Ζουρνάς

 

O νεοελληνικός ζουρνάς ανήκει στην οικογένεια των οργάνων τύπου όμποε, με διπλό γλωσσίδι. Ταυτίζεται με τον αρχαίο αυλό τον οποίο μέσα από ιστορικές, φιλολογικές αλλά και εικαστικές μαρτυρίες, συναντούμαι από την εποχή του Ομήρου. Πριν την εμφάνιση του κλαρίνου στην Ελλάδα, γύρω στα 1830, ο ζουρνάς, σύμφωνα με τον συνθέτη Παύλο Καρρέρ, χαρακτηρίζονταν ως εθνική φλογέρα. Χαρακτηριστικά αναφέρει στα “Απομνημονεύματα “του ότι είδε “…να τραγουδούν και χορεύουν, παίζοντες τας εθνικώς φλογέρας και τα νταούλια”. Σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στη Μακεδονία περισσότερο, πολλές είναι οι τοιχογραφίες και οι αγιογραφικές παραστάσεις που ο ζουρνάς με το νταούλι δεσπόζουν σε μεγάλες βυζαντινές και μεταβυζαντινές συνθέσεις. Κανένας σχεδόν από τους φιλέλληνες αλλά και τους ξένους περιηγητές όπως Pouqueville R. Chandler, αλλά και ο Λόρδος Βύρων δεν άκουσαν με καλό αφτί το ζουρνά. Χαρακτηριστικά ο Φοίβος Ανωγειανάκης στη μνημειώδη εργασία του για τα ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα μεταξύ άλλων γράφει: “Με βασικά διαφορετική μουσική παιδεία όλοι αυτοί οι ξένοι αδυνατούν να προσαρμοστούν στο μελωδικό, ρυθμικό και, γενικότερα, ηχητικό κλίμα της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Για τον Pouqueville αίφνης ο ζουρνάς είναι ένα “κραυγαλέο” όργανο.
Όμως όταν δεν θεμελιώσεις τον Διονυσιασμό, τον Ορφισμό, τα Καβύρεια, δεν ακολουθήσεις τα βήματα του Αλέξανδρου και δεν ζήσεις τον βυζαντινό ιππόδρομο, πώς ο ζουρνάς και τα νταούλια να μην αποτελούν κραυγαλέα όργανα;
Ο ζουρνάς στην Ημαθία και γενικότερα στη Μακεδονία, έχει δύο διαφορετικά μεγέθη. Ο πρώτος κοντός μήκους 35 εκατ. και τον συναντούμε μόνο στη Νάουσα, και ο δεύτερος μακρύς μήκους μέχρι και 65 εκατ. και τον συναντούμε τόσο στην Κεντρική, όσο και στην Ανατολική Μακεδονία, περιοχή Ηράκλειας ( Τζουμαγιάς ) Σερρών. Όσο μακρύτερος ο ζουρνάς, τόσο βαθύτερο ήχο βγάζει.

Ο κάθε ζουρνάς αποτελείται συνήθως από τρία βασικά μέρη :
Α. Τον κυρίως ζουρνά, δηλαδή το σώμα το οποίο καταλήγει σε σχήμα χωνιού που λέγεται τατάρα.
Β. Τον κλέφτη που λέγεται και πιστόμιο, κεφαλάρι ή και μάνα.
Γ. Το πιπ’ ναρ’ κανελί ή πίσκα με την τσαμπού­να ή το τζαμπνάρ’.


Το κυρίως σώμα κατασκευάζεται από πολλά και διαφορετικά ξύλα ανάλογα με την άποψη του ζουρνατζή ο οποίος είναι κατά κανόνα και κατασκευαστής του. Σφεντάμι, βερικοκιά, ελιά, καρυδιά, κερασιά συνήθως, κουμαριά, αλλά και οξιά, είναι τα ξύλα. Βασικό στοιχείο πέρα απ’ ότι ξύλο και αν είναι, πρέπει να είναι στεγνό, χωρίς ρόζους, ισόπαχο και σταθερό, πράγμα που θα δώσει και την ποιότητα και ένταση του ήχου. Συνήθιζαν, αφού επέλεγαν το ξύλο και προτού αρχίσει η επεξεργασία του, να το βράζουν μέσα σε νερό με αλάτι ή και στάχτη, σε χαμηλή φωτιά, για να μην ραγίσει κατά την επεξεργασία του. Σήμερα ο ζουρνάς κατασκευάζεται σε τόρνο, μηχανικά. Πριν το 1970 η κατασκευή του αποτελούσε επίπονη και πολυήμερη εργασία, αφού έπρεπε να γίνει όλος στο χέρι με μαχαίρια, ξυράφια και τζάμια για το γυάλισμα του. Στο εσωτερικό του το ομοιόμορφο τρύπημα ήταν μια ξεχωριστή διαδικασία η οποία γίνονταν με πυρακτωμένο σίδερο και έπαιρνε ώρες πολλές. Αφού κατασκευαστεί το κύριο σώμα του ζουρνά, θα κάνουν τις τρύπες. Επτά τρύπες στο κυλινδρικό επάνω μέρος του και μία στο κάτω μέρος ακριβώς μεταξύ πρώτης και δεύτερης τρύπας. Οι τρύπες αυτές γίνονται περίπου ανά 3,5 εκατοστά και στη συνέχεια αφού αφήσουν μια απόσταση 8 περίπου εκατ. από την τελευταία τρύπα και από το σημείο που αρχίζει το χωνί, η τατάρα, θα κάνουν τρεις μικρότερες τρύπες επάνω, μια άλλη ακριβώς από κάτω μεταξύ πρώτης και δεύτερης και τέσσερις τρύπες στα πλάγια, στο ύψος της πρώτης και της τρίτης, δύο από τη μια και δυο από την άλλη πλευρά.
Μόνο οι στρογγυλές 7 + 1 τρύπες του κυλινδρικού μέρους του ζουρνά χρησιμοποιούνται από τα δάχτυλα του οργανοπαίχτη. Οι άλλες τρύπες δεν πειράζονται και μένουν πάντα ανοιχτές αλλά παίζουν βασικό ρόλο στην τονικότητα του και κυρίως στην ποιότητα του ήχου γι’ αυτό όσο πιο επιμελημένα ανοιγμένες είναι, τόσο η ποιότητα του ήχου είναι καλύτερη. Αν κλείσουμε τις τρύπες αυτές τότε χαμηλώνει η τονικότητα της κλίμακας που βγάζει ο ζουρνάς, παραμορφώνεται το ηχόχρωμα του και διασαλεύεται η ακρίβεια των διαστημάτων.
Οι τρύπες στο ζουρνά ποικίλουν από περιοχή σε περιοχή.
Όταν ολοκληρωθεί το κυρίως σώμα του ζουρνά τότε θα προσαρμόσουν στο επάνω μέρος του και στην διευρυμένη τρύπα του διαμέτρου 1 με 1,5 εκατ. το πιπ’νάρ’ ή κανελί ή πίσκα με την τσαμπούνα, ή με το τζαμπνάρ’. Πρόκειται για ένα λεπτό, συνήθως από πάφιλα, κυλινδρικό σωληνάκι πάνω στο οποίο θα δέσουν με ράμα το διπλό γλωσσίδι, δηλαδή το πιπ’νάρ’ με την τσαμπούνα, όπως λέγεται γενικότερα. Μπορεί ο ζουρνατζής μετά την επεξεργασία και κατασκευή του κυρίως σώματος του ζουρνά να ξεμπερδεύει σχετικά εύκολα, αλλά με το γλωσσίδι δεν θα ξεμπερδέψει ποτέ, αφού αποτελεί ζωντανό σώμα, προέκταση όχι μόνο οργανική, της γλώσσας, αλλά κυρίως των αισθήσεων καιτου βαθμού γνώσεων και ευαισθησίας του.
Το αγριοκάλαμο είναι ότι καλύτερο για τη δημιουργία αυτού του τμήματος του ζουρνά. Θα πρέπει να έχει διάμετρο 5-10 χιλιοστά και το κόβουν από τις όχθες του Αλιάκμονα, του Λουδία και του Αξιού συνήθως τους μήνες Σεπτέμβρη και Οκτώβρη. Αφού το φέρουν σπίτι το κόβουν σε κομμάτια μήκους 20 περίπου εκατοστών το καθένα, τα καθαρίζουν από τις διάφορες ξένες ύλες όπως φύλλα και ψίχα και τ’ αφήνουν στον ίσκιο ή στον ήλιο κατ’ άλλους “να τραβήξουν”, δηλαδή να στεγνώσουν. Όταν ο ζουρνατζής θέλει μαλακό το γλωσσίδι θα τ’ αφήσει μια βδομάδα περίπου. Όταν όμως το θέλει σκληρό τότε και δύο και τρεις.
Τα γλωσσίδια αυτά καθ’ αυτά, έχουν μήκος από 1,5-3 περίπου εκατοστά το καθένα. Στους κοντότερους ζουρνάδες το γλωσσίδι είναι μικρότερο-κοντότερο, ενώ στους μακριούς μακρύτερο. Αλλά το μήκος του γλωσσιδίου εξαρτάται και από το φύσημα του ζουρνατζή, δηλαδή πόσο βαθιά το παίρνει στο στόμα του. Στη συνέχεια περνούν κάθε μικρό κομμάτι καλαμιού σε ένα λεπτό κυλινδρικό ξυλαράκι και με μια μικρή χαρακτηριστική παλινδρομική κίνηση καθαρίζουν το εσωτερικό του. Αφαιρούν δηλαδή την εντεριώνη. Στη συνέχεια μουσκεύουν τα καλαμάκια σε νερό με ξύδι ή σε διάλειμμα λεμόντουζου και τα δένουν σε ένα ξύλινο κυλινδρικό καλούπι που έχει την ίδια ακριβώς διάμετρο με το κανελί στο οποίο και θα προσαρμοστεί το γλωσσίδι. Μετά, με το δείχτη και τον αντίχειρα, πιέζουν δυνατά το καλάμι και να το διπλό γλωσσίδι. Για να κρατηθεί δε έτσι πιεσμένο και να είναι συνέχεια στη θέση αυτή, δηλαδή διπλό, παίρνουν ένα μαχαίρι και αφού το κάψουν στη φωτιά το σιδερώνουν, στη συνέχεια το στρογγυλεύουν λίγο για να μην τους χτυπάει στα χείλη και το καίνε στις άκρες για να μην κολλάει στο φύσημα. Πράγμα που και αφού ακόμη παλιώσει, συχνά πυκνά οι ζουρνατζήδες με το τσιγάρο τους το καίνε γιατί από την πολυχρησία κολλάει και τους δημιουργεί πρόβλημα στο παίξιμο.
Όταν φυσάει ο ζουρνατζής τα χείλια του γλωσσιδίου πάλλονται χτυπώντας το ένα το άλλο με ένα γρήγορα χτύπημα που το αποτέλεσμα σε ήχο πάντα είναι ιδιαίτερα οξύ και εντυπωσιακό.
Ένα ακόμη εξάρτημα του ζουρνά είναι καιη πίνα, πέ­να ή φούρλα, ένας δίσκος διαμέτρου 3-4 εκατ. Είτε από κόκαλο είτε από μέταλλο, συνήθως κάποιο μεγάλο νόμισμα το οποίο τρυπούν στο κέντρο το περνούν από το γλωσσίδι και το αφήνουν να πατήσει πάνω στον κλέφτη. Η φούρλα βοηθά­ει ιδιαίτερα τον ζουρνατζή γιατί ακου­μπάει πάνω τα χείλη του αποτελώντας ταυτόχρονα οδηγό για την σταθεροποίηση του ζουρνά ανάμεσα στα δόντια του και τον προφυλάσσει από τυχόν τραυματισμούς. Η πίνα, πένα ή φούρλα αποτελεί το κατεξοχήν διακοσμητικό όργανο του ζουρνά. Κρεμούσαν απ’ αυτήν μια ασημένια αλυσίδα πάνω στην οποία έδεναν μερικά κανελιά με γλωσσίδια τα οποία αποτελούσαν τα βασικά ανταλλακτικά του ζουρνά και χρησιμοποιούνται τάχιστα την ώρα του παιξίματος αν με αυτό που έπαιζαν υπήρχε πρόβλημα, ράγισμα, σπάσιμο, κόλλημα, χτύπημα κ.α. Το μειονέκτημα με τα γλωσσίδια αυτά που κρέμονται, είναι ότι στεγνώνουν γρήγορα. Σήμερα αντί να τα έχουν κρεμασμένα, τα βάζουν σε μεταλλικό κουτί μέσα στο οποίο τοποθετούν ένα φύλλο δέντρου ή ένα μικρό κομμάτι πατάτας για να στέκουν μαλακά.
Το σημαντικότερο όμως για το άκουσμα ενός ήχου από ζουρνά είναι αυτή καθ’ αυτή η τεχνική του ζουρνατζή. Να παίζει και κυρίως να φυσάει το εκπληκτικό αυτό μουσικό όργανο με τις απέραντες μουσικές δυνατότητες.
Πρόκειται για μια μοναδική τεχνική η οποία βασίζεται σε γενικές γραμμές στην ταυτόχρονη εισπνοή και εκπνοή του αέρα. Δηλαδή ο ζουρνατζής ενώ εξακολουθεί να παίζει, εισπνέει ταυτόχρονα αέρα από τη μύτη, τον οποίο αποθηκεύει στη στοματική κοιλότητα και τον οποίο ξοδεύει λίγο-λίγο αντικαθιστώντας τον με νέο αέρα χωρίς να σταματήσει ούτε μια στιγμή να παίζει το ζουρνά που το παίξιμο του βασίζεται μόνο στο φύσημα.
Η υγρασία του γλωσσιδίου είναι βασικό στοιχείο το οποίο ποτίζει άλλοτε με ρακί, άλλοτε με νερό και άλλοτε με κρασί.
Στην πολυσήμαντη εργασία του ο μουσικολόγος Φοίβος Ανωγεινάκης αναφερόμενος στο ζουρνά και στην έκταση της διατονικής του κλίμακας μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι “η έκταση της διατονικής κλίμακας είναι μια οκτάβα και δύο φθόγγοι. Με δυνατότερο όμως φύσημα και κατάλληλο σφίξιμο των χειλιών, ο καλός ζουρνατζής δίνει πολύ περισσότερους φθόγγους. Τους φθόγγους όμως αυτούς δεν τους χρησιμοποιεί συχνά, γιατί απαιτούν από το ζουρνατζή ένα πολύ κουραστικό φύσημα. Το ύψος της τονικής εξαρτάται, όπως και στη φλογέρα, από το μήκος του ζουρνά, αλλά και από τις διαστάσεις του γλωσσιδίου. Χάρη στην κατάλληλη δακτυλοθεσία και το κατάλληλο φύσημα, ο καλός ζουρνατζής εξουδετερώνει την ώρα του παιξίματος τις όποιες κατασκευαστικές ατέλειες του οργάνου και δίνει – όταν μέσα του έχει την παράδοση της δημοτικής μελωδίας – τα διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας. Στο μονοφωνικό αυτό όργανο, συνεχίζει ο Φοίβος Ανωγειανάκης, ο ζουρνατζής ξομπλιάζει διαρκώς τη μελωδία με τρίλιες, αποτζατούρες και άλλα μουσικά στολίδια, με τονισμούς και πετυχαίνει με το κατάλληλο κάθε φορά φύσημα με γκλισάντα, που κάνει όταν φουντώνει το κέφι, περνώντας γρήγορα ένα του δάχτυλο πάνω απ’ όλες τις τρύπες του ζουρνά “. O ζουρνάς στην Ημαθία αλλά και σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία είναι “αδικημένος”, τρόπος του λέει, από τον κόσμο, αφού όταν γίνεται λόγος για την συγκεκριμένη ζυγιά ο λαός δεν λέει “θα φέρω ή ήρθαν οι ζουρνάδες”, αλλά “θα φέρω ή ήρθαν τα νταούλια”.Κι ας είναι δύο οι ζουρνάδες και το νταούλι ένα, παρόλα αυτά το νταούλι χαρακτηρίζει τη ζυ­γιά και μάλιστα σε πληθυντικό “Τα νταούλια”.

 

ΠΗΓΕΣ :
ΖΟΥΡΝΑΔΕΣ ΚΑΙ ΝΤΑΟΥΛΙΑ
Επαγγέλματα που χάνονται
Ε.Σ.Υ.Υ.
ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ Κεντρικής Μακεδονίας Ε.Ο.Π.
Ο Ζουρνάς σελ. 7 – 10

Το νταούλι


Το νταούλι με τη μορφή που το συναντούμε σήμερα είναι γνωστό από τους Βυζαντινούς χρόνους. Το πόσο μάλιστα διαδεδομένο τόσο σε κοσμικές, όσο και θρησκευτικές εκδηλώσεις ήταν φαίνεται από τις πολλές και ποικίλες βυζαντινές και μεταβυζαντινές απεικονίσεις του σε τοιχογραφίες και ξυλόγλυπτες παραστάσεις τέμπλων και άλλων εκκλησιαστικών διακοσμητικών μοτίβων σε μοναστήρια κυρίως. Ιστορικές μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι ήταν ένα από τα πολεμικά όργανα το οποίο εμψύχωνε τους μαχητές και δημιουργούσε πανικό στον εχθρό. Σε συνδυασμό μάλιστα με το ζουρνά δημιουργούσε παιάνες και θούριους όπου έκανε τον εχθρό να το βάζει στα πόδια. Συχνά και ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του κάνει λόγο για το νταούλι και την επίδραση του στον εχθρό, αλλά και στον ψυχισμό αυτών που το χρησιμοποιούσαν. Παλιοί οργανοπαίχτες του Ρουμλουκιού μιλούσαν για δυο και τρεις ζυγιές νταούλια τα οποία χρησιμοποιούσαν με δεξιοτεχνία οι νταουλτζήδες. Σύμφωνα δε με διασταυρωμένες πληροφορίες οι μουσικοί αυτοί αποτελούσαν μέρος του σουλτανικού στρατού.Δεν υπάρχει απόλυτα συγκεκριμένο μέγεθος νταουλιού. Δυο όμως είναι τα στοιχεία τα οποία το προσδιορίζουν. Το πρώτο η τοπική παράδοση και το δεύτερο η σωματική διάπλαση του νταουλτζή. Αν ήταν ψηλός με μακριά χέρια, έφτιαχνε νταούλι που η διάμετρος του όπως φαίνεται και από τις φωτογραφίες που παραθέτουμε, έφτανε και τα 80 εκατ. Θύμα του εκσυγχρονισμού όμως έπεσε και το νταούλι, όπως άλλωστε και οι ζουρνάδες που κατασκευάζονται στον τόρνο αφού περιορίστηκε πια και το μέγεθός του, μέχρι και 56 με 60 εκατ. Η κατασκευή ενός νταουλιού απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και κυρίως υπομονή όσον αφορά την επεξεργασία του δέρματος που σύμφωνα με την παράδοση το καλύτερο είναι αυτό του γαϊδάρου, μετά του λύκου και μετά του βοδιού. Για την επίπονη και βρώμικη αυτή κατεργασία του δέρματος ακολουθούνται κυρίως δύο τρόποι. Αφού γδάρουν το δέρμα με πολύ προσοχή να μην κοπεί και δημιουργηθούν τρύπες, τότε το αφήνουν τεντωμένο σε μια χιαστή να ξεραθεί στον ήλιο, να φύγουν τα νερά του αφού προηγουμένως το πασπαλίσουν με χοντρό αλάτι προσθέτοντας και λίγη στύψη. Αφού τραβήξουν τα νερά του, τότε το ξεκρεμάνε και το βάζουν μέσα σε σβησμένο ασβέστη με νερό για 5 περίπου μέρες με σκοπό να πέσουν οι τρίχες του. Μετά το καθαρίζουν με μια σπάτουλα ή και με ένα κομμάτι γυαλί και αφαιρούν λύπη και άλλα ανεπιθύμητα εξογκώματα. Αφού τελειώσει και η επεξεργασία αυτή το αλείφουν με χοιρινό λίπος ή λάδι για να στέκει μαλακό και να μην σπάσει. Ακολουθεί το τέντωμα του στις διαστάσεις που θέλουν σε δυο ξύλινα στεφάνια Τα στεφάνια αυτά προσαρμόζονται με καβύλιες στις δύο ξύλινες βάσεις. Στη συνέχεια ανοίγουν ανά δέκα περίπου εκατοστά τρύπες στο δέρμα περιμετρικά και περνούν από μέσα σχοινί και το σφίγγουν πάνω στο σκελετό. Το σφίξιμο και το δέσιμο του δέρματος πάνω στο σκελετό έχει διάφορες μεθόδους οι οποίες για κάθε περιοχή είναι συγκεκριμένες “Κόντρα και σταυρωτά” τ\ς λένε στο Ρουμλούκι. Η κυλινδρική επιφάνεια του νταουλιού είναι ξύλινη και σήμερα γίνεται από κόντρα πλακέ. Παλιότερα για να συμπληρωθούν οι διαστάσεις της που μπορεί να έφταναν τα 60 εκατοστά φάρδος και τα δύο περίπου μέτρα μήκος απαιτούσε τέχνη και επιμονή μεγάλη γιατί με ειδικά τσιβιά, περτσίνια και κλειδιά έπρεπε να ενωθούν τα κομμάτια του ξύλου έτσι ώστε να μην αφήνουν τον αέρα να περνάει παρά μόνο από τις δυο, τρεις ή και τέσσερις τρύπες ή κάποτε και τη μία που άνοιγαν επίτηδες για να ξεθυμαίνει ο αέρας που μαζεύονταν από το παίξιμο και τις μεγάλες παλμικές κινήσεις την ώρα του παιξίματος. Παλιοί νταουλτζήδες λένε ότι το κάθε κατέβασμα του κόπανου πάνω στο δέρμα έχει τόση δύναμη που μπορεί να σκοτώσει και μοσχάρι “αν το πετύχεις στο σταυρό”.
Το νταούλι παίζεται με συγκεκριμένη τεχνική και η τέχνη του χτυπήματος είναι κυρίαρχη στην μελωδία. Παίζεται με δύο χαρακτηριστικά ξύλα. Το ένα μήκους 40 περίπου εκατοστών χοντρό το λένε κόπανο και το άλλο μακρύτερο κατά δέκα εκατοστά το λένε βίτσα και είναι λεπτό ώστε να λυγίζει στο χτύπημα και στους κραδασμούς του δέρματος. Σπάνια νταουλτζής να μην κατασκευάζει και το νταούλι που παίζει, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους ζουρνατζήδες που είναι οι ίδιοι κατασκευαστές του ζουρνά. Συνήθιζαν η μια από τις δύο δερμάτινες βάσεις να είναι λίγο μεγαλύτερη από την άλλη και το δέρμα της να είναι από την ράχη του ζώου ώστε να είναι παχύτερο για να αντέχει τους χτύπους του κόπανου που είναι και οι ισχυροί χρόνοι του μέτρου και ο ήχος να βγαίνει βαθύς και υπόκωφος. Το δέρμα της άλλης μεριάς είναι πιο λεπτό και δέχεται από τη βέργα τους αδύνατους χρόνους του μέτρου που βγάζουν και οξύτερο ήχο. Ακόμη, το σφίξιμο, δηλαδή το κούρδισμα του νταουλιού απαιτεί γνώση και δεξιοτεχνία και το αποτέλεσμα είναι αυτό που ξεχωρίζει νταουλτζή από νταουλτζή γιατί το κούρδισμά του πρέπει να γίνεται στην τονικότητα του ζουρνά όχι μόνο του πρίμου που πετυχαίνει ο μάστορας, αλλά και του πασαδόρου. Παρόλα αυτά και την μακραίωνη παράδοση “όσο και αν στα νταούλια των καλών νταουλιέρηδων, γράφει ο Φοίβος Ανωγειανάκης, είναι φανερή η διαφορετική τονική οξύτητα στις δύο δερμάτινες επιφάνειες. Δε μπορούμε να μιλάμε για καθορισμένη τονική σχέση ανάμεσα στις δύο αυτές επιφάνειες. Σε ορισμένες ωστόσο ζυγιές, το νταούλι έχει μια κάποια “τονική ” σχέση με το ζουρνά που συνοδεύει. Αν και δυσδιάκριτη, η σχέση αυτή είναι άλλοτε ένα διάστημα ογδόης και άλλοτε ένα διάστημα τετάρτης ή πέμπτης καθαρής, μεταξύ της τονικής της κλίμακας, στην οποία παίζει ο ζουρνάς, του “φθόγγου ” που δίνει η δερμάτινη επιφάνεια του νταουλιού με το βαρύτερο ήχο. Την τονική αυτή σχέση τη συναντάμε στις ζυγιές εκείνες που τα μέλη τους παίζουν πολλά χρόνια μαζί. Με την πολύχρονη μουσική συμβίωση, που κάποτε κρατάει μια ολόκληρη ζωή, ο νταουλτζής συνηθίζει σιγά-σιγά την κλίμακα στην οποία παίζει τις μελωδίες του ο ζουρνάς-ή ίδια πάντα κλίμακα, εφόσον πρόκειται για τον ίδιο ζουρνά. Την συνηθίζει δηλαδή, την ακούει από μέσα του. Τόσο, ώστε όταν τεζάρει το σχοινί του νταουλιού του, όταν δηλαδή το “κουρντίζει”, η δερμάτινη επιφάνεια που κτυπάει ο κόπανος να δίνει ένα ήχο που “κολλάει”, όπως λέει, με τη φωνή του ζουρνά”: την τονική, την πέμπτη ή την τέταρτη της κλίμακας στην οποία παίζει ο ζουρνάς,. Έτσι το νταούλι – όταν και σε οποία ζυγιά παρατηρείται αυτό το φαινόμενο – παράλληλα με την κύρια λειτουργία του, την “αντιστικτική” ρυθμική συνοδεία, λειτουργεί και σαν “αρμονικό”, όπως θα μπορούσαμε να πούμε, όργανο. Συνοδεύει δηλαδή τη μελωδία του ζουρνά με μια δυσδιάκριτη, υποτυπώδη “αρμονία “, μ’ ένα “ίσο “, τόσο γνωστό στον Έλληνα μουσικό από το βυζαντινό μέλος, όπως και από το παίξιμο άλλων λαϊκών οργάνων, π.χ. της γκάιντας, της λύρας, κ. α.”Το κείμενο του Ανωγειανάκη για την μουσική διάσταση του νταουλιού θεωρείται εξαιρετικά κατατοπιστικό και για τους τρόπους παιξίματος του “Στη συνοδεία του νταουλιού, γράφει ο Φοίβος Ανωγεινάκης, διακρίνουμε δύο τρόπους παιξίματος, που υπαγορεύονται από το ρυθμικό τύπο της μουσικής που συνοδεύει κάθε φορά το νταούλι. Ο καλός νταουλτζής ξομπλιάζει διαρκώς το παίξιμο του μ’ ενδιάμεσα χτυπήματα -υποδιαιρέσεις των ισχυρών και αδύνατων χρόνων- άλλοτε με τον κόπανο και άλλοτε με τη βίτσα, αντιστρέφει, για λίγες στιγμές, τη λειτουργία των δύο χεριών και χτυπάει τους ισχυρούς χρόνους με τη βέργα (αριστερό χέρι) και τους αδύνατους με τον κόπανο (δεξί χέρι) γυρίζει το νταούλι ώστε ο κόπανος να χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια που δίνει τον ψηλότερο φθόγγο χτυπάει άλλοτε το στεφάνι και άλλοτε το έδαφος αντί τη δερμάτινη επιφάνεια του νταουλιού. Ενώ παράλληλα, ο τρόπος με τον οποίο χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια, δυνατά ή σιγά, κοφτά και σκληρά ή μαλακά και ξυστά, όπως και το μέρος στο οποίο τη χτυπάει, στο κέντρο, προς την περιφέρεια ή πολύ κοντά στο στεφάνι, χαρίζουν κάθε φορά κι ένα διαφορετικό τόνο στο χρώμα του ήχου. Όταν πάλι η μελωδία που συνοδεύει είναι ελεύθερου ρυθμικού τύπου, όπως τα τραπεζιάτικα ή πολλά, αργά κλέφτικα τραγούδια, τότε το νταούλι περιορίζεται σε αραιά χτυπήματα του κόπανου, που συνοδεύονται από ένα τρέμολο, σαν απόηχος, από τη βέργα (αριστερό χέρι). Ή ένα τρέμολο από τον κόπανο και τη βέργα, μαζί ή χωριστά. Τα αραιά αυτά χτυπήματα και το τρέμολο είναι ένα είδος ρυθμικής στίξης στις μελωδίες ελεύθερου ρυθμικού τύπου”.

ΖΟΥΡΝΑΔΕΣ ΚΑΙ ΝΤΑΟΥΛΙΑ
Επαγγέλματα που χάνονται
Ε.Σ.Υ.Υ. ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ
Κεντρικής Μακεδονίας Ε.Ο.Π.
Το νταούλι σελ. 13 – 15