Η βυζαντινή περίοδος βρήκε την εύφορη πεδιάδα του Αλιάκμονα να ανήκει σε πλούσιους γαιοκτήμονες της Βέροιας και της Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα σημαντικές ήταν οι εκτάσεις που καλλιεργούνταν από ελεύθερους γεωργούς. Ταυτόχρονα και η εκκλησία, αφού απέκτησε την περιουσία των παλαιών εθνικών ναών, γρήγορα εμφανίστηκε να κατέχει μεγάλη έγγεια περιουσία, την οποία εκμεταλλευόταν μέσω διαφόρων μοναστηριών που αναπτύχθηκαν και εδώ. Παράλληλα η κεντρική εξουσία συνέχισε τη γεωργική αποκατάσταση πληθώρας στρατιωτικών με παραχώρηση εκτάσεων στην Καμπανία, με αποτέλεσμα η πεδιάδα αυτή κυριολεκτικά να στρατοκρατείται. (1)
Οι επιδρομές των Σλάβων κατά τον 7ο αιώνα φαίνεται πως επηρέασαν πολύ τα πράγματα στην Καμπανία, αφού φέρεται ότι πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην πλούσια πεδιάδα. Όμως γρήγορα οι αυτοκράτορες έλαβαν δημογραφικά μέτρα, ώστε να μετακινήσουν αρκετούς Σλάβους από την κεντρική Μακεδονία στη Μικρά Ασία και παράλληλα να μεταφέρουν ρωμαϊκούς πληθυσμούς από τη Μ. Ασία εδώ. Μάλιστα αναπτύχθηκε μεγάλη έριδα μεταξύ διαφόρων ερευνητών, σχετικά με τον εντοπισμό της έδρας και των ορίων της επισκοπής Δρουγουβιτείας και φυσικά του χώρου των σλαβικών εποικίσεων.
Για την περιοχή αυτή όμως σημαντικές είναι οι πληροφορίες, ότι κατά το 10ο αιώνα δημιουργήθηκε η Επισκοπή Καμπανίας καθώς και το θέμα της Βέροιας, τα ανατολικά όρια των οποίων έφθαναν μέχρι τον Αξιό ποταμό. Πιθανολογείται ότι το χωριό Επισκοπή (Βεροίας) οφείλει το όνομά του, στο ότι αποτέλεσε την πρώτη έδρα εκείνης της Επισκοπής. (2)
Από την ίδια εποχή προέρχεται και μία περιγραφή του κάμπου από τον Ι. Καμενιάτη, ο οποίος περιγράφει εγκωμιαστικά την πεδιάδα και επιβεβαιώνει τα τεράστια οικονομικά οφέλη που αποκόμιζε η Θεσσαλονίκη από αυτήν, από την αλιεία στους ποταμούς της, αλλά και από την ναυσιπλοΐα που διεξαγόταν από τη θάλασσα προς την ενδοχώρα μέσω των πλωτών ποταμών. Πράγματι τότε ήταν σίγουρα πλωτοί οι ποταμοί Αλιάκμονας και Λουδίας, μέσω της κοινής εκβολής των οποίων μπορούσε κανείς να ανέλθει στη Λουδία λίμνη, ενώ στην σημερινή αγροτική περιοχή του Πλατέος η τοποθεσία «Καραβοστάσι» θυμίζει ακόμη το παλιό λιμάνι που υπήρχε κάποτε εκεί. (3)


Από την παράδοση για την πορεία που ακολούθησαν τα άγρια βόδια που μετέφεραν τη σωρό του οσίου Αντωνίου του νέου στα τέλη του 10ου – αρχές του 11ου αιώνα, μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες για την ύπαρξη των χωριών Διαβατός, Κουλούρα, Μέση, Ραψομανίκι, Ξεχασμένη και Σταυρός εκείνη την εποχή. Επίσης πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι η εμφανιζόμενη από τον 11ο αιώνα οικογένεια των Καβάσιλα της Θεσσαλονίκης είχε ομώνυμο ζευγηλατείο στη θέση του σημερινού χωριού Καβάσιλα της Ημαθίας. (4)
Κατά το 1246 ο Ιωάννης Βατάτζης εγκατέστησε στην Καμπανία εκχριστιανισμένους συμμάχους του, Σελτζούκους Τούρκους, της οικογένειας του Καϊκαούς Β΄. Από το όνομα ενός από αυτούς, του Κωνσταντίνου Αστραπύρη Μελήκ, προφανώς προέρχεται η ονομασία του χωριού Μελίκη, που αποτέλεσε αγρόκτημα (δίκαια) αυτής της οικογένειας. (5)
Την άνοιξη του 1309 στην πεδιάδα «πλησίον της Βέροιας» έγινε η μάχη μεταξύ των μισθοφόρων επιδρομέων Καταλανών και του στρατιωτικού διοικητή της Θεσσαλονίκης Χανδρηνού, κατά την οποία νικήθηκαν οι Καταλανοί, κι έτσι απαλλάχθηκε η Μακεδονία και το Άγιο Όρος από τις λεηλασίες τους. (6)
Κατά τον 14ο αιώνα η Καμπανία έζησε την ένταση των διαρκών συρράξεων, που διεξήχθησαν κατά το δυναστικό αγώνα του Ι. Καντακουζηνού, ο οποίος είχε καταλάβει τη Βέροια και συγκρούετο με τις δυνάμεις του νόμιμου αυτοκράτορα, που έδρευαν στη Θεσσαλονίκη. Σ’ εκείνη την εμφύλια σύρραξη χρησιμοποιήθηκαν οι στρατοί των Σέρβων αλλά και των Τούρκων, οι οποίοι δεν έχασαν την ευκαιρία να προωθήσουν τα δικά τους επεκτατικά σχέδια. Έτσι, με την εξασθένιση της βυζαντινής διοίκησης η πεδιάδα περιήλθε στα χέρια του κράλη της Σερβίας Στέφανου Δουσάν, ο οποίος την κράτησε αρκετά χρόνια. (7)
Από βυζαντινά έγγραφα αυτής της εποχής επιβεβαιώνουμε την από τότε ύπαρξη των χωριών: Μακροχώρι, Ρέσαινη (Βρυσάκι), Νησί, Μελίκη, Λυκοβίτζα (Λυκογιάννη), και Παλατίτζια. Ακόμη μαθαίνουμε για την ύπαρξη ενός “χωρίου στρατιωτών” με την ονομασία Κριτζίστα (ή Γκριτζίστα), δηλαδή Ελληνοχώρι, που πρέπει να βρισκόταν στην περιοχή Αλεξάνδρειας – Πλατέος. (8)

Αλεξάνδρεια Ημαθίας
ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Ερευνητής της Ιστορίας και Λαογραφίας
Τηλ. 23330-25005 / mosio@otenet.gr

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, Αγροτική και Αστική Οικονομία στο Βυζαντινό Κράτος, (έκδ. Βάνιας) Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 12, 25 – Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία βυζαντινού κράτους, τ. Α΄, (έκδ. Βάνιας) Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 661-668, 726-740 – Ι. Μοσχόπουλος, ό.π., σελ. 68 –76, 104-116.

  2. Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους (285-1354), Μακεδονική βιβλιοθήκη τ. 55, Θεσσαλονίκη 1980, σελ.140-156, 166-190, 213-215 – Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Από τον 6ο ως τον 9ο αι., Μακεδονία 4.000 χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού, (εκδοτική Αθηνών Α.Ε.), Αθήνα 1982, σ. 250-263, 284-331 – Γ. Χιονίδης, Ιστορία της Βέροιας, τ. 2ος, Βυζαντινοί χρόνοι, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 10, 168-169 – Θανάσης Παπαζώτος, Η Βέροια και οι ναοί της (11ος -18ος αι.), (έκδ. Τ.Α.Π..Α.) Αθήνα 1994, σελ. 52 επ.. – Ν. Οikonomides, Les Listes de preseance byzantines des IΧe et Xe siecles, Paris 1972, σελ. 348-363 – H. Ahrveiler, Από τον 9ο αι. ως το 1204, Μακεδονία, 4.000 χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού, (εκδοτική Αθηνών) Αθήνα 1982, σελ. 272-279 – Ι. Μοσχόπουλος, ό.π., σελ. 83 –91, 101-116.

  3. Ιωάννου Καμενιάτη, Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης, εις Θεοφάνους Συνεχισταί, έκδ. Ι. Bekker εις Bonner Corpus, Βόννης 1838 (τόμος Συνεχισταί Θεοφάνους σ. 487-600) και έκδ. G. Bohlig (CFHB), Berlin – N.York 1972 – Ι. Μοσχόπουλος, ό.π., σελ. 38, 116-121, 173.

  4. Γ. Χιονίδης, Ιστορία της Βέροιας, τ. 2ος, Βυζαντινοί χρόνοι, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 105 – Σωτηρίου Κίσσα, Ο μοναχισμός στη Σκήτη Βεροίας στα βυζαντινά χρόνια, Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας και Ναούσης, Πρακτικά Διημερίδας “Το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου – Σκήτη Βεροίας”, Βέροια 1994, σελ. 105 επ.. – Αθανάσιος Αγγελόπουλος, Το γενεαλογικόν δένδρον της οικογενείας των Καβασιλών, Μακεδονικά τ. 17, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 367-396 – Ι. Μοσχόπουλος, ό.π., σελ. 135-142, 188-192.

  5. Ε. Α. Ζαχαριάδου, Οι Χριστιανοί απόγονοι του Ιζζεδδίν Καϊκαούς Β’ στη Βέροια, Μακεδονικά τ. 6, Θεσσαλονίκη 1965, σ. 62-74. – Ι. Μοσχόπουλος, ό.π., σελ. 155-158.

  6. Γ. Θεοχαρίδης, ό.π. σελ. 371-374 – Γ. Χιονίδης, ό.π. σελ. 37 επ. – Ι. Μοσχόπουλος, ό.π., σελ. 159 επ.

  7. Καραγιαννόπουλος, ό.π. σελ. 312-314 – Γ. Χιονίδης, ό.π. σελ. 38-57 – Ι. Μοσχόπουλος, ό.π., σελ. 160-175.

  8. Γ. Θεοχαρίδης, Μία διαθήκη και μία δίκη βυζαντινή, ανέκδοτα βατοπεδινά έγγραφα του ΙΔ΄ αιώνος περί της Μονής Προδρόμου Βεροίας, Μακεδονικά, Παράρτημα 2, (έκδοση Ε.Μ.Σ.) Θεσσαλονίκη 1962 – Ι. Μοσχόπουλος, ό.π., σελ. 214-223.