είχε καταφθάσει.
Την ίδια στιγμή ακούγονταν σκόρπιοι πυροβολισμοί. Εμείς οι οκτώ δεν κινηθήκαμε, αλλά γλιστρήσαμε σε κάποια απόσταση για να προστατευθούμε και να μην αποκαλυφθούμε. Παρ’ ότι κινηθήκαμε, τα πυροβόλα εξακολουθούσαν να κελαηδούν κοντά στα Ελληνικά Γκρά που μούγκριζαν.
Οι Έλληνες υπολόγισαν από τους πυροβολισμούς πόσοι περίπου ήμαστε και γενίκευσαν το πυρ “ οι ίδιοι όμως δεν προχωρούσαν, αλλά προσπαθούσαν να μας κλείσουν το δρόμο για τις πλάβες. Στραφήκαμε λοιπόν προς τα πίσω και πυροβολήσαμε για να πιστέψουν ότι υπερέχουμε σε αριθμό. Το σφύριγμα των σφαιρών ερχόταν πιο κοντά, πάνω απ’ τα κεφάλια μας “ έμοιαζε με το θρηνητικό πέταγμα μεταλλικών πουλιών.
Ξαφνικά οι πυροβολισμοί των Ελλήνων αραίωσαν και σε λίγο σταμάτησαν εντελώς. Μακριά, αλλά όχι μέσα από το χωριό, ακούστηκε πως ο στρατός κατέφθασε. Ο Αποστόλ και οι άντρες του, μαζί τους κι εμείς τρέξαμε στις πλάβες μας. Ο Λούκα και οι δικοί του ακολουθούσαν. Επιβιβαστήκαμε και αρχίσαμε να κωπηλατούμε.
Ταξιδεύαμε όλη τη νύχτα και πίσω μας αφήναμε έναν υπέροχο ολοξάστερο ουρανό που θάμπωσε μόνο με το πρωινό φως. Γυρίσαμε στις καλύβες μας χωρίς κανέναν απόντα, αλλά και χωρίς κανέναν πληγωμένο».
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Σόνισεν και στο επόμενο κεφάλαιο (VI) που φέρει τον τίτλο «Στα βουνά της Έδεσσας», ξεκινά με τον απολογισμό της επιδρομής τους στο Νησί:
«Ποτέ δεν έμαθα τις αναφορές του προξένου για την πυρπόληση του Νησίου, αλλά οι εφημερίδες σε ολόκληρη την Ευρώπη είχαν πολύ ζωντανές περιγραφές για την καταστροφή. Οι γαλλικές εφημερίδες μάλιστα, υποκινούμενες από Ελληνικές πηγές, έγραφαν ότι πεντακόσιοι τσέτες υπό τις διαταγές του βουλγαρικού στρατού είχαν κατασφαγιάσει άντρες και γυναίκες. Είχαμε ακούσει από τους χωρικούς ότι οι άντρες του Κώστα τριγυρνούσαν στους δρόμους της Νάουσας και καμάρωναν για το πώς μας είχανε διώξει και τρέψει σε τέτοια άτακτη φυγή, που δεν μπορέσαμε ούτε τους νεκρούς μας να μαζέψουμε.
Η αλήθεια ήταν πως τριάντα από τα σπίτια του χωριού είχαν καεί εντελώς και το επόμενο πρωί οι στρατιώτες βρήκαν στα χωράφια έξι νεκρούς. Ο ένας ήταν ο Αλβανός υπηρέτης, που νόμιζε ότι το χωριό είχε καταληφθεί από βασιβουζούκους και βγήκε έξω τρέχοντας και φωνάζοντας ότι είναι μουσουλμάνος. Κάποιοι άντρες του Αποστόλ που δεν τους άρεσαν τα λόγια του Αλβανού έχασαν την ψυχραιμία τους και τον σκότωσαν. Ο άλλος νεκρός ήταν ένα νεαρό αγόρι δεκάξι χρονών, που χτυπήθηκε από αδέσποτη σφαίρα, ενώ ένας τρίτος πυροβολήθηκε από τους άντρες του Λούκα, όταν αυτοί τον αναγνώρισαν σαν παλιό καταδότη των παρακείμενων στη Σλάνιτσα χωριών. Αυτούς τους τρεις νεκρούς τους ξέραμε κι εμείς οι ίδιοι, οι άλλοι ήταν αναμφίβολα άντρες του Κώστα τους οποίους μέσα στη νύχτα δεν μπόρεσαν να μαζέψουν.
Η αλήθεια είναι πως οι χωρικοί και τα κοπάδια τους είχαν άφθονο χρόνο για να φύγουν απ’ το χωριό. Οι άντρες μας μάλιστα τους βοήθησαν να σύρουν τα άλογα και τα βόδια μακριά απ’ τα σπίτια τους. Μόνο μια νέα γυναίκα σε προχωρημένη εγκυμοσύνη δεν έφυγε. Έμεινε στο χωριό μαζί με τον άντρα της, αφού τους προστάτευε ο Λούκα όσο βρισκόταν εκεί. Όταν έφυγε τους έδωσε ένα γράμμα για όλους τους κατοίκους, όπου ανέφερε ότι τα σπίτια των Ελλήνων δεν καταστράφηκαν λόγω φυλετικού μίσους, αλλά σαν αντίποινα για τις επιθέσεις του Κώστα εναντίον χωριών που διέκειντο ευνοϊκά απέναντι στην επανάσταση. Εάν δεν υπέθαλπαν τους μισθοφόρους της εκκλησίας, κανένα Ελληνικό σπίτι δεν θα ξανακαιγόταν!!!
Ας δούμε όμως και πως ένας Έλληνας οπλαρχηγός της περιοχής, ο οπλαρχηγός της περιοχής, ο Γιαννιτσιώτης Γιώτας Γκόνος, περιγράφει τα γεγονότα μέσα από τα απομνημονεύματά του:
«Την 12ην Φεβρουαρίου 1906 (προφανώς κάνει λάθος στον μήνα, καθώς ήταν Μάρτιος) οδηγήσας τον αρχηγόν μεθ’ ολοκλήρου του σώματος εις Γκόλο – Σέλο, όπως συλλάβωμεν τον τόσας ζημίας ημίν προσενεγκόντα Διονύσιον Τσέκρελην, επετέθημεν κατά του χωριού. Ευρόντες όμως αντίστασιν μεγάλην και μη δυνηθέντες ή μόνον να τραυματίσωμεν τον ειρημένον Διονύσιον επυρπολήσαμεν την κατοικίαν αυτού και των δύο ετέρων προσενεγκότες συνάμα και τον πανικόν ου μόνον εν αυτώ αλλά και εν απάση τη περιφέρεια εκείνη. Προς κατάπαυσιν του πανικού συνάμα δε και αντεκδίκησιν του πανικού συνεννοηθέντες οι δύο βούλγαροι αρχηγοί Λούκας και Αποστόλ την επομένην της πραξεώς μας επικεφαλής 110 ανδρών επετέθησαν εναντίον του ημετέρου χωρίου Νησί και προέλαβον να κατακαύσωσιν 27 οικίας εν αυτώ, οπότε καταφθάσας ο Ματαπάς (Αναγνωστάκος) συνεπλάκη μετ’ αυτών φονεύσας δύο». (Γκόνου Γιώτα: Περιληπτική έκθεσις των ενεργειών μου. Αθήνησι 22 Νοεμβρίου 1909. Φ. 90. 1907. ΑΥΕ. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό των Γιαννιτσών ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ τον Απρίλιο του 1993 από τον Τιμόθεο Τιμοθιάδη).
Διαβάζοντας όλα τα ανωτέρω, όπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης, η έκπληξη και το ενδιαφέρον μου υπήρξαν τεράστια, καθώς νέες πληροφορίες (αν και σε πολλά σημεία είναι αλληλοσυγκρουόμενες) μας έρχονται από εκείνη την εποχή, φωτίζοντας καλύτερα τον ιδιόμορφο αγώνα στην περιοχή μας. Πέρα απ’ αυτό, σημαντικότατο κρίνεται το γεγονός ότι η πυρπόληση του Νησίου είχε διεθνές αντίκτυπο είτε από την πλευρά των Ελλήνων προκληθέντα, είτε απ’ αυτήν των Βουλγάρων. Άραγε τί μας επιφυλάσσει ακόμη η αναμόχλευση και η καταγραφή της τοπικής μας ιστορίας; Πόσες πληροφορίες αναμένουμε να δούμε και πόσα άραγε δεδομένα θα αναθεωρήσουμε ή θα τα δούμε και από ένα άλλο πρίσμα; Να γιατί η ενασχόληση με το ξετύλιγμα του μύτου της ιστορίας έχει τέτοια γοητεία. Όσον αφορά εμένα προσωπικά, το βιβλίο του Σόνισεν με έβαλε σε νέες περιπέτειες, να εντοπίσω τα δημοσιεύματα της εποχής του Ευρωπαϊκού τύπου για την πυρπόληση του Νησίου. Είμαι πεπεισμένος ότι θα έχουν φοβερό ενδιαφέρον για εμάς τους σύγχρονους Ρουμλουκιώτες. Εν κατακλείδι παραθέτω το δημοσίευμα των «London Times» στις 20 Ιουνίου 1906:
«Υπήρξαν επιθέσεις εκ μέρους των Βουλγάρων στα πατριαρχικά χωριά Νησί, Γκρουμάσι και Βριάνι καθώς επίσης και πολλά μεμονωμένα περιστατικά φόνων αντεκδίκησης σε απομακρυσμένες περιοχές. Γενικά, οι βουλγαρικές συμμορίες ησύχασαν σύμφωνα με τις διαταγές των τοπικών επιτροπών. Στις συγκρούσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ συμμοριών και τουρκικού στρατού οι Βούλγαροι ήταν σε άμυνα. Εξαίρεση αποτελεί η περιοχή των Γενιτσών όπου οι αρχηγοί Λούκα και Αποστόλ επιτέθηκαν στις Ελληνικές συμμορίες. Στη λίμνη των Γιαννιτσών έγιναν και πολλές ναυτικές συγκρούσεις».
Για όσους ενδιαφέρονται για το βιβλίο του Αμερικάνου δημοσιογράφου μπορούν να το ζητήσουν ως εξής: Άλμπερτ Σόνισεν, «Αναμνήσεις ενός Μακεδόνα αντάρτη», Μετάφραση Νέλλη Ρούτσου – Πανταζή, Εκδόσεις «Πετσίβα», Αθήνα 2004.

Εφημερίδα “ΤΑ ΛΕΜΕ”